Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 21 στ. 526-611
Κι ο γέρο Πρίαμος στο θεόχτιστο ψηλά ως στεκόταν πύργο,
τον Αχιλλέα το σαραντάπηχο θωράει· κυνηγημένοι
μπροστά του οι Τρώες εφεύγαν γρήγορα ―και ποιός να τους γλιτώσει;
Ευτύς από τον πύργο σκούζοντας κατέβη, και φωνάζει
στους θυροκράτες τους αντρόκαρδους, πλάι στο τειχί που εστέκαν: 530
«Τις πόρτες ανοιχτές κρατάτε τις στα χέρια, για να μπούνε
τ᾽ ασκέρια μες στο κάστρο, ως φεύγουνε· τι νά τος ο Αχιλλέας
που φτάνει κυνηγώντας· σίμωσε θαρρώ η στερνή μας ώρα!
Μα σαν τρυπώσουν πια στο κάστρο μας και πάρουν λίγη ανάσα,
σφαλίχτε πάλι τα θυρόφυλλα τα σφιχταρμοδεμένα· 535
μες στο τειχί μας ο κατάρατος μπας και πηδήξει τρέμω!»
Είπε, κι ανοίξαν τις καστρόπορτες και τράβηξαν τους σύρτες,
κι είδανε φως οι Τρώες, ως άνοιξαν. Ο Απόλλωνας ωστόσο
χύθηκε αντίκρα, από το θάνατο τους Τρώες για να γλιτώσει.
Τούτοι απ᾽ τον κάμπο, με κατάξερο λαιμό, κουρνιαχτισμένοι, 540
προς το καστρί και το αψηλόχτιστο τειχί γραμμή ετραβούσαν·
μ᾽ αυτός με το κοντάρι εχύνουνταν ξοπίσω τους, και λύσσα
μες στην καρδιά τρανή τον έπνιγε, και λαχταρούσε δόξα.
Οι Αργίτες τότε το αψηλόπορτο της Τροίας θα παίρναν κάστρο,
αν τον Αγήνορα δεν έλεγεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος, 545
τον αντρειωμένο γιο, τον άψεγο, του Αντήνορα, να σπρώξει,
κουράγιο στην καρδιά του βάζοντας· και στάθη στο πλευρό του,
τη Μοίρα τη βαριά από πάνω του να διώξει του θανάτου,
γερμένος πα στο δρυ· και σύμπυκνη τον έζωνεν αντάρα.
Κι αυτός τον Αχιλλέα ξεκρίνοντας τον καστροκαταλύτη 550
στάθη, και χίλιες έγνοιες έδερναν το νου του, ως καρτερούσε.
Βόγγηξε τότε και στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
«Ωχού μου, αν μπρος στον αντροδύναμο τον Αχιλλέα γυρέψω
να φύγω τώρα, κει που οι επίλοιποι σκορπούν αλαλιασμένοι,
με φτάνει κι έτσι, και ξαρμάτωτο θα με ξαπλώσει χάμω. 555
Αν πάλε αυτούς εδώ τους άφηνα να φεύγουν δώθε κείθε
μπρος στου Πηλέα το γιο, και τρέχοντας μακριά απ᾽ το κάστρο, πέρα
κατά της Τροίας τον κάμπο αλάργευα, να φτάσω ως τα φαράγγια
της Ίδας, να χωθώ σε σύλλογγο βαθύ, και σα βραδιάσει
να πέσω να λουστώ στα ρέματα του ποταμού, να βγάλω 560
τον ίδρο απ᾽ το κορμί μου, κι έπειτα στην Τροία διαγείρω πίσω…
Όμως γιατί η καρδιά μου κάθεται και τ᾽ αναδεύει ετούτα;
Μπας και με ιδεί, ως το κάστρο αφήνοντας δρομώ κατά τον κάμπο,
και με τα γρήγορα ποδάρια του με φτάσει κυνηγώντας·
και τότε σίγουρα απ᾽ το θάνατο κι απ᾽ του χαμού τη μοίρα 565
πια δε γλιτώνω· τι στη δύναμη το ταίρι του δεν έχει.
Αν πάλε ομπρός στο κάστρο αντίκρα του τραβήξω ―τι και τούτος
έχει κορμί, που θα λαβώνεται με σουβλερό κοντάρι,
και μια ψυχή κι αυτός στα στήθια του· θνητός κι αυτός λογάται·
μόνο που τώρα ο Δίας βουλήθηκε τιμή να του χαρίσει.» 570
Είπε, και ζάρωσε προσμένοντας τον Αχιλλέα, κι εντός του
η ατρόμητη καρδιά για πόλεμο και για σφαγή εχτυπούσε.
Πώς μέσα από λογγάρι η λιόπαρδη προβαίνει φουντωμένο
σε κυνηγό μπροστά, και μέσα της μηδέ τρομάρα νιώθει
μηδέ φευγιού λαχτάρα, ακούγοντας το αλύχτισμα των σκύλων· 575
τι κι αν από κοντά προφταίνοντας της ρίξει γιά απ᾽ αλάργα
και την τρυπήσει το κοντάρι του, και πάλε αυτή δε χάνει
την αντριγιά, πριν πέσει απάνω του γιά πριν να ξεψυχήσει·
όμοια ο αρχοντόγεννος Αγήνορας, του Αντήνορα το σπέρμα,
στον Αχιλλέα μπροστά δεν έλεγε να φύγει, πριν του ρίξει. 580
Κι ασκώνοντας το ολούθε ισόκυκλο σκουτάρι ομπρός του τότε
με το κοντάρι τον σημάδεψε και δυνατά φωνάζει:
«Περίτρανε Αχιλλέα, το πίστεψες θαρρώ στ᾽ αλήθεια τώρα
πως σήμερα των Τρώων των πέρφανων το κάστρο θα πατήσεις.
Ανέμυαλε! έχει ακόμα γύρα του πολύ ν᾽ ασκώσει θρήνο! 585
Τα παλικάρια λέω δεν τού ᾽λειψαν, περίσσια κι αντρειωμένα,
που τους γονιούς μας διαφεντεύοντας, τα ταίρια και τους γιους μας
στης Τροίας το κάστρο ομπρός στεκόμαστε· μα εσύ δω πέρα τώρα
θα σκοτωθείς, κι ας είσαι ανήμερος και μέγας πολεμάρχος!»
Αυτά ειπε, κι απ᾽ το χέρι του έφυγε το σουβλερό κοντάρι 590
και στο καλάμι τον επέτυχε, στο γόνατο πιο κάτω·
και γύρα του η κνημίδα εβρόντηξε φριχτά, φτιαγμένη ως ήταν
καινούργια από καλάι· και πήδηξε πίσω ο χαλκός χτυπώντας,
τι του θεού τα δώρα αμπόδισαν, και δεν την τρύπησε, όχι.
Τότε ο Αχιλλέας πα στον Αγήνορα τον αντρειωμένο εχύθη 595
δεύτερος· όμως δεν τον άφησε να πάρει δόξα ο Φοίβος,
μόν᾽ του τον άρπαξε· με σύμπυκνη τον σκέπασε κατάχνια,
κι ανάνιωστα έξω από τον πόλεμο τον έβγαλε να φύγει,
και του Πηλέα το γιο ξεμάκρυνε με δόλο από τ᾽ ασκέρια·
τι ο Μακρορίχτης, σε όλα μοιάζοντας του Αγήνορα, κοντά του 600
πήγε κι εστάθη. Ευτύς του χύθηκεν εκείνος κυνηγώντας,
και πίσω του να τρέχει αρχίνησε μες στο σπαρμένο κάμπο,
στον ποταμό, το βαθιοστρόβιλο το Σκάμαντρο αποδίπλα.
Κι ο Φοίβος όλο και του ξέφευγε, λίγο πιο μπρος, με δόλο
πλανώντας τον, να λέει τον έφτασε κάθε στιγμή, ως δρομούσε. 605
Σωρός ωστόσο οι Τρώες οι επίλοιποι στο κάστρο απ᾽ τη φευγάλα
χαρούμενοι έφταναν, και γιόμωσε το κάστρο στοιβαγμένους.
Κι ούτε βαστούσαν στο καστρότειχο να περιμένουν όξω
ο ένας τον άλλο, ποιός εγλίτωσε να μάθουν, ποιός εχάθη
στον πόλεμο· μονάχα εχύνουνταν με βιάση μες στο κάστρο 610
όσους εγλίτωναν τα γόνατα και τα γοργά τους πόδια.
Ἑστήκει δ᾽ ὁ γέρων Πρίαμος θείου ἐπὶ πύργου,
ἐς δ᾽ ἐνόησ᾽ Ἀχιλῆα πελώριον· αὐτὰρ ὑπ᾽ αὐτοῦ
Τρῶες ἄφαρ κλονέοντο πεφυζότες, οὐδέ τις ἀλκὴ
γίγνεθ᾽· ὁ δ᾽ οἰμώξας ἀπὸ πύργου βαῖνε χαμᾶζε,
ὀτρύνων παρὰ τεῖχος ἀγακλειτοὺς πυλαωρούς· 530
«πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετ᾽, εἰς ὅ κε λαοὶ
ἔλθωσι προτὶ ἄστυ πεφυζότες· ἦ γὰρ Ἀχιλλεὺς
ἐγγὺς ὅδε κλονέων· νῦν οἴω λοίγι᾽ ἔσεσθαι.
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ἐς τεῖχος ἀναπνεύσωσιν ἀλέντες,
αὖτις ἐπανθέμεναι σανίδας πυκινῶς ἀραρυίας· 535
δείδια γὰρ μὴ οὖλος ἀνὴρ ἐς τεῖχος ἅληται.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας·
αἱ δὲ πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος· αὐτὰρ Ἀπόλλων
ἀντίος ἐξέθορε, Τρώων ἵνα λοιγὸν ἀλάλκοι.
οἱ δ᾽ ἰθὺς πόλιος καὶ τείχεος ὑψηλοῖο, 540
δίψῃ καρχαλέοι, κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο
φεῦγον· ὁ δὲ σφεδανὸν ἔφεπ᾽ ἔγχεϊ, λύσσα δέ οἱ κῆρ
αἰὲν ἔχε κρατερή, μενέαινε δὲ κῦδος ἀρέσθαι.
Ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν,
εἰ μὴ Ἀπόλλων Φοῖβος Ἀγήνορα δῖον ἀνῆκε, 545
φῶτ᾽ Ἀντήνορος υἱὸν ἀμύμονά τε κρατερόν τε.
ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε, πὰρ δέ οἱ αὐτὸς
ἔστη, ὅπως θανάτοιο βαρείας χεῖρας ἀλάλκοι,
φηγῷ κεκλιμένος· κεκάλυπτο δ᾽ ἄρ᾽ ἠέρι πολλῇ.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ὡς ἐνόησεν Ἀχιλλῆα πτολίπορθον, 550
ἔστη, πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε μένοντι·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«ὤ μοι ἐγών· εἰ μέν κεν ὑπὸ κρατεροῦ Ἀχιλῆος
φεύγω, τῇ περ οἱ ἄλλοι ἀτυζόμενοι κλονέονται,
αἱρήσει με καὶ ὧς, καὶ ἀνάλκιδα δειροτομήσει. 555
εἰ δ᾽ ἂν ἐγὼ τούτους μὲν ὑποκλονέεσθαι ἐάσω
Πηλεΐδῃ Ἀχιλῆϊ, ποσὶν δ᾽ ἀπὸ τείχεος ἄλλῃ
φεύγω πρὸς πεδίον Ἰλήϊον, ὄφρ᾽ ἂν ἵκωμαι
Ἴδης τε κνημοὺς κατά τε ῥωπήϊα δύω·
ἑσπέριος δ᾽ ἂν ἔπειτα λοεσσάμενος ποταμοῖο 560
ἱδρῶ ἀποψυχθεὶς προτὶ Ἴλιον ἀπονεοίμην·—
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός;
μή μ᾽ ἀπαειρόμενον πόλιος πεδίονδε νοήσῃ
καί με μεταΐξας μάρψῃ ταχέεσσι πόδεσσιν.
οὐκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἔσται θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξαι· 565
λίην γὰρ κρατερὸς περὶ πάντων ἔστ᾽ ἀνθρώπων.
εἰ δέ κέ οἱ προπάροιθε πόλεος κατεναντίον ἔλθω·
καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς χρὼς ὀξέϊ χαλκῷ,
ἐν δὲ ἴα ψυχή, θνητὸν δέ ἕ φασ᾽ ἄνθρωποι
ἔμμεναι· αὐτάρ οἱ Κρονίδης Ζεὺς κῦδος ὀπάζει.» 570
Ὣς εἰπὼν Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν, ἐν δέ οἱ ἦτορ
ἄλκιμον ὁρμᾶτο πτολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι.
ἠΰτε πάρδαλις εἶσι βαθείης ἐκ ξυλόχοιο
ἀνδρὸς θηρητῆρος ἐναντίον, οὐδέ τι θυμῷ
ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται, ἐπεί κεν ὑλαγμὸν ἀκούσῃ· 575
εἴ περ γὰρ φθάμενός μιν ἢ οὐτάσῃ ἠὲ βάλῃσιν,
ἀλλά τε καὶ περὶ δουρὶ πεπαρμένη οὐκ ἀπολήγει
ἀλκῆς, πρίν γ᾽ ἠὲ ξυμβλήμεναι ἠὲ δαμῆναι·
ὣς Ἀντήνορος υἱὸς ἀγαυοῦ, δῖος Ἀγήνωρ,
οὐκ ἔθελεν φεύγειν, πρὶν πειρήσαιτ᾽ Ἀχιλῆος. 580
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ ἀσπίδα μὲν πρόσθ᾽ ἔσχετο πάντοσ᾽ ἐΐσην,
ἐγχείῃ δ᾽ αὐτοῖο τιτύσκετο, καὶ μέγ᾽ ἀΰτει·
«ἦ δή που μάλ᾽ ἔολπας ἐνὶ φρεσί, φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ,
ἤματι τῷδε πόλιν πέρσειν Τρώων ἀγερώχων,
νηπύτι᾽· ἦ τ᾽ ἔτι πολλὰ τετεύξεται ἄλγε᾽ ἐπ᾽ αὐτῇ. 585
ἐν γάρ οἱ πολέες τε καὶ ἄλκιμοι ἀνέρες εἰμέν,
οἳ καὶ πρόσθε φίλων τοκέων ἀλόχων τε καὶ υἱῶν
Ἴλιον εἰρυόμεσθα· σὺ δ᾽ ἐνθάδε πότμον ἐφέψεις,
ὧδ᾽ ἔκπαγλος ἐὼν καὶ θαρσαλέος πολεμιστής.»
Ἦ ῥα, καὶ ὀξὺν ἄκοντα βαρείης χειρὸς ἀφῆκε, 590
καί ῥ᾽ ἔβαλε κνήμην ὑπὸ γούνατος οὐδ᾽ ἀφάμαρτεν.
ἀμφὶ δέ οἱ κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο
σμερδαλέον κονάβησε· πάλιν δ᾽ ἀπὸ χαλκὸς ὄρουσε
βλημένου, οὐδ᾽ ἐπέρησε, θεοῦ δ᾽ ἠρύκακε δῶρα.
Πηλεΐδης δ᾽ ὡρμήσατ᾽ Ἀγήνορος ἀντιθέοιο 595
δεύτερος· οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔασεν Ἀπόλλων κῦδος ἀρέσθαι,
ἀλλά μιν ἐξήρπαξε, κάλυψε δ᾽ ἄρ᾽ ἠέρι πολλῇ,
ἡσύχιον δ᾽ ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι.
αὐτὰρ ὁ Πηλεΐωνα δόλῳ ἀποέργαθε λαοῦ·
αὐτῷ γὰρ ἑκάεργος Ἀγήνορι πάντα ἐοικὼς 600
ἔστη πρόσθε ποδῶν, ὁ δ᾽ ἐπέσσυτο ποσσὶ διώκειν·
ἧος ὁ τὸν πεδίοιο διώκετο πυροφόροιο,
τρέψας πὰρ ποταμὸν βαθυδινήεντα Σκάμανδρον,
τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα· δόλῳ δ᾽ ἄρ᾽ ἔθελγεν Ἀπόλλων,
ὡς αἰεὶ ἔλποιτο κιχήσεσθαι ποσὶν οἷσι· 605
τόφρ᾽ ἄλλοι Τρῶες πεφοβημένοι ἦλθον ὁμίλῳ
ἀσπάσιοι προτὶ ἄστυ, πόλις δ᾽ ἔμπλητο ἀλέντων.
οὐδ᾽ ἄρα τοί γ᾽ ἔτλαν πόλιος καὶ τείχεος ἐκτὸς
μεῖναι ἔτ᾽ ἀλλήλους, καὶ γνώμεναι ὅς τε πεφεύγοι
ὅς τ᾽ ἔθαν᾽ ἐν πολέμῳ· ἀλλ᾽ ἐσσυμένως ἐσέχυντο 610
ἐς πόλιν, ὅν τινα τῶν γε πόδες καὶ γοῦνα σαώσαι.