Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 23 στ. 482-538
Όλο θυμό τού απηλογήθηκε των Κρητικών ο ρήγας:
«Αίαντα κακόγνωμε, ο καλύτερος στους τσακωμούς, και στ᾽ άλλα
μες στους Αργίτες ο χειρότερος· τόσο άτσαλη η ψυχή σου!
Ομπρός, ας βάλουμε και στοίχημα, τριπόδι γιά λεβέτι, 485
κι ας μπει κριτής μας ο Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, να ιδούμε,
ποιά τα φαριά που πρωτοφτάνουνε, πλερώνοντας να μάθεις!»
Είπε, κι ο γιος του Οιλέα πετάχτηκε μεμιάς ο γοργοπόδης,
θυμό γιομάτος, λόγια θέλοντας βαριά να του πετάξει·
και τότε πια ο καβγάς τους θά ᾽παιρνε ν᾽ ανάψει κι άλλο ακόμα, 490
αν ο Αχιλλέας ευτύς δε σκώνουνταν να τους μιλήσει ατός του:
«Αφήστε τώρα τα μαλώματα πια, Ιδομενέα, στην άκρη,
Αίαντα, και συ, και τα πικρόλογα· δε σας ταιριάζουν, όχι!
Εσείς και με άλλον θα τα βάζατε, παρόμοια αν εφερνόταν.
Όμπρός, καθίστε εδώ στη μάζωξη και τ᾽ άλογα θωράτε· 495
τι εκείνοι να κερδέψουν βιάζουνται τη νίκη, κι όπου νά ᾽ναι
φτάνουν εδώ, και τότε τ᾽ άλογα τ᾽ αργίτικα ο καθείς σας
θα καλοϊδεί, ποιά πίσω απόμειναν και ποιά δρομούνε πρώτα.»
Είπε, και νά ο Διομήδης τρέχοντας που σίμωνε από πέρα,
κι όλο χτυπούσε απά στις πλάτες τους με το μαστίγι τ᾽ άτια, 500
κι αυτά, ψηλά πηδώντας, βιάζουνταν το δρόμο να τελέψουν.
Κι ο αμαξολάτης πάνω εχάνουνταν στον κουρνιαχτό που ασκώναν·
και πίσω απ᾽ τ᾽ άτια τα γοργόποδα το αμάξι ερχόταν, πού ᾽χε
πλουμιά κι από καλάι και μάλαμα· και μόλις που εχαράζαν
στη σκόνη τη βαθιά τ᾽ αχνάρια τους της ρόδας τα στεφάνια 505
ξοπίσω· και τα δυο τ᾽ αλόγατα σαν αστραπή πετούσαν.
Κι εστάθη αναμεσός στη σύναξη, και σπυρωτός ιδρώτας
στη γης απ᾽ των αλόγων στάλαζε το σβέρκο και τα στήθη.
Κι ατός του επήδηξε απ᾽ τ᾽ ολόφωτο το αμάξι απά στο χώμα,
γερτό ακουμπώντας το μαστίγι του πα στο ζυγό. Δε χάνει 510
τότε καιρό κι ο γαύρος Σθένελος, μόν᾽ το βραβείο τρεχάτος
παίρνει και δίνει στους συντρόφους του, το αρβαλωτό λεβέτι
και τη γυναίκα· και τ᾽ αλόγατα γοργά ξεζεύει ατός του.
Ξοπίσω του έφτασεν ο Αντίλοχος κεντρίζοντας τους μαύρους,
που το Μενέλαο πριν προσπέρασε με δόλο, κι όχι αξιότη· 515
μα κι έτσι εκείνος τον εζύγωνε με τα γοργά του τ᾽ άτια.
Όσο σιμά ειναι η ρόδα στο άλογο, το βασιλιά που σέρνει
μέσα στο αμάξι του, και χύνεται στον κάμπο δρασκελώντας,
κι οι τρίχες της ουράς του αγγίζουνε της ρόδας άκρην άκρη
το γύρο, ως κυκλοφέρνει τρέχοντας σιμά τους, μήτε ο τόπος 520
πολύς αναμεσό τους, το άλογο σαν τρέχει μες στον κάμπο·
τόσο ειχε μόνο απ᾽ τον Αντίλοχο πίσω ο Μενέλαος μείνει,
κι όμως πιο πριν ξοπίσω του έρχουνταν ως ένα δισκοπέτι.
Ωστόσο γρήγορα τον έφτασε, τι όλο και πιο με φόρα
η Αίθη, η φοράδα του Αγαμέμνονα, χιμούσε η ομορφοτρίχα. 525
Κι αν είχαν κι άλλο δρόμο νά ᾽τρεχαν ακόμα οι δυο τους τότε,
θα τον περνούσε, αξεσυνέριστα τη νίκη παίρνοντάς του.
Μετά ο Μηριόνης φτάνει, ο σύντροφος του Ιδομενέα του γαύρου,
απ᾽ το Μενέλαο τον περίλαμπρο μια κονταριά πιο πίσω·
τι απ᾽ όλα ελάχαν πιο αργοσάλευτα τα ωριότριχα άλογά του, 530
κι ατός του πιο αχαμνός αλόγατα να κυβερνά σε αγώνες.
Στερνός ο γιος ερχόταν του Άδμητου, κι έσερνε πίσω ατός του
τ᾽ όμορφο αμάξι του, τ᾽ αλόγατα μπροστά του πιλαλώντας.
Κι όπως τον είδε, ο φτεροπόδαρος τον πόνεσε Αχιλλέας,
κι έτσι μιλούσε με ανεμάρπαστα μες στους Αργίτες λόγια: 535
«Νά ο πιο τρανός που φτάνει ολόστερνος λαλώντας τ᾽ άλογά του!
Ομπρός, ελάτε να του δώσουμε βραβείο, καθώς ταιριάζει,
το δεύτερο· το πρώτο θά ᾽λεγα να πάρει ο Διομήδης.»
Τὸν δὲ χολωσάμενος Κρητῶν ἀγὸς ἀντίον ηὔδα·
«Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές, ἄλλα τε πάντα
δεύεαι Ἀργείων, ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής.
δεῦρό νυν, ἢ τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος, 485
ἴστορα δ᾽ Ἀτρεΐδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω,
ὁππότεραι πρόσθ᾽ ἵπποι, ἵνα γνώῃς ἀποτίνων.»
Ὣς ἔφατ᾽, ὄρνυτο δ᾽ αὐτίκ᾽ Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας
χωόμενος χαλεποῖσιν ἀμείψασθαι ἐπέεσσι·
καί νύ κε δὴ προτέρω ἔτ᾽ ἔρις γένετ᾽ ἀμφοτέροισιν, 490
εἰ μὴ Ἀχιλλεὺς αὐτὸς ἀνίστατο καὶ φάτο μῦθον·
«μηκέτι νῦν χαλεποῖσιν ἀμείβεσθον ἐπέεσσιν,
Αἶαν Ἰδομενεῦ τε, κακοῖς, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε.
καὶ δ᾽ ἄλλῳ νεμεσᾶτον, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι.
ἀλλ᾽ ὑμεῖς ἐν ἀγῶνι καθήμενοι εἰσοράασθε 495
ἵππους· οἱ δὲ τάχ᾽ αὐτοὶ ἐπειγόμενοι περὶ νίκης
ἐνθάδ᾽ ἐλεύσονται· τότε δὲ γνώσεσθε ἕκαστος
ἵππους Ἀργείων, οἳ δεύτεροι οἵ τε πάροιθεν.»
Ὣς φάτο, Τυδεΐδης δὲ μάλα σχεδὸν ἦλθε διώκων,
μάστι δ᾽ αἰὲν ἔλαυνε κατωμαδόν· οἱ δέ οἱ ἵπποι 500
ὑψόσ᾽ ἀειρέσθην ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον.
αἰεὶ δ᾽ ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον,
ἅρματα δὲ χρυσῷ πεπυκασμένα κασσιτέρῳ τε
ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον· οὐδέ τι πολλὴ
γίγνετ᾽ ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ κατόπισθεν 505
ἐν λεπτῇ κονίῃ· τὼ δὲ σπεύδοντε πετέσθην.
στῆ δὲ μέσῳ ἐν ἀγῶνι, πολὺς δ᾽ ἀνεκήκιεν ἱδρὼς
ἵππων ἔκ τε λόφων καὶ ἀπὸ στέρνοιο χαμᾶζε.
αὐτὸς δ᾽ ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε παμφανόωντος,
κλῖνε δ᾽ ἄρα μάστιγα ποτὶ ζυγόν· οὐδὲ μάτησεν 510
ἴφθιμος Σθένελος, ἀλλ᾽ ἐσσυμένως λάβ᾽ ἄεθλον,
δῶκε δ᾽ ἄγειν ἑτάροισιν ὑπερθύμοισι γυναῖκα
καὶ τρίποδ᾽ ὠτώεντα φέρειν· ὁ δ᾽ ἔλυεν ὑφ᾽ ἵππους.
Τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀντίλοχος Νηλήϊος ἤλασεν ἵππους,
κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον· 515
ἀλλὰ καὶ ὧς Μενέλαος ἔχ᾽ ἐγγύθεν ὠκέας ἵππους.
ὅσσον δὲ τροχοῦ ἵππος ἀφίσταται, ὅς ῥα ἄνακτα
ἕλκῃσιν πεδίοιο τιταινόμενος σὺν ὄχεσφι·
τοῦ μέν τε ψαύουσιν ἐπισσώτρου τρίχες ἄκραι
οὐραῖαι· ὁ δέ τ᾽ ἄγχι μάλα τρέχει, οὐδέ τι πολλὴ 520
χώρη μεσσηγύς, πολέος πεδίοιο θέοντος·
τόσσον δὴ Μενέλαος ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο
λείπετ᾽· ἀτὰρ τὰ πρῶτα καὶ ἐς δίσκουρα λέλειπτο,
ἀλλά μιν αἶψα κίχανεν· ὀφέλλετο γὰρ μένος ἠῢ
ἵππου τῆς Ἀγαμεμνονέης, καλλίτριχος Αἴθης· 525
εἰ δέ κ᾽ ἔτι προτέρω γένετο δρόμος ἀμφοτέροισι,
τῶ κέν μιν παρέλασσ᾽ οὐδ᾽ ἀμφήριστον ἔθηκεν.
αὐτὰρ Μηριόνης, θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος,
λείπετ᾽ ἀγακλῆος Μενελάου δουρὸς ἐρωήν·
βάρδιστοι μὲν γάρ οἱ ἔσαν καλλίτριχες ἵπποι, 530
ἤκιστος δ᾽ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ᾽ ἐν ἀγῶνι.
υἱὸς δ᾽ Ἀδμήτοιο πανύστατος ἤλυθεν ἄλλων,
ἕλκων ἅρματα καλά, ἐλαύνων πρόσσοθεν ἵππους.
τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτειρε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς,
στὰς δ᾽ ἄρ᾽ ἐν Ἀργείοις ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευε· 535
«λοῖσθος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει μώνυχας ἵππους·
ἀλλ᾽ ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέθλιον, ὡς ἐπιεικές,
δεύτερ᾽· ἀτὰρ τὰ πρῶτα φερέσθω Τυδέος υἱός.»