Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 1 στ. 544-611
Κι απηλογήθη των αθάνατων και των θνητών ο κύρης:
«Ήρα, το κάθε που στοχάζομαι καθόλου μην τ᾽ ολπίζεις 545
να σου το φανερώνω· δύσκολο, γυναίκα μου κι ας είσαι.
Αλήθεια, ό,τι είναι που δε θά ᾽βλαφτε να μαθευτεί, κανένας
πριν από σένα, μήτε αθάνατος μήτε θνητός, θα μάθει.
Μα αυτό που χώρια απ᾽ τους αθάνατους στο νου μου εγώ θα βάλω,
μη θες να το ρωτάς ανώφελα και μην ψιλοσκαλίζεις.» 550
Και τότε η σεβαστή τού απάντησε βοϊδόματη Ήρα κι είπε:
«Υγιέ του Κρόνου τρομερότατε, τί λόγια αυτά που κρένεις;
Ποτέ να σε ρωτώ δε θέλησα και να ψιλοσκαλίζω,
μόν᾽ ό,τι θες μπορείς ανέγνοιαστα να στοχαστείς μονάχος.
Μα τώρα τρέμω μες στα σπλάχνα μου, μη σ᾽ έχει καταφέρει 555
η Θέτη, η κόρη η χιοναστράγαλη του θαλασσογερόντου·
τι σύναυγα κοντά σου εκάθισε και σού ᾽πιασε τα γόνα,
κι αλήθεια εσύ θαρρώ της έταξες στον Αχιλλέα να δώσεις
τιμή, κι Αργίτες γύρω στ᾽ άρμενα περίσσιους ν᾽ αφανίσεις.»
Και τότε ο Δίας τής αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης: 560
«Δαιμονισμένη! Πάντα το κακό στο νου σου! Δε γλιτώνω!
Όμως χαμένοι πάνε οι κόποι σου, και μόνο απ᾽ την καρδιά μου
μακραίνεις. Τόσο το χειρότερο για σένα, λέω. Κι αν έτσι
μαθές ως τά ᾽πες τούτα εγίνηκαν, έτσι μου αρέσει εμένα!
Μόν᾽ κάθου κι άκουε κάθε λόγο μου, και μη μου βγάζεις άχνα, 565
μην έρθω αυτού και ρίξω απάνω σου τ᾽ ανίκητά μου χέρια,
και τότε πια δε θα σε γλίτωναν όλοι οι θεοί του Ολύμπου.»
Έτσι είπε, κι η σεβάσμια δείλιασε βοϊδόματη Ήρα ομπρός του,
και κόμπο την καρδιά της δένοντας δίχως μιλιά εκαθόταν
μα κι οι άλλοι αθάνατοι επικράθηκαν στου Δία το αρχονταρίκι. 570
Τότε ο λαμπρός τεχνίτης Ήφαιστος πήρε να λέει μπροστά τους,
για να γλυκάνει τη μητέρα του, την κρουσταλλόχερη Ήρα:
«Ωχού μπελάδες που μας πλάκωσαν αβάσταχτοι, αν οι δυο σας
για τους θνητούς εδώ συχύζεστε, κι αμάχες και φοβέρες
μες στους αθάνατους ασκώνετε, και μήτε θα χαρούμε 575
γλυκό ψωμί, τι αλήθεια δαίμονας κακός μάς δυναστεύει.
Μια γνώμη θά ᾽δινα στη μάνα μου, κι ας το νογάει κι ατή της:
το Δία τον κύρη να καλόπιανε, να μην αρχίσει πάλε
μαλώματα και το τραπέζι μας κάμει άνω κάτω, ως τρώμε·
τι αν θέλει του Όλυμπου ο αστραπόχαρος αφέντης απ᾽ τους θρόνους 580
να μας πετάξει... τι στη δύναμη πολύ τρανότερός μας.
Μόν᾽ έλα τώρα εσύ, καλόπιασ᾽ τον και γλυκομίλησέ του,
και τότε ευτύς ο αφέντης του Όλυμπου θά ᾽ναι καλός μαζί μας.»
Έτσι είπε, και πηδώντας έβαλε στης ακριβής του μάνας
τα χέρια κούπα διπλογούβωτη, κι αυτά τής λέει τα λόγια: 585
«Υπομονέψου τώρα, μάνα μου, βάστα, κι ας έχεις πίκρα,
μη λάχει και σε ιδώ να δέρνεσαι και δεν μπορέσω χέρι
να δώσω, μ᾽ όλη την αγάπη μου, κι ας σε πονά η καρδιά μου·
τι αλί σε κείνον που με του Όλυμπου το ρήγα θα τα βάλει!
Κι άλλη φορά, που νά ᾽ρθω θέλησα βοηθός σου, από το πόδι 590
μ᾽ έπιασε αυτός κι από το αθάνατο με πέταξε κατώφλι·
όλη τη μέρα, ως το βασίλεμα του γήλιου, εγκρεμιζόμουν,
ώσπου στη Λήμνο πια σωριάστηκα με την ψυχή στο στόμα,
κι ευτύς, ως έπεσα, με πήρανε να με γνοιαστούν οι Σίντες.»
Έτσι είπε, κι η θεά αχνογέλασεν, η κρουσταλλόχερη Ήρα, 595
κι αχνογελώντας μες στα χέρια της πήρε απ᾽ το γιο την κούπα.
Κι αυτός απ᾽ το κροντήρι ανάσερνε και μοίραζε στους άλλους
―δεξιά μεριά― θεούς αθάνατο γλυκό κρασί να πιούνε.
Κι άσβηστο γέλιο τότε ασκώθηκε μες στους μακαρισμένους,
λαχανιαστό να ιδούν τον Ήφαιστο τα πόδια του να σέρνει. 600
Τότε έτσι εκείνοι, ώσπου εβασίλεψεν ο γήλιος, όλη μέρα
ετρώγαν, κι είχεν, ως εταίριαζε, καθείς το μερτικό του·
μήτε η γλυκιά κιθάρα απόλειπε στου Απόλλωνα τα χέρια,
μήτε κι οι Μούσες, που γλυκόφωνα με τη σειρά ετραγούδουν.
Και σύντας του ήλιου πια βασίλεψε το φως το αχτιδοβόλο, 605
καθένας στο δικό του ετράβηξε το αρχοντικό να γείρει,
κει πού ᾽χε χτίσει στον καθένα τους παλάτι ο κουτσοπόδης,
ο ξακουστός τεχνίτης Ήφαιστος, με τη σοφή του τέχνη.
Κι ο Δίας ο ολύμπιος, ο αστραπόχαρος, στην κλίνη του τραβούσε,
εκεί που ως τώρα πάντα, ως τού ᾽ρχονταν ύπνος γλυκός, κοιμόταν· 610
κει πάνω ανέβη, κι η χρυσόθρονη σιμά του επλάγιαζε Ήρα.
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
«Ἥρη, μὴ δὴ πάντας ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους 545
εἰδήσειν· χαλεποί τοι ἔσοντ᾽ ἀλόχῳ περ ἐούσῃ·
ἀλλ᾽ ὃν μέν κ᾽ ἐπιεικὲς ἀκουέμεν, οὔ τις ἔπειτα
οὔτε θεῶν πρότερος τόν γ᾽ εἴσεται οὔτ᾽ ἀνθρώπων·
ὃν δέ κ᾽ ἐγὼν ἀπάνευθε θεῶν ἐθέλωμι νοῆσαι,
μή τι σὺ ταῦτα ἕκαστα διείρεο μηδὲ μετάλλα.» 550
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη·
«αἰνότατε Κρονίδη, ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες;
καὶ λίην σε πάρος γ᾽ οὔτ᾽ εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ,
ἀλλὰ μάλ᾽ εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσα θέλῃσθα.
νῦν δ᾽ αἰνῶς δείδοικα κατὰ φρένα μή σε παρείπῃ 555
ἀργυρόπεζα Θέτις θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος·
ἠερίη γὰρ σοί γε παρέζετο καὶ λάβε γούνων·
τῇ σ᾽ ὀΐω κατανεῦσαι ἐτήτυμον ὡς Ἀχιλῆα
τιμήσῃς, ὀλέσῃς δὲ πολέας ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς· 560
«δαιμονίη, αἰεὶ μὲν ὀΐεαι, οὐδέ σε λήθω·
πρῆξαι δ᾽ ἔμπης οὔ τι δυνήσεαι, ἀλλ᾽ ἀπὸ θυμοῦ
μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι· τὸ δέ τοι καὶ ῥίγιον ἔσται.
εἰ δ᾽ οὕτω τοῦτ᾽ ἐστίν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι·
ἀλλ᾽ ἀκέουσα κάθησο, ἐμῷ δ᾽ ἐπιπείθεο μύθῳ, 565
μή νύ τοι οὐ χραίσμωσιν ὅσοι θεοί εἰσ᾽ ἐν Ὀλύμπῳ
ἆσσον ἰόνθ᾽, ὅτε κέν τοι ἀάπτους χεῖρας ἐφείω.»
Ὣς ἔφατ᾽, ἔδεισεν δὲ βοῶπις πότνια Ἥρη,
καί ῥ᾽ ἀκέουσα καθῆστο, ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ·
ὄχθησαν δ᾽ ἀνὰ δῶμα Διὸς θεοὶ Οὐρανίωνες· 570
τοῖσιν δ᾽ Ἥφαιστος κλυτοτέχνης ἦρχ᾽ ἀγορεύειν
μητρὶ φίλῃ ἐπὶ ἦρα φέρων, λευκωλένῳ Ἥρῃ·
«ἦ δὴ λοίγια ἔργα τάδ᾽ ἔσσεται οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἀνεκτά,
εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐριδαίνετον ὧδε,
ἐν δὲ θεοῖσι κολῳὸν ἐλαύνετον· οὐδέ τι δαιτὸς 575
ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ.
μητρὶ δ᾽ ἐγὼ παράφημι, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ,
πατρὶ φίλῳ ἐπὶ ἦρα φέρειν Διί, ὄφρα μὴ αὖτε
νεικείῃσι πατήρ, σὺν δ᾽ ἡμῖν δαῖτα ταράξῃ.
εἴ περ γάρ κ᾽ ἐθέλῃσιν Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς 580
ἐξ ἑδέων στυφελίξαι· ὁ γὰρ πολὺ φέρτατός ἐστιν.
ἀλλὰ σὺ τόν γ᾽ ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσιν·
αὐτίκ᾽ ἔπειθ᾽ ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, καὶ ἀναΐξας δέπας ἀμφικύπελλον
μητρὶ φίλῃ ἐν χειρὶ τίθει, καί μιν προσέειπε· 585
«τέτλαθι, μῆτερ ἐμή, καὶ ἀνάσχεο κηδομένη περ,
μή σε φίλην περ ἐοῦσαν ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἴδωμαι
θεινομένην, τότε δ᾽ οὔ τι δυνήσομαι ἀχνύμενός περ
χραισμεῖν· ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι·
ἤδη γάρ με καὶ ἄλλοτ᾽ ἀλεξέμεναι μεμαῶτα 590
ῥῖψε ποδὸς τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο,
πᾶν δ᾽ ἦμαρ φερόμην, ἅμα δ᾽ ἠελίῳ καταδύντι
κάππεσον ἐν Λήμνῳ, ὀλίγος δ᾽ ἔτι θυμὸς ἐνῆεν·
ἔνθα με Σίντιες ἄνδρες ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα.»
Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ θεὰ λευκώλενος Ἥρη, 595
μειδήσασα δὲ παιδὸς ἐδέξατο χειρὶ κύπελλον·
αὐτὰρ ὁ τοῖς ἄλλοισι θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν
οἰνοχόει γλυκὺ νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων·
ἄσβεστος δ᾽ ἄρ᾽ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσιν,
ὡς ἴδον Ἥφαιστον διὰ δώματα ποιπνύοντα. 600
Ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης,
οὐ μὲν φόρμιγγος περικαλλέος, ἣν ἔχ᾽ Ἀπόλλων,
Μουσάων θ᾽, αἳ ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ.
Αὐτὰρ ἐπεὶ κατέδυ λαμπρὸν φάος ἠελίοιο, 605
οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος,
ἧχι ἑκάστῳ δῶμα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις
Ἥφαιστος ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι·
Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤϊ᾽ Ὀλύμπιος ἀστεροπητής,
ἔνθα πάρος κοιμᾶθ᾽ ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι· 610