Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 11 στ. 655-724
Κι απηλογιά ο γερήνιος Νέστορας του δίνει ο αλογολάτης: 655
«Ποιός λόγος ο Αχιλλέας να μύρεται για τους Αργίτες τώρα,
που απ᾽ τις ριξιές μαθές λαβώθηκαν; Κι ουδέ το βάζει ο νους του
σαν πόσο το στρατό μας πλάκωσε κακό· τι οι πιο αντρειωμένοι
από κοντά ή μακριά χτυπήθηκαν και στ᾽ άρμενα πλαγιάζουν.
Από σαϊτιά ο Διομήδης, ο άτρομος γιος του Τυδέα, λαβώθη, 660
από κοντάρι κι ο Αγαμέμνονας κι ο γαύρος Οδυσσέας,
από σαγίτα ακόμα ο Ευρύπυλος πα στο δεξιό μερί του.
Ώρα πολλή δεν είναι πού᾽ φερα κι αυτόν εδώ απ᾽ τη μάχη,
που δοξαριού σαγίτα εχτύπησε. Μόνο ο Αχιλλέας καθόλου
δε μας πονάει και δε μας γνοιάζεται, με όσην αντρειά κι αν έχει. 665
Γιά καρτεράει κοντά στη θάλασσα τα γρήγορα άρμενά μας,
όσο με πείσμα κι αν παλεύουμε, να κάψει η φάουσα φλόγα,
κι εμάς αράδα να μας σφάξουνε; τι πια μαθές δεν έχω
τη δύναμη που ανθούσε κάποτε στο λυγερό κορμί μου.
Νιος νά ᾽μουν, θε μου, κι αξεθύμαστη την πρώτη ορμή μου νά ᾽χα, 670
σαν τότε που τα βόδια αρπάξαμε και πιάστηκαν μαζί μας
οι Ηλείοι, τη μέρα εγώ που σκότωσα το γαύρο Ιτυμονέα,
το γιο του Υπείροχου, στην Ήλιδα που ζούσε, κι ως επήγα
κούρσα να πάρω γι᾽ αντιπλέρωμα, τον πέτυχα απ᾽ τους πρώτους
με κονταριά, καθώς διαφέντευε τα βόδια του μπροστά μου. 675
Κι έπεσε χάμω, κι όλο εσκόρπισε το ασκέρι του, οι ξωτάροι.
Κι από τον κάμπο βιος αρίφνητο μαζώξαμε δικό τους·
πενήντα βουκολιά τούς πήραμε και γιδαριά πενήντα,
πενήντα αρπάξαμε αρνοκόπαδα και τόσα χοιροστάσια,
και τρεις φορές πενήντα αλόγατα ξανθοτριχάτα ακόμα, 680
φοράδες όλες τους, κι οι πιότερες βυζαίναν και πουλάρια.
Κι όλα τα κούρσα αυτά τα φέραμε μες στου Νηλέα την Πύλο,
τη νύχτα, στο καστρί· και χάρηκε στα φρένα του ο Νηλέας,
που πήγα τόσο νιος στον πόλεμο και τόσα κούρσα επήρα.
Και μόλις έφεξε, τελάλιζαν οι κράχτες, όσοι ξέρουν 685
πως τους χρωστούν στην άγιαν Ήλιδα, να συναχτούν· κι οι πρώτοι
της Πύλος όλοι τους μαζώχτηκαν, τη μοιρασιά να κάνουν.
Και σε πολλούς οι Ηλείοι χρωστούσανε, γιατί στα χρόνια εκείνα
στην Πύλο μέσα λίγοι εμέναμε κι εκείνοι ρημαγμένοι·
τι είχε ο Ηρακλής ο τρανοδύναμος ερθεί να μας ρημάξει, 690
σε πιο παλιούς καιρούς, και σκότωσε τους πιο αντρειανούς μας όλους.
Δώδεκα γιούς ειχε ο αψεγάδιαστος Νηλέας αναστημένα,
κι απ᾽ όλους μόνο εγώ του απόμενα, χαθήκαν οι άλλοι· κι έτσι
οι Ηλείοι πολύ το πήραν πάνω τους οι χαλκοθωρακάτοι,
κι αρχίσαν να μας φέρνουνται άσκημα, τι δε μας λογαριάζαν. 695
Και τότε ο γέροντας ξεδιάλεξε, δικά του να κρατήσει,
τρακόσια αρνιά και βόδια, παίρνοντας μαζί και τους τσοπάνους·
τι ήταν τρανό στην άγιαν Ήλιδα το χρέος που του χρωστούσαν,
στεφανοφόρα τέσσερα άλογα και δυο από πάνω αμάξια,
που τά ᾽χε στείλει εκεί να τρέξουνε, να πάρουν το τριπόδι. 700
Μα ο βασιλιάς Αυγείας τα κράτησε δικά του, και μονάχα
να γείρει ο αμαξολάτης πρόσταξε, θλιμμένος, δίχως άτια.
Γι᾽ αυτά τα λόγια κι έργα ο γέροντας χολιώντας ξεδιαλέγει
και παίρνει τότε κούρσα αρίφνητα, και τ᾽ άλλα τα μοιράζει
στον κόσμο, κι όλοι εφύγαν έχοντας το πού ᾽πρεπε ο καθένας. 705
Κι εκεί που εμείς γι᾽ αυτά γνοιαζόμασταν, κι ολόγυρα στο κάστρο
σφάζαμε βόδια στους αθάνατους, στην τρίτη μέρα απάνω,
πλακώνουν και μονόνυχα άλογα κι αμέτρητη πεζούρα.
Μαζί κι οι δυο Μολίονες βρίσκουνταν αρματωμένοι, κι ήταν
άγουροι ακόμα, που από πόλεμο πολλά μαθές δεν ξέραν. 710
Είναι μια πόλη Θρύο, πυλιώτικη, σε ολόρθη ράχη απάνω,
στον Αλφειό κοντά, παράμερα, πολύ μακριά απ᾽ την Πύλο·
αυτήν να ζώσουν τότε εγύρευαν, να την κατακουρσέψουν.
Μα σύντας πια τον κάμπο εδιάβηκαν, φτάνει η Αθηνά τρεχάτη
μέσα στη νύχτα από τον Όλυμπο σε μας και παραγγέλνει 715
ν᾽ αρματωθούμε, κι ολοπρόθυμους στην Πύλο μάς μαζώνει,
τι θέλαμε και μεις τον πόλεμο. Μα εγώ να βγώ στη μάχη
ο κύρης μου ο Νηλέας δεν άφηνε, και μού ᾽κρυψε και τ᾽ άτια,
τι τάχα ημουν ακόμα ακάτεχος στην τέχνη του πολέμου.
Μα κι έτσι εγώ, πεζός κι αν έμεινα, τους άλλους πα στ᾽ αμάξια 720
σ᾽ αντρειά ξεπέρασα, τι αφέντευε τον πόλεμο η Παλλάδα.
Είναι ένας ποταμός που χύνεται στη θάλασσα, ο Μινύος,
πλάι στην Αρήνη· εκεί προσμέναμε με τ᾽ άλογα οι Πυλιώτες
την άγια αυγή· κι ερχόταν πίσω μας σμάρι πυκνό η πεζούρα.
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ· 655
«τίπτε τ᾽ ἄρ᾽ ὧδ᾽ Ἀχιλεὺς ὀλοφύρεται υἷας Ἀχαιῶν,
ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται; οὐδέ τι οἶδε
πένθεος, ὅσσον ὄρωρε κατὰ στρατόν· οἱ γὰρ ἄριστοι
ἐν νηυσὶν κέαται βεβλημένοι οὐτάμενοί τε.
βέβληται μὲν ὁ Τυδεΐδης κρατερὸς Διομήδης, 660
οὔτασται δ᾽ Ὀδυσεὺς δουρικλυτὸς ἠδ᾽ Ἀγαμέμνων·
βέβληται δὲ καὶ Εὐρύπυλος κατὰ μηρὸν ὀϊστῷ·
τοῦτον δ᾽ ἄλλον ἐγὼ νέον ἤγαγον ἐκ πολέμοιο
ἰῷ ἀπὸ νευρῆς βεβλημένον. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
ἐσθλὸς ἐὼν Δαναῶν οὐ κήδεται οὐδ᾽ ἐλεαίρει. 665
ἦ μένει εἰς ὅ κε δὴ νῆες θοαὶ ἄγχι θαλάσσης
Ἀργείων ἀέκητι πυρὸς δηΐοιο θέρωνται,
αὐτοί τε κτεινώμεθ᾽ ἐπισχερώ; — οὐ γὰρ ἐμὴ ἲς
ἔσθ᾽ οἵη πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν.
εἴθ᾽ ὣς ἡβώοιμι βίη δέ μοι ἔμπεδος εἴη, 670
ὡς ὁπότ᾽ Ἠλείοισι καὶ ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη
ἀμφὶ βοηλασίῃ, ὅτ᾽ ἐγὼ κτάνον Ἰτυμονῆα,
ἐσθλὸν Ὑπειροχίδην, ὃς ἐν Ἤλιδι ναιετάασκε,
ῥύσι᾽ ἐλαυνόμενος· ὁ δ᾽ ἀμύνων ᾗσι βόεσσιν
ἔβλητ᾽ ἐν πρώτοισιν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς ἄκοντι, 675
κὰδ δ᾽ ἔπεσεν, λαοὶ δὲ περίτρεσαν ἀγροιῶται.
ληΐδα δ᾽ ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν,
πεντήκοντα βοῶν ἀγέλας, τόσα πώεα οἰῶν,
τόσσα συῶν συβόσια, τόσ᾽ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν,
ἵππους δὲ ξανθὰς ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα, 680
πάσας θηλείας, πολλῇσι δὲ πῶλοι ὑπῆσαν.
καὶ τὰ μὲν ἠλασάμεσθα Πύλον Νηλήϊον εἴσω
ἐννύχιοι προτὶ ἄστυ· γεγήθει δὲ φρένα Νηλεύς,
οὕνεκά μοι τύχε πολλὰ νέῳ πόλεμόνδε κιόντι.
κήρυκες δὲ λίγαινον ἅμ᾽ ἠοῖ φαινομένηφι 685
τοὺς ἴμεν οἷσι χρεῖος ὀφείλετ᾽ ἐν Ἤλιδι δίῃ·
οἱ δὲ συναγρόμενοι Πυλίων ἡγήτορες ἄνδρες
δαίτρευον· πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον,
ὡς ἡμεῖς παῦροι κεκακωμένοι ἐν Πύλῳ ἦμεν·
ἐλθὼν γάρ ῥ᾽ ἐκάκωσε βίη Ἡρακληείη 690
τῶν προτέρων ἐτέων, κατὰ δ᾽ ἔκταθεν ὅσσοι ἄριστοι·
δώδεκα γὰρ Νηλῆος ἀμύμονος υἱέες ἦμεν·
τῶν οἶος λιπόμην, οἱ δ᾽ ἄλλοι πάντες ὄλοντο.
ταῦθ᾽ ὑπερηφανέοντες Ἐπειοὶ χαλκοχίτωνες,
ἡμέας ὑβρίζοντες, ἀτάσθαλα μηχανόωντο. 695
ἐκ δ᾽ ὁ γέρων ἀγέλην τε βοῶν καὶ πῶϋ μέγ᾽ οἰῶν
εἵλετο, κρινάμενος τριηκόσι᾽ ἠδὲ νομῆας.
καὶ γὰρ τῷ χρεῖος μέγ᾽ ὀφείλετ᾽ ἐν Ἤλιδι δίῃ,
τέσσαρες ἀθλοφόροι ἵπποι αὐτοῖσιν ὄχεσφιν,
ἐλθόντες μετ᾽ ἄεθλα· περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον 700
θεύσεσθαι· τοὺς δ᾽ αὖθι ἄναξ ἀνδρῶν Αὐγείας
κάσχεθε, τὸν δ᾽ ἐλατῆρ᾽ ἀφίει ἀκαχήμενον ἵππων.
τῶν ὁ γέρων ἐπέων κεχολωμένος ἠδὲ καὶ ἔργων
ἐξέλετ᾽ ἄσπετα πολλά· τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἐς δῆμον ἔδωκε
δαιτρεύειν, μή τίς οἱ ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης. 705
ἡμεῖς μὲν τὰ ἕκαστα διείπομεν, ἀμφί τε ἄστυ
ἕρδομεν ἱρὰ θεοῖς· οἱ δὲ τρίτῳ ἤματι πάντες
ἦλθον ὁμῶς αὐτοί τε πολεῖς καὶ μώνυχες ἵπποι
πανσυδίῃ· μετὰ δέ σφι Μολίονε θωρήσσοντο
παῖδ᾽ ἔτ᾽ ἐόντ᾽, οὔ πω μάλα εἰδότε θούριδος ἀλκῆς. 710
ἔστι δέ τις Θρυόεσσα πόλις, αἰπεῖα κολώνη,
τηλοῦ ἐπ᾽ Ἀλφειῷ, νεάτη Πύλου ἠμαθόεντος·
τὴν ἀμφεστρατόωντο διαρραῖσαι μεμαῶτες.
ἀλλ᾽ ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον, ἄμμι δ᾽ Ἀθήνη
ἄγγελος ἦλθε θέουσ᾽ ἀπ᾽ Ὀλύμπου θωρήσσεσθαι 715
ἔννυχος, οὐδ᾽ ἀέκοντα Πύλον κάτα λαὸν ἄγειρεν,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἐσσυμένους πολεμίζειν. οὐδέ με Νηλεὺς
εἴα θωρήσσεσθαι, ἀπέκρυψεν δέ μοι ἵππους·
οὐ γάρ πώ τί μ᾽ ἔφη ἴδμεν πολεμήϊα ἔργα.
ἀλλὰ καὶ ὧς ἱππεῦσι μετέπρεπον ἡμετέροισι 720
καὶ πεζός περ ἐών, ἐπεὶ ὧς ἄγε νεῖκος Ἀθήνη.
ἔστι δέ τις ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων
ἐγγύθεν Ἀρήνης, ὅθι μείναμεν Ἠῶ δῖαν
ἱππῆες Πυλίων, τὰ δ᾽ ἐπέρρεον ἔθνεα πεζῶν.