Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 15 στ. 667-746
Αυτά ειπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους.
Και τότες η Αθηνά απ᾽ τα μάτια τους σκορπάει τη μαύρη αντάρα,
τη φοβερή, κι αμέσως ξάστραψαν στο φως τα πάντα ομπρός τους,
και στη μεριά που εκάναν πόλεμο, κι εκεί τα πλοία που στέκαν. 670
Κι ευτύς το βροντερόφωνο Έχτορα θωρούν και τους συντρόφους,
κι αυτούς που πίσω πίσω εστέκουνταν χωρίς να πολεμούνε,
κι όσους κοντά στα γοργοτάξιδα καράβια επολεμούσαν.
Ωστόσο του Αίαντα του αντροδύναμου δεν τού ᾽ρχονταν να στέκει
εκεί που κι οι άλλοι Αργίτες στέκουνταν αλάργα· στην κουβέρτα 675
των καραβιών τους πηγαινόρχουνταν με δρασκελιές μεγάλες.
Κοντάρι μέσα στις παλάμες του, μακρύ, θαλασσομάχο,
εικοσαπήχινο, χαλκόδετο, κουνούσε μανιασμένος.
Πώς όταν άντρας αλογάτορας, πιδέξιος καβαλάρης,
παίρνει διαλέγει τέσσερα άλογα, κι άφου τα ζέψει, τρέχει 680
μέσα απ᾽ τον κάμπο, σπιρουνώντας τα, να παν στο μέγα κάστρο,
μέσ᾽ από στράτα διαβατάρικη, κι άντρες γυναίκες πλήθος
τον χαίρουνται· κι αυτός ακούραστα δε σταματάει, μ᾽ απ᾽ τό ᾽να
στο άλλο πηδάει και συχναλλάζει τα, καθώς αυτά πετούνε·
παρόμοια κι ο Αίαντας πηγαινόρχουνταν με δρασκελιές μεγάλες 685
σε άλλη κουβέρτα απ᾽ άλλη, κι έφτανε στον ουρανό η φωνή του·
κι όλο και τους Αργίτες γκάρδιωνε, τα πλοία να διαφεντέψουν
και τα καλύβια, αγριοφωνάζοντας. Μα κι ο Έχτορας ξοπίσω
μες στο στρατό των Τρώων δεν έστεκε των βαριαρματωμένων·
σαν τον αϊτό, που σε πετούμενα ―γιά μακρολαιμουδάτους 690
κύκνους γιά χήνες γιά και γέρανους― κοπαδιαστά ως βοσκούνε
στου ποταμού τους όχτους, άξαφνα χιμάει φτεροκοπώντας·
με ίδιαν ορμή απαντίκρυ εχίμιξε κι ο γιος του Πρίαμου πάνω
σ᾽ ένα καράβι γαλαζόπλωρο· κι ήταν του Δία το χέρι
το τρισμεγάλο που τον έσπρωξε, μαζί τους Τρώες κεντώντας. 695
Πεισματωμένος πάλε ο πόλεμος πλάι στα καράβια ανάβει·
θά ᾽λεες αδάμαστοι κι ακούραστοι πως σμίξαν πολεμάρχοι
να χτυπηθούν· με τέτοια ανήμερη ξανά επαλεύαν λύσσα.
Κι είχε το κάθε ασκέρι ως μάχουνταν και λογισμό δικό του:
οι Αργίτες, πως χαθήκαν κι άδικα παλεύουν να γλιτώσουν· 700
μ᾽ από τους Τρώες καθένας έλπιζε βαθιά στα στήθια μέσα
τα πλοία να κάψουν, τους αντρόκαρδους σκοτώνοντας Αργίτες.
Αυτά λογάριαζαν και στέκουνταν ο ένας στον άλλο αντίκρυ.
Κι ο Έχτορας τότε πελαγόδρομο, τρανό απ᾽ την πρύμνα αδράχνει
γοργό καράβι, εκείνο κάποτε τον Πρωτεσίλαο πού ᾽χε 705
φέρει στην Τροία, μα δεν τον γύρισε στη γη την πατρική του.
Για το δικό του τώρα το άρμενο κι οι Τρώες κι οι Αργίτες όλοι
με λύσσα από κοντά σκοτώνουνταν, κι ουδέ και καρτερούσαν
σαγίτες και κοντάρια απάνω τους να πέφτουν απαλάργα·
ο ένας στον άλλο δίπλα στέκοντας με μια καρδιά στα στήθια 710
με κοφτερά πελέκια εμάχουνταν και με τσεκούρια ολούθε,
κι ακόμα με κοντάρια δίκοπα και με σπαθιά μεγάλα.
Πλήθος μαχαίρια μαυρομάνικα πανώρια τότε επέσαν
άλλα απ᾽ τις φούχτες μες στα χώματα κι άλλα απ᾽ τους ώμους πάλε,
την ώρα που χτυπιούνταν, κι έπλεχεν η μαύρη γης στο γαίμα. 715
Κι ο Έχτορας απ᾽ την πρύμνα ως πιάστηκε, δεν ξέσφιγγε το χέρι,
μόνο κρατώντας το αντικόρακο παράγγελνε στους Τρώες:
«Φέρτε φωτιά, κι ασκώνετε όλοι σας τρανή φωνή στα ουράνια·
τη μέρα τούτη ο Δίας μάς έδωκε για πλέριο γδικιωμό μας
τα πλοία τους όλα να πατήσουμε, που στων θεών το πείσμα 720
κακά μάς δώσαν μύρια φτάνοντας, από ατολμιά των γέρων,
που όντας εγώ ζητούσα πόλεμο στων καραβιών τις πρύμνες
κοντά, κι εμέ τον ίδιο αμπόδιζαν και το στρατό εκρατούσαν.
Μ᾽ αν όμως τότε μας ετύφλωνεν ο Δίας ο βροντολάλος,
ατός του τώρα μας ξεσήκωσε και μας αναγκαρδιώνει.» 725
Είπε, κι αυτοί χιμούν με πιότερη πα στους Αργίτες λύσσα.
Κι ο Αίαντας, που οι ριξιές τον ζόριζαν, πια δεν κρατήθηκε άλλο·
θαρρώντας πια πως ήρθεν η ώρα του, πισωδρομίζει λίγο
στον πάγκο απά τον εφταπίθαμο κι αφήνει την κουβέρτα.
Στάθηκε εκεί παραμονεύοντας, και το κοντάρι εκράτα 730
τους Τρώες να διώχνει, την ακούραστη φωτιά που κουβαλούσαν·
κι όλο και τους Αργίτες γκάρδιωνε βροντοφωνώντας άγρια:
«Αργίτες αντρειωμένοι, φίλοι μου, πιστοί συντρόφοι του Άρη,
άντρες σταθείτε, ορθή κρατάτε τη της αντριγιάς τη φλόγα!
Θαρρείτε που άλλοι πίσω βρίσκουνται μαθές να μας σταθούνε, 735
γιά και καστρότειχο αψηλότερο, το Χάρο να μας διώξει;
τι κάστρο εδώ για μας δε βρίσκεται πυργοθωρακωμένο,
νά ᾽χει στρατό, που σαν παλέψουμε, τη νίκη να μας δώσει.
Στων Τρώων τον κάμπο εδώ καθόμαστε των βαριαρματωμένων,
σε λίγο τόπο, πλάι στη θάλασσα, κι απ᾽ την πατρίδα αλάργα. 740
Όχι η ατολμιά, μόνο τα χέρια μας κρατούν το λυτρωμό μας!»
Είπε, και το κοντάρι ετίναζε το σουβλερό με λύσσα·
κι από τους Τρώες κανείς αν ζύγωνε στα βαθουλά καράβια,
φωτιά κρατώντας μες στα χέρια του στην προσταγή του Εχτόρου,
τού ᾽ριχνε αυτός παραμονεύοντας με το μακρύ κοντάρι. 745
Δώδεκα χτύπησε έτσι στ᾽ άρμενα στήθος με στήθος τότε.
Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
τοῖσι δ᾽ ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν νέφος ἀχλύος ὦσεν Ἀθήνη
θεσπέσιον· μάλα δέ σφι φόως γένετ᾽ ἀμφοτέρωθεν,
ἠμὲν πρὸς νηῶν καὶ ὁμοιΐου πολέμοιο. 670
Ἕκτορα δὲ φράσσαντο βοὴν ἀγαθὸν καὶ ἑταίρους,
ἠμὲν ὅσοι μετόπισθεν ἀφέστασαν οὐδὲ μάχοντο,
ἠδ᾽ ὅσσοι παρὰ νηυσὶ μάχην ἐμάχοντο θοῇσιν.
Οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτ᾽ Αἴαντι μεγαλήτορι ἥνδανε θυμῷ
ἑστάμεν ἔνθα περ ἄλλοι ἀφέστασαν υἷες Ἀχαιῶν· 675
ἀλλ᾽ ὅ γε νηῶν ἴκρι᾽ ἐπῴχετο μακρὰ βιβάσθων,
νώμα δὲ ξυστὸν μέγα ναύμαχον ἐν παλάμῃσι,
κολλητὸν βλήτροισι, δυωκαιεικοσίπηχυ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ ἵπποισι κελητίζειν ἐῢ εἰδώς,
ὅς τ᾽ ἐπεὶ ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους, 680
σεύας ἐκ πεδίοιο μέγα προτὶ ἄστυ δίηται
λαοφόρον καθ᾽ ὁδόν· πολέες τέ ἑ θηήσαντο
ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες· ὁ δ᾽ ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ
θρῴσκων ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἄλλον ἀμείβεται, οἱ δὲ πέτονται·
ὣς Αἴας ἐπὶ πολλὰ θοάων ἴκρια νηῶν 685
φοίτα μακρὰ βιβάς, φωνὴ δέ οἱ αἰθέρ᾽ ἵκανεν,
αἰεὶ δὲ σμερδνὸν βοόων Δαναοῖσι κέλευε
νηυσί τε καὶ κλισίῃσιν ἀμυνέμεν. οὐδὲ μὲν Ἕκτωρ
μίμνεν ἐνὶ Τρώων ὁμάδῳ πύκα θωρηκτάων·
ἀλλ᾽ ὥς τ᾽ ὀρνίθων πετεηνῶν αἰετὸς αἴθων 690
ἔθνος ἐφορμᾶται ποταμὸν πάρα βοσκομενάων,
χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων δουλιχοδείρων,
ὣς Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο
ἀντίος ἀΐξας· τὸν δὲ Ζεὺς ὦσεν ὄπισθε
χειρὶ μάλα μεγάλῃ, ὤτρυνε δὲ λαὸν ἅμ᾽ αὐτῷ. 695
Αὖτις δὲ δριμεῖα μάχη παρὰ νηυσὶν ἐτύχθη·
φαίης κ᾽ ἀκμῆτας καὶ ἀτειρέας ἀλλήλοισιν
ἄντεσθ᾽ ἐν πολέμῳ, ὡς ἐσσυμένως ἐμάχοντο.
τοῖσι δὲ μαρναμένοισιν ὅδ᾽ ἦν νόος· ἤτοι Ἀχαιοὶ
οὐκ ἔφασαν φεύξεσθαι ὑπὲκ κακοῦ, ἀλλ᾽ ὀλέεσθαι, 700
Τρωσὶν δ᾽ ἔλπετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἑκάστου
νῆας ἐνιπρήσειν κτενέειν θ᾽ ἥρωας Ἀχαιούς.
οἱ μὲν τὰ φρονέοντες ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν·
Ἕκτωρ δὲ πρύμνης νεὸς ἥψατο ποντοπόροιο,
καλῆς ὠκυάλου, ἣ Πρωτεσίλαον ἔνεικεν 705
ἐς Τροίην, οὐδ᾽ αὖτις ἀπήγαγε πατρίδα γαῖαν.
τοῦ περ δὴ περὶ νηὸς Ἀχαιοί τε Τρῶές τε
δῄουν ἀλλήλους αὐτοσχεδόν· οὐδ᾽ ἄρα τοί γε
τόξων ἀϊκὰς ἀμφὶς μένον οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἀκόντων,
ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ἐγγύθεν ἱστάμενοι, ἕνα θυμὸν ἔχοντες, 710
ὀξέσι δὴ πελέκεσσι καὶ ἀξίνῃσι μάχοντο
καὶ ξίφεσιν μεγάλοισι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι.
πολλὰ δὲ φάσγανα καλὰ μελάνδετα κωπήεντα
ἄλλα μὲν ἐκ χειρῶν χαμάδις πέσον, ἄλλα δ᾽ ἀπ᾽ ὤμων
ἀνδρῶν μαρναμένων· ῥέε δ᾽ αἵματι γαῖα μέλαινα. 715
Ἕκτωρ δὲ πρύμνηθεν ἐπεὶ λάβεν οὐχὶ μεθίει,
ἄφλαστον μετὰ χερσὶν ἔχων, Τρωσὶν δὲ κέλευεν·
«οἴσετε πῦρ, ἅμα δ᾽ αὐτοὶ ἀολλέες ὄρνυτ᾽ ἀϋτήν·
νῦν ἡμῖν πάντων Ζεὺς ἄξιον ἦμαρ ἔδωκε,
νῆας ἑλεῖν, αἳ δεῦρο θεῶν ἀέκητι μολοῦσαι 720
ἡμῖν πήματα πολλὰ θέσαν, κακότητι γερόντων,
οἵ μ᾽ ἐθέλοντα μάχεσθαι ἐπὶ πρύμνῃσι νέεσσιν
αὐτόν τ᾽ ἰσχανάασκον ἐρητύοντό τε λαόν·
ἀλλ᾽ εἰ δή ῥα τότε βλάπτε φρένας εὐρύοπα Ζεὺς
ἡμετέρας, νῦν αὐτὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει.» 725
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα μᾶλλον ἐπ᾽ Ἀργείοισιν ὄρουσαν.
Αἴας δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔμιμνε· βιάζετο γὰρ βελέεσσιν·
ἀλλ᾽ ἀνεχάζετο τυτθόν, ὀϊόμενος θανέεσθαι,
θρῆνυν ἐφ᾽ ἑπταπόδην, λίπε δ᾽ ἴκρια νηὸς ἐΐσης.
ἔνθ᾽ ἄρ᾽ ὅ γ᾽ ἑστήκει δεδοκημένος, ἔγχεϊ δ᾽ αἰεὶ 730
Τρῶας ἄμυνε νεῶν, ὅς τις φέροι ἀκάματον πῦρ·
αἰεὶ δὲ σμερδνὸν βοόων Δαναοῖσι κέλευε·
«ὦ φίλοι ἥρωες Δαναοί, θεράποντες Ἄρηος,
ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς.
ἠέ τινάς φαμεν εἶναι ἀοσσητῆρας ὀπίσσω, 735
ἦέ τι τεῖχος ἄρειον, ὅ κ᾽ ἀνδράσι λοιγὸν ἀμύναι;
οὐ μέν τι σχεδόν ἐστι πόλις πύργοις ἀραρυῖα,
ᾗ κ᾽ ἀπαμυναίμεσθ᾽ ἑτεραλκέα δῆμον ἔχοντες·
ἀλλ᾽ ἐν γὰρ Τρώων πεδίῳ πύκα θωρηκτάων
πόντῳ κεκλιμένοι ἑκὰς ἥμεθα πατρίδος αἴης· 740
τῶ ἐν χερσὶ φόως, οὐ μειλιχίῃ πολέμοιο.»
Ἦ, καὶ μαιμώων ἔφεπ᾽ ἔγχεϊ ὀξυόεντι.
ὅς τις δὲ Τρώων κοίλῃς ἐπὶ νηυσὶ φέροιτο
σὺν πυρὶ κηλείῳ, χάριν Ἕκτορος ὀτρύναντος,
τὸν δ᾽ Αἴας οὔτασκε δεδεγμένος ἔγχεϊ μακρῷ· 745
δώδεκα δὲ προπάροιθε νεῶν αὐτοσχεδὸν οὖτα.