Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 17 στ. 543-596
Και πάλε απλώθη απά στον Πάτροκλο βαρύς αγώνας, άγριος,
πολύδακρος· τη μάνητα άναβε φτασμένη από τα ουράνια
ατή της η Αθηνά· ο βροντόλαλος την είχε Δίας σταλμένη, 545
στους Δαναούς να δώσει δύναμη· τι η γνώμη του είχε αλλάξει.
Πώς το φλογάτο ουρανοδόξαρο πα στους θνητούς τανίζει
ο γιος του Κρόνου απ᾽ τα μεσούρανα, σημάδι γιά πολέμου
γιά και βαριού χειμώνα αβάσταγου, που των ξωμάχων κόβει
κάθε δουλειά, και τ᾽ αρνοκάτσικα στα χειμαδιά στριμώχνει· 550
σ᾽ έτοιο κι αυτή φλογάτο σύγνεφο τυλίχτηκε, κι εχύθη
μες στους Αργίτες, συδαυλίζοντας τον κάθε πολεμάρχο.
Και πρώτα τρέχει και συμπαίνοντας μιλάει στο γιο του Ατρέα,
τον πέρφανο Μενέλαο, πού ᾽τυχε να βρίσκεται σιμά της,
του Φοίνικα το διώμα παίρνοντας και την τρανή φωνή του: 555
«Μενέλαε, θα σε πνίξει ολόγυρα ντροπή και καταφρόνια,
αν τον πιστόν αφήσεις σύντροφο του αρχοντικού Αχιλλέα
να σύρουν τα σκυλιά τα γρήγορα κάτω απ᾽ των Τρώων το κάστρο.
Καρδιά λοιπόν, ομπρός, ξεσήκωσε και τους δικούς μας όλους!»
Τότε ο Μενέλαος ο βροντόφωνος γυρνάει κι απηλογιέται: 560
«Φοίνικα εσύ, καλέ μου γέροντα, πολύχρονε, αχ κουράγιο
να μού ᾽δινε η Αθηνά και νά ᾽διωχνε κάθε ριξιά απ᾽ ομπρός μου,
με την καρδιά μου θα παράστεκα να διαφεντέψω τότε
τον Πάτροκλο, που τόσο μού ᾽καψε τα σπλάχνα ο χαλασμός του.
Μα ίδια φωτιά χιμίζει ο Έχτορας, κι αλάγιαστα σκοτώνει 565
με το χαλκό· τι εκείνου εχάρισε τώρα τη νίκη ο Δίας.»
Είπε, κι η γλαυκομάτα εχάρηκε θεά Αθηνά βαθιά της,
που απ᾽ όλους τους θεούς ευκήθηκε σε κείνη πρώτη πρώτη·
και δύναμη στους ώμους του έβαλε, στα γόνατά του κάτω,
και σφήνωσε βαθιά στα στήθια του της μύγας το γινάτι, 570
που όσο τη διώχνεις, τόσο ρίχνεται με πόθο στο κορμί σου
να σ᾽ το δαγκάσει, τι γλυκόπιοτο γι᾽ αυτήν του ανθρώπου το αίμα·
μ᾽ έτοιο η θεά γινάτι εγιόμωσε τα μαύρα σωθικά του,
και στάθη πάνω από τον Πάτροκλο και το κοντάρι ρίχνει.
Κάποιος Ποδής στους Τρώες ανάμεσα, γιος του Ηετίωνα, ζούσε, 575
πλούσιος, ωραίος, κι απ᾽ όλους ο Έχτορας περίσσια τον τιμούσε
μες στο λαό του, τι συντράπεζος και γκαρδιακός του ακράνης·
και τώρα αυτόν, να φύγει ως έτρεχε, χτυπά ο Μενέλαος πάνω
στη ζώνη του, κι ως μες στα σπλάχνα του καρφώνει το χαλκό του.
Πέφτει βροντώντας· τότε σκύβοντας ο γιος του Ατρέα, τον σέρνει 580
όξω απ᾽ τους Τρώες, και το κουφάρι του τραβά μες στους δικούς του.
Ευτύς ο Απόλλωνας σιμώνοντας τον Έχτορα γκαρδιώνει·
του Άσιου το γιο το Φαίνοπα έμοιαζε, στην Άβυδο που ζούσε
και τού ᾽χε αγάπη εκείνος πιότερη μέσα στους φίλους του όλους.
Με τέτοια ειδή ο θεός τού εμίλησεν ο μακροσαϊτορίχτης: 585
«Πια απ᾽ τους Αργίτες άλλος, Έχτορα, και ποιός θα σε φοβόταν,
μπρος στο Μενέλαο τώρα πού ᾽φυγες; Ποτέ του δεν εστάθη
τρανός πολέμαρχος, και νά τονε που φεύγει, αφού σας πήρε
μονάχος το κουφάρι! Εσκότωσε πιστό δικό σου ακράνη,
τον αντρειανό Ποδή, που εμάχουνταν στους μπροστομάχους μέσα.» 590
Είπε, κι αυτόν σα μαύρο σύγνεφο τον περιζώνει ο πόνος,
κι ευτύς περνάει μέσ᾽ απ᾽ τους πρόμαχους με αστραποβόλο κράνος.
Και τότε ο Δίας το βροντοσκούταρο το κροσσωτό φουχτώνει,
που φεγγοβόλαε, και με σύγνεφα την Ίδα αποσκεπάζει,
κι αστράφτοντας βροντάει με δύναμη, τραντάζοντάς τη ακέρια, 595
οι Αργίτες να τσακίσουν θέλοντας, τη νίκη οι Τρώες να πάρουν.
Ἂψ δ᾽ ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη
ἀργαλέη πολύδακρυς, ἔγειρε δὲ νεῖκος Ἀθήνη
οὐρανόθεν καταβᾶσα· προῆκε γὰρ εὐρύοπα Ζεὺς 545
ὀρνύμεναι Δαναούς· δὴ γὰρ νόος ἐτράπετ᾽ αὐτοῦ.
ἠΰτε πορφυρέην ἶριν θνητοῖσι τανύσσῃ
Ζεὺς ἐξ οὐρανόθεν, τέρας ἔμμεναι ἢ πολέμοιο,
ἢ καὶ χειμῶνος δυσθαλπέος, ὅς ῥά τε ἔργων
ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν ἐπὶ χθονί, μῆλα δὲ κήδει, 550
ὣς ἡ πορφυρέῃ νεφέλῃ πυκάσασα ἓ αὐτὴν
δύσετ᾽ Ἀχαιῶν ἔθνος, ἔγειρε δὲ φῶτα ἕκαστον.
πρῶτον δ᾽ Ἀτρέος υἱὸν ἐποτρύνουσα προσηύδα,
ἴφθιμον Μενέλαον —ὁ γάρ ῥά οἱ ἐγγύθεν ἦεν—
εἰσαμένη Φοίνικι δέμας καὶ ἀτειρέα φωνήν· 555
«σοὶ μὲν δή, Μενέλαε, κατηφείη καὶ ὄνειδος
ἔσσεται, εἴ κ᾽ Ἀχιλῆος ἀγαυοῦ πιστὸν ἑταῖρον
τείχει ὕπο Τρώων ταχέες κύνες ἑλκήσουσιν.
ἀλλ᾽ ἔχεο κρατερῶς, ὄτρυνε δὲ λαὸν ἅπαντα.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος· 560
«Φοῖνιξ, ἄττα γεραιὲ παλαιγενές, εἰ γὰρ Ἀθήνη
δοίη κάρτος ἐμοί, βελέων δ᾽ ἀπερύκοι ἐρωήν·
τῶ κεν ἔγωγ᾽ ἐθέλοιμι παρεστάμεναι καὶ ἀμύνειν
Πατρόκλῳ· μάλα γάρ με θανὼν ἐσεμάσσατο θυμόν.
ἀλλ᾽ Ἕκτωρ πυρὸς αἰνὸν ἔχει μένος, οὐδ᾽ ἀπολήγει 565
χαλκῷ δηϊόων· τῷ γὰρ Ζεὺς κῦδος ὀπάζει.»
Ὣς φάτο, γήθησεν δὲ θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ὅττι ῥά οἱ πάμπρωτα θεῶν ἠρήσατο πάντων.
ἐν δὲ βίην ὤμοισι καὶ ἐν γούνεσσιν ἔθηκε,
καί οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν, 570
ἥ τε καὶ ἐργομένη μάλα περ χροὸς ἀνδρομέοιο
ἰσχανάᾳ δακέειν, λαρόν τέ οἱ αἷμ᾽ ἀνθρώπου·
τοίου μιν θάρσευς πλῆσε φρένας ἀμφὶ μελαίνας,
βῆ δ᾽ ἐπὶ Πατρόκλῳ, καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ.
ἔσκε δ᾽ ἐνὶ Τρώεσσι Ποδῆς, υἱὸς Ἠετίωνος, 575
ἀφνειός τ᾽ ἀγαθός τε· μάλιστα δέ μιν τίεν Ἕκτωρ
δήμου, ἐπεί οἱ ἑταῖρος ἔην φίλος εἰλαπιναστής·
τόν ῥα κατὰ ζωστῆρα βάλε ξανθὸς Μενέλαος
ἀΐξαντα φόβονδε, διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσε·
δούπησεν δὲ πεσών· ἀτὰρ Ἀτρεΐδης Μενέλαος 580
νεκρὸν ὑπὲκ Τρώων ἔρυσεν μετὰ ἔθνος ἑταίρων.
Ἕκτορα δ᾽ ἐγγύθεν ἱστάμενος ὤτρυνεν Ἀπόλλων,
Φαίνοπι Ἀσιάδῃ ἐναλίγκιος, ὅς οἱ ἁπάντων
ξείνων φίλτατος ἔσκεν, Ἀβυδόθι οἰκία ναίων·
τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη ἑκάεργος Ἀπόλλων· 585
«Ἕκτορ, τίς κέ σ᾽ ἔτ᾽ ἄλλος Ἀχαιῶν ταρβήσειεν;
οἷον δὴ Μενέλαον ὑπέτρεσας, ὃς τὸ πάρος γε
μαλθακὸς αἰχμητής· νῦν δ᾽ οἴχεται οἶος ἀείρας
νεκρὸν ὑπὲκ Τρώων, σὸν δ᾽ ἔκτανε πιστὸν ἑταῖρον,
ἐσθλὸν ἐνὶ προμάχοισι, Ποδῆν, υἱὸν Ἠετίωνος.» 590
Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε μέλαινα,
βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ.
καὶ τότ᾽ ἄρα Κρονίδης ἕλετ᾽ αἰγίδα θυσσανόεσσαν
μαρμαρέην, Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν,
ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ᾽ ἔκτυπε, τὴν δ᾽ ἐτίναξε, 595
νίκην δὲ Τρώεσσι δίδου, ἐφόβησε δ᾽ Ἀχαιούς.