Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 673-722
Έτσι κει πέρα ετούτοι εμάχουνταν σα φλόγα λαμπαδούσα,
μα ο μέγας Έχτορας δεν τό ᾽ξερε, κι ουδ᾽ είχε μάθει ακόμα
ζερβά απ᾽ τα πλοία πως του ξεκλήριζαν οι Αργίτες τους δικούς του. 675
(Οι Αργίτες τότε αλήθεια γρήγορα θα κέρδιζαν τη νίκη,
τι ο κοσμοσείστης Κοσμοκράτορας κουράγιο στους Αργίτες
τρανό ειχε δώσει, κι ολοδύναμα τους σύντρεχε κι ατός του.)
Στο τείχος και στις πόρτες έστεκεν, οπού ᾽χε πριν πηδήξει
το σκουταρόφραχτο τσακίζοντας των Αχαιών ασκέρι, 680
του Πρωτεσίλαου κει που βρίσκουνταν και του Αίαντα τα καράβια,
στης ψαριάς θάλασσας το ακρόγιαλο ψηλά σερμένα, κι ήταν
χτισμένο το τειχί από πάνω τους, όχι αψηλό· κει πέρα
με ορμή χιμούσαν τώρα αλάγιαστη κι οι Τρώες και τ᾽ άλογά τους.
Κει πέρα κι Ίωνες μακροχίτωνες και Βοιωτοί βρισκόνταν 685
και Φθιώτες κι Επειοί περίλαμπροι, Λοκροί μαζί, και μόχτουν
να τον κρατήσουν, όπως χύνουνταν στα πλοία τους· μα δεν μπόρουν
τον Έχτορα που φλογομάνιζε να διώξουν από μπρος τους.
Και διαλεχτοί Αθηναίοι προμάχουνταν εκεί, κι ο Μενεσθέας,
ο γιος του Πετεού, ρηγάδευε μαζί με το Στιχίο, 690
το Φείδα και το Βία τον άτρομο. Στους Επειούς ο Μέγης,
γιος του Φυλέα, προλάτης έστεκε, κι ο Αμφίονας κι ο Δρακίος.
Στους Φθιώτες πάλε ομπρός ο Μέδοντας κι ο αντρόκαρδος Ποδάρκης·
κι ήταν ο Μέδοντας κλεφτόγεννος υγιός του θείου του Οιλέα
κι αδέρφι του Αίαντα, κι όμως άφησε τη γη την πατρική του 695
και ζούσε στη Φυλάκη, τι έτυχε νά ᾽χει σκοτώσει κάποιον
δικό της μητρυγιάς του Εριώπιδας, πού ᾽χεν ο Οιλέας γυναίκα.
Κι ο άλλος του Ιφίκλου γιος ακούγονταν κι αγγόνι του Φυλάκου.
Τούτοι μπροστά από τους αντρόκαρδους τους Φθιώτες τα καράβια
με τους Βοιωτούς μαζί διαφέντευαν με τ᾽ άρματα στο χέρι. 700
Ο Αίας ωστόσο, ο γιος ο γρήγορος του Οιλέα, μακριά καθόλου
από τον Αίαντα δεν ξαλάργευε, το γιο του Τελαμώνα.
Πώς στέριο αλέτρι σε πρωτόργωτο χωράφι αδερφωμένα
ζευγάρι βόδια κρασοκόκκινα τραβούνε, κι ο ίδρωτάς τους
γύρω βαθιά στα ριζοκέρατα περίσσιος αναβρύζει, 705
και μόνο ο γυαλιστός ανάμεσα ζυγός τα διαχωρίζει,
στο αυλάκι όπως τραβούν, και σκίζεται το χώμα ομπρός στ᾽ αλέτρι·
όμοια σμιχτά και τούτοι εστέκουνταν ο ένας στον άλλο δίπλα.
Το γιο του Τελαμώνα σύντροφοι πολλοί και ψυχωμένοι
ωστόσο ακλούθουν· κι ανεβάσταζαν το μέγα του σκουτάρι, 710
κάθε που ο ιδρώτας πια κι ο κάματος στα γόνατά του εφτάναν.
Όμως το γιο του Οιλέα τον άτρομο τα λοκρικά φουσάτα
δεν ακλουθούσαν· δε θαρρεύουνταν να πολεμούν σιμάθε·
δεν είχαν τούτοι κράνη χάλκινα με φούντες αλογίσιες,
κι ουδ᾽ είχαν και κοντάρια φράξινα και στρογγυλά σκουτάρια, 715
μόν᾽ στα δοξάρια και στις κόρδες τους, με αρνόμαλλο στριμμένες
είχαν τα θάρρη τους κι ακλούθηξαν μαζί στην Τροία και τούτοι,
κι όλο μ᾽ αυτά χτυπούσαν κι έσπαζαν τις φάλαγγες των Τρώων.
Έτσι άλλοι ομπρός, ντυμένοι στ᾽ άρματα τα πλουμιστά, παλεύαν
τους Τρώες χτυπώντας και τον Έχτορα το χαλκαρματωμένο 720
κι άλλοι με τόξα πίσω αθώρητοι· κι οι Τρώες την αντριγιά τους
ξεχνούσαν πια, γιατί τους ρήμαζαν οι σαγιτιές ολούθε.
Ὣς οἱ μὲν μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο·
Ἕκτωρ δ᾽ οὐκ ἐπέπυστο Διῒ φίλος, οὐδέ τι ᾔδη
ὅττι ῥά οἱ νηῶν ἐπ᾽ ἀριστερὰ δηϊόωντο 675
λαοὶ ὑπ᾽ Ἀργείων. τάχα δ᾽ ἂν καὶ κῦδος Ἀχαιῶν
ἔπλετο· τοῖος γὰρ γαιήοχος ἐννοσίγαιος
ὄτρυν᾽ Ἀργείους, πρὸς δὲ σθένει αὐτὸς ἄμυνεν·
ἀλλ᾽ ἔχεν ᾗ τὰ πρῶτα πύλας καὶ τεῖχος ἐσᾶλτο,
ῥηξάμενος Δαναῶν πυκινὰς στίχας ἀσπιστάων, 680
ἔνθ᾽ ἔσαν Αἴαντός τε νέες καὶ Πρωτεσιλάου
θῖν᾽ ἔφ᾽ ἁλὸς πολιῆς εἰρυμέναι· αὐτὰρ ὕπερθε
τεῖχος ἐδέδμητο χθαμαλώτατον, ἔνθα μάλιστα
ζαχρηεῖς γίγνοντο μάχῃ αὐτοί τε καὶ ἵπποι.
Ἔνθα δὲ Βοιωτοὶ καὶ Ἰάονες ἑλκεχίτωνες, 685
Λοκροὶ καὶ Φθῖοι καὶ φαιδιμόεντες Ἐπειοί,
σπουδῇ ἐπαΐσσοντα νεῶν ἔχον, οὐδὲ δύναντο
ὦσαι ἀπὸ σφείων φλογὶ εἴκελον Ἕκτορα δῖον,
οἱ μὲν Ἀθηναίων προλελεγμένοι· ἐν δ᾽ ἄρα τοῖσιν
ἦρχ᾽ υἱὸς Πετεῶο Μενεσθεύς, οἱ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο 690
Φείδας τε Στιχίος τε Βίας τ᾽ ἐΰς· αὐτὰρ Ἐπειῶν
Φυλεΐδης τε Μέγης Ἀμφίων τε Δρακίος τε,
πρὸ Φθίων δὲ Μέδων τε μενεπτόλεμός τε Ποδάρκης.
ἤτοι ὁ μὲν νόθος υἱὸς Ὀϊλῆος θείοιο
ἔσκε Μέδων, Αἴαντος ἀδελφεός· αὐτὰρ ἔναιεν 695
ἐν Φυλάκῃ, γαίης ἄπο πατρίδος, ἄνδρα κατακτάς,
γνωτὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος, ἣν ἔχ᾽ Ὀϊλεύς·
αὐτὰρ ὁ Ἰφίκλοιο πάϊς τοῦ Φυλακίδαο.
οἱ μὲν πρὸ Φθίων μεγαθύμων θωρηχθέντες
ναῦφιν ἀμυνόμενοι μετὰ Βοιωτῶν ἐμάχοντο· 700
Αἴας δ᾽ οὐκέτι πάμπαν, Ὀϊλῆος ταχὺς υἱός,
ἵστατ᾽ ἀπ᾽ Αἴαντος Τελαμωνίου οὐδ᾽ ἠβαιόν,
ἀλλ᾽ ὥς τ᾽ ἐν νειῷ βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον
ἶσον θυμὸν ἔχοντε τιταίνετον· ἀμφὶ δ᾽ ἄρα σφι
πρυμνοῖσιν κεράεσσι πολὺς ἀνακηκίει ἱδρώς· 705
τὼ μέν τε ζυγὸν οἶον ἐΰξοον ἀμφὶς ἐέργει
ἱεμένω κατὰ ὦλκα· τέμει δέ τε τέλσον ἀρούρης·
ὣς τὼ παρβεβαῶτε μάλ᾽ ἕστασαν ἀλλήλοιιν.
ἀλλ᾽ ἤτοι Τελαμωνιάδῃ πολλοί τε καὶ ἐσθλοὶ
λαοὶ ἕπονθ᾽ ἕταροι, οἵ οἱ σάκος ἐξεδέχοντο, 710
ὁππότε μιν κάματός τε καὶ ἱδρὼς γούναθ᾽ ἵκοιτο.
οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ὀϊλιάδῃ μεγαλήτορι Λοκροὶ ἕποντο·
οὐ γάρ σφι σταδίῃ ὑσμίνῃ μίμνε φίλον κῆρ·
οὐ γὰρ ἔχον κόρυθας χαλκήρεας ἱπποδασείας,
οὐδ᾽ ἔχον ἀσπίδας εὐκύκλους καὶ μείλινα δοῦρα, 715
ἀλλ᾽ ἄρα τόξοισιν καὶ ἐϋστρεφεῖ οἶος ἀώτῳ
Ἴλιον εἰς ἅμ᾽ ἕποντο πεποιθότες, οἷσιν ἔπειτα
ταρφέα βάλλοντες Τρώων ῥήγνυντο φάλαγγας·
δή ῥα τόθ᾽ οἱ μὲν πρόσθε σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισι
μάρναντο Τρωσίν τε καὶ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ, 720
οἱ δ᾽ ὄπιθεν βάλλοντες ἐλάνθανον· οὐδέ τι χάρμης
Τρῶες μιμνήσκοντο· συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοί.