Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 9 στ. 550-605
Όσον καιρό λοιπόν ο ατρόμητος Μελέαγρος πολεμούσε, 550
την είχαν οι Κουρήτες άσκημα· κι όσο πολλοί κι αν ήταν,
να μένουν όξω απ᾽ το καστρότειχο καθόλου δε βαστούσαν.
Μα σύντας ο Μελέαγρος θύμωσε (τέτοιος θυμός στα στήθια
κι άλλων συχνά τα φρένα ετάραξε, και μυαλωμένοι ας ήταν),
βαριά με την Αλθαία τη μάνα του την ακριβή χολιώντας 555
στο ταίρι του αποδίπλα επλάγιαζε, την ώρια Κλεοπάτρα.
Της λιγναστράγαλης της Μάρπησσας λογιόταν κόρη ετούτη
και του Ίδα, απ᾽ τους παλιούς που στάθηκε στη γης ο πιο αντρειωμένος,
κι άσκωσε αντίκρυ στον Απόλλωνα το Φοίβο το δοξάρι,
τη λιγναστράγαλη γυναίκα του να διαφεντέψει νύφη. 560
Και τότε ο κύρης κι η μητέρα της η σεβαστή την είπαν
Αλκυόνη, νά ᾽χει και παράνομα, τι η μάνα της θρηνούσε
κι είχε τη μοίρα της βαριόμοιρης της Αλκυόνας λάχει·
τι ο μακροσαϊτευτής Απόλλωνας την είχε αρπάξει, ο Φοίβος.
Μ᾽ αυτή ο Μελέαγρος τώρα επλάγιαζε, πικρήν οργή κλωσώντας 565
για την κατάρα της μητέρας του· τι εκείνη πικραμένη,
έτσι που σκότωσε το αδέρφι της, βαριά τον καταράστη,
κι όλο χτυπούσε με τα χέρια της τη γη την πολυθρόφα,
να την ακούσουν ο Άδης κράζοντας κι η ανήλεη Περσεφόνη,
με ογρούς τους κόρφους απ᾽ τα κλάματα, στα γόνατα πεσμένη, 570
να δώσουν του παιδιού της θάνατο· κι απ᾽ το σκοτάδι κάτω
η ανήμερη Ερινύα την άκουσεν η νυχτοπαρωρίτρα.
Κι ωστόσο αυτοί στις πόρτες άσκωναν τρανή βουή κι αντάρα
τους πύργους τους χτυπώντας· κι οι άρχοντες των Αιτωλών τους πρώτους
ιερουργούς παρακαλώντας τον του στέλναν, να προβάλει 575
βοηθός στον πόλεμο, και τού ᾽ταζαν τρανό να πάρει δώρο:
όπού ᾽ταν τα χωράφια ολόπαχα της ώριας Καλυδώνας,
εκεί του δίναν χτήμα πάγκαλο, να το διαλέξει ατός του,
πενήντα στρέμματα, αμπελότοπος νά ᾽ν᾽ το μισό, και τ᾽ άλλο
να το χωρίσει όπου ήταν άδεντρο, χωράφια να το κάνει. 580
Μετά κι ο Οινέας πολύ τού πρόσπεφτεν, ο γέρο αλογολάτης,
απόξω ορθός στου αψηλοτάβανου θαλάμου το κατώφλι,
και σειούσε τα κλειστά πορτόφυλλα το γιο παρακαλώντας.
Μετά περίσσια κι οι αδερφάδες του κι η σεβαστή του η μάνα
τον παρακάλουν· μα όλο πιότερο πείσμωνε αυτός· περίσσια 585
κι οι σύντροφοί του, οι πιο του γκαρδιακοί κι οι πιο του τιμημένοι.
Μα ουδέ κι αυτοί το νου τού εγύριζαν, και μοναχά την ώρα
που εφτάναν πια οι ριξιές στο σπίτι του, και στα πυργιά οι Κουρήτες
ανεβασμένοι παίρναν κι έβαζαν φωτιά στο κάστρο γύρα,
στα πόδια του έπεσεν η ωριόζωνη γυναίκα του με θρήνους, 590
κι όλα τού ιστόρησε αραδιάζοντας τα πάθη που πλακώνουν
όσους τούς έλαχε η πατρίδα τους σε οχτρού να πέσει χέρια:
οι άντρες σκοτώνουνται, το κάστρο τους απ᾽ τη φωτιά ρημάζει,
και τα παιδιά και τις βαθύζωνες γυναίκες ξένοι σέρνουν.
Τότε η καρδιά του αναταράχτηκε τα πάθη αυτά γρικώντας· 595
τινάχτη απάνω ευτύς και φόρεσε τη λαμπερή του αρμάτα.
Έτσι απ᾽ το μαύρο χάρο εγλίτωσε τους Αιτωλούς εκείνος,
γρικώντας την καρδιά του, κι άδικα τα που του τάξαν πήγαν,
τα πλούσια δώρα, τ᾽ αξετίμητα· μα έτσι κι αλλιώς γλιτώσαν.
Μα τέτοια εσύ απ᾽ το νου σου βγάλε τα· κανείς θεός, καλέ μου, 600
να μη σε σπρώξει σ᾽ έτοια απόφαση· τα πλοία τί θα φελούσε
να διαφεντέψεις πια ως θα καίγουνται; Τα δώρα δέξου τώρα
κι έλα, κι οι Αργίτες σαν αθάνατο θα σε τιμήσουν όλοι.
Μ᾽ αν δίχως δώρα μπεις στον πόλεμο τον αντροκαταλύτη,
κι αν τόνε διώξεις από πάνω μας, ίδια τιμή δε θά ᾽χεις.» 605
ὄφρα μὲν οὖν Μελέαγρος ἀρηΐφιλος πολέμιζε, 550
τόφρα δὲ Κουρήτεσσι κακῶς ἦν, οὐδ᾽ ἐδύναντο
τείχεος ἔκτοσθεν μίμνειν πολέες περ ἐόντες·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ Μελέαγρον ἔδυ χόλος, ὅς τε καὶ ἄλλων
οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον πύκα περ φρονεόντων,
ἤτοι ὁ μητρὶ φίλῃ Ἀλθαίῃ χωόμενος κῆρ 555
κεῖτο παρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ, καλῇ Κλεοπάτρῃ,
κούρῃ Μαρπήσσης καλλισφύρου Εὐηνίνης
Ἴδεώ θ᾽, ὃς κάρτιστος ἐπιχθονίων γένετ᾽ ἀνδρῶν
τῶν τότε —καί ῥα ἄνακτος ἐναντίον εἵλετο τόξον
Φοίβου Ἀπόλλωνος καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης· 560
τὴν δὲ τότ᾽ ἐν μεγάροισι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ
Ἀλκυόνην καλέεσκον ἐπώνυμον, οὕνεκ᾽ ἄρ᾽ αὐτῆς
μήτηρ ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα
κλαῖεν ὅ μιν ἑκάεργος ἀνήρπασε Φοῖβος Ἀπόλλων—
τῇ ὅ γε παρκατέλεκτο χόλον θυμαλγέα πέσσων, 565
ἐξ ἀρέων μητρὸς κεχολωμένος, ἥ ῥα θεοῖσι
πόλλ᾽ ἀχέουσ᾽ ἠρᾶτο κασιγνήτοιο φόνοιο,
πολλὰ δὲ καὶ γαῖαν πολυφόρβην χερσὶν ἀλοία
κικλήσκουσ᾽ Ἀΐδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν,
πρόχνυ καθεζομένη, δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι, 570
παιδὶ δόμεν θάνατον· τῆς δ᾽ ἠεροφοῖτις Ἐρινὺς
ἔκλυεν ἐξ Ἐρέβεσφιν, ἀμείλιχον ἦτορ ἔχουσα.
τῶν δὲ τάχ᾽ ἀμφὶ πύλας ὅμαδος καὶ δοῦπος ὀρώρει
πύργων βαλλομένων· τὸν δὲ λίσσοντο γέροντες
Αἰτωλῶν, πέμπον δὲ θεῶν ἱερῆας ἀρίστους, 575
ἐξελθεῖν καὶ ἀμῦναι, ὑποσχόμενοι μέγα δῶρον·
ὁππόθι πιότατον πεδίον Καλυδῶνος ἐραννῆς,
ἔνθα μιν ἤνωγον τέμενος περικαλλὲς ἑλέσθαι
πεντηκοντόγυον, τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο,
ἥμισυ δὲ ψιλὴν ἄροσιν πεδίοιο ταμέσθαι. 580
πολλὰ δέ μιν λιτάνευε γέρων ἱππηλάτα Οἰνεὺς
οὐδοῦ ἐπεμβεβαὼς ὑψηρεφέος θαλάμοιο,
σείων κολλητὰς σανίδας, γουνούμενος υἱόν·
πολλὰ δὲ τόν γε κασίγνηται καὶ πότνια μήτηρ
ἐλλίσσονθ᾽· ὁ δὲ μᾶλλον ἀναίνετο· πολλὰ δ᾽ ἑταῖροι, 585
οἵ οἱ κεδνότατοι καὶ φίλτατοι ἦσαν ἁπάντων·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς τοῦ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον,
πρίν γ᾽ ὅτε δὴ θάλαμος πύκ᾽ ἐβάλλετο, τοὶ δ᾽ ἐπὶ πύργων
βαῖνον Κουρῆτες καὶ ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ.
καὶ τότε δὴ Μελέαγρον ἐΰζωνος παράκοιτις 590
λίσσετ᾽ ὀδυρομένη, καί οἱ κατέλεξεν ἅπαντα
κήδε᾽, ὅσ᾽ ἀνθρώποισι πέλει τῶν ἄστυ ἁλώῃ·
ἄνδρας μὲν κτείνουσι, πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει,
τέκνα δέ τ᾽ ἄλλοι ἄγουσι βαθυζώνους τε γυναῖκας.
τοῦ δ᾽ ὠρίνετο θυμὸς ἀκούοντος κακὰ ἔργα, 595
βῆ δ᾽ ἰέναι, χροῒ δ᾽ ἔντε᾽ ἐδύσετο παμφανόωντα.
ὣς ὁ μὲν Αἰτωλοῖσιν ἀπήμυνεν κακὸν ἦμαρ
εἴξας ᾧ θυμῷ· τῷ δ᾽ οὐκέτι δῶρ᾽ ἐτέλεσσαν
πολλά τε καὶ χαρίεντα, κακὸν δ᾽ ἤμυνε καὶ αὔτως.
ἀλλὰ σὺ μή μοι ταῦτα νόει φρεσί, μηδέ σε δαίμων 600
ἐνταῦθα τρέψειε, φίλος· κάκιον δέ κεν εἴη
νηυσὶν καιομένῃσιν ἀμυνέμεν· ἀλλ᾽ ἐπὶ δώρων
ἔρχεο· ἶσον γάρ σε θεῷ τείσουσιν Ἀχαιοί.
εἰ δέ κ᾽ ἄτερ δώρων πόλεμον φθισήνορα δύῃς,
οὐκέθ᾽ ὁμῶς τιμῆς ἔσεαι πόλεμόν περ ἀλαλκών.» 605