Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 16 στ. 548-618
Έτσι ειπε αυτός, και κατακέφαλα περίζωσε τους Τρώες
καημός αβάσταχτος, αγιάτρευτος· τι στο καστρί τους πύργο,
ξένος κι ας ήταν, τον λογάριαζαν, κι έσερνε πλήθιο ασκέρι 550
κοντά, κι ατός του μες στον πόλεμο ξεχώριζε απ᾽ τους πρώτους.
Με λύσσα στους Αργίτες έπεσαν λοιπόν· θυμό γιομάτος,
που εχάθη ο Σαρπηδόνας, ο Έχτορας τραβούσε ομπρός. Ωστόσο
η αντρίστικη καρδιά του Πάτροκλου ξεσήκωνε τους άλλους·
στους δυο τους Αίαντες πρώτα εμίλησε, που φρένιαζαν κι ατοί τους: 555
«Αίαντες, τώρα να βοηθήσετε καιρός με την καρδιά σας,
την ίδια αντρειά όπως πάντα δείχνοντας και πιο μεγάλη ακόμα.
Κείτεται ο πρώτος στο καστρότειχο των Αχαιών που εμπήκε,
ο Σαρπηδόνας· να τον παίρναμε, και την αρματωσιά του
να γδύναμε, να τον ντροπιάζαμε· και να σκοτώναμε όλους 560
με ανέσπλαχνο χαλκό, που θά ᾽τρεχαν να τόνε διαφεντέψουν.»
Είπε, μ᾽ αυτοί κι ατοί τους λόγιαζαν να κρατηθούν αντρίκεια·
κι ως απ᾽ τις δυο μεριές τους λόχους τους στεριώσαν ο καθένας,
Λυκιώτες, Τρώες, Αργίτες έσμιξαν και Μυρμιδόνες ―όλοι,
και πιάστηκαν τρογύρα απ᾽ τ᾽ άψυχο κορμί του σκοτωμένου, 565
φριχτά χουγιάζοντας, κι οι αρμάτες τους αλάγιαστα βροντούσαν·
κι ο Δίας με νύχτα μαύρη ετύλιξε τ᾽ αντροπαλέματά τους,
για να ξεσπάσει ανήλεος πόλεμος τρογύρα απ᾽ τον υγιό του.
Οι Αργίτες πρώτοι πισωδρόμισαν οι στραφτομάτες τότε·
τι όχι απ᾽ τους πιο αχαμνούς χτυπήθηκε στους Μυρμιδόνες κάποιος, 570
ο Επειγέας, ο αρχοντογέννητος γιος του Αγακλή του γαύρου,
που στο Βουδείο την αρχοντόχωρα βασίλευε σε χρόνια
παλιά, μα ως σκότωσε έναν ξάδερφο τρανό, στη Θέτη επήγε
τη χιοναστράγαλη προσπέφτοντας και στον Πηλέα το ρήγα·
κι αυτοί μαζί με τον πολέμαρχο τον Αχιλλέα τον στείλαν 575
πέρα στην Τροία την καλοφόραδη, τους Τρώες να πολεμήσει.
Μα στο νεκρό όπως τώρα ζύγωνε, τον βρίσκει με λιθάρι
στην κεφαλή του ο μέγας Έχτορας, κι αυτή στα δυο εχωρίστη
στο στέριο μέσα κράνος, κι έπεσε τ᾽ απίστομα στο χώμα,
και γύραθέ του εχύθη ο θάνατος ο ψυχοκαταλύτης. 580
Πικράθη ο Πάτροκλος το σύντροφο νεκρό να ιδεί να πέφτει,
και χύθη ομπρός μέσα απ᾽ τους πρόμαχους, ίδια γοργό γεράκι,
που οι καλιακούδες όλες φεύγουνε και τα ψαρόνια ομπρός του·
ίδιος, αλογοδρόμε Πάτροκλε, στους Τρώες απάνω εχύθης
και στους Λυκιώτες, για το σύντροφο που εχάθη μανιασμένος· 585
και το Σθενέλαο, το πανάκριβο βλαστάρι του Ιθαιμένη,
με πέτρα απά στο σβέρκο επέτυχε, και τού ᾽κοψε τα νεύρα·
πισωδρομίζει ο γαύρος Έχτορας, μαζί κι οι μπροστομάχοι.
Όσο του μάκρου πάει ψιλόλιγνο κοντάρι, που το ρίχνει
τη δύναμή του δοκιμάζοντας γιά στους αγώνες κάποιος, 590
γιά και στη μάχη, οχτροί σαν πλάκωσαν να σφάξουν και να ράνουν·
τόσο κι οι Τρώες επισωδρόμισαν, σπρωγμένοι απ᾽ τους Αργίτες.
Πρώτος ο Γλαύκος, των πολέμαρχων των Λυκιωτών ο ρήγας,
πίσω γυρνάει, και τον αντρόκαρδο το Βαθυκλή σκοτώνει,
το γιο τον ακριβό του Χάλκωνα, που ζούσε στην Ελλάδα, 595
πρώτος σε βιος και πλούτη ανάμεσα στους Μυρμιδόνες όλους.
Ετούτον χτύπησε κατάστηθα με το κοντάρι ο Γλαύκος
γυρνώντας ξάφνου, όπως τον έφτανε πα στο κυνήγι εκείνος·
κι ως έπεσε με βρόντο, ανείπωτα τον πόνεσαν οι Αργίτες,
τέτοιο αντρειωμένο, κι αναγάλλιασαν οι Τρώες από την άλλη. 600
Κι ήρθαν τρογύρα του και στάθηκαν πολλοί· κι οι Αργίτες όμως
της αντριγιάς αναθυμήθηκαν κι απάνω τους χυθήκαν.
Τότε ο Μηριόνης κάποιον σκότωσε ρηγάρχη από τους Τρώες,
το Λαογόνο, γιο του Ονήτορα τρανό, του Δία της Ίδας
ιερέας που εστάθη και τον σέβουνταν σαν τους θεούς ο κόσμος· 605
κάτω απ᾽ τ᾽ αφτί κι απ᾽ το σαγόνι του τον βρήκε, κι η ψυχή του
απ᾽ το κορμί με βιάση ως έφυγε, τον πήρε το σκοτάδι.
Κι ο Αινείας το χάλκινο κοντάρι του τινάζει στο Μηριόνη·
τι ως πίσω απ᾽ το σκουτάρι επήγαινε, πως θα τον βρει λογιούσε·
μα είδε απαντίκρα αυτός το χάλκινο κοντάρι και ξεφεύγει· 610
τι έσκυψε ομπρός, και πίσω εχώθηκε στο χώμα το κοντάρι,
πέρα μακριά, κι η ουρά του απόμεινε σεινάμενη να τρέμει,
ωσόπου η ορμή του καταλάγιασε κι η δύναμή του εχάθη.
Έτσι έμεινε ο χαλός σφαράζοντας του Αινεία στο χώμα μέσα
μπηγμένος, άδικα ξεφεύγοντας απ᾽ το γερό του χέρι. 615
Κι ο Αινείας όλο θυμό και μάνητα φωνή μεγάλη σέρνει:
«Χορευταράς κι αν είσαι, σίγουρα, Μηριόνη, το κοντάρι
να σ᾽ έβρισκε μονάχα, σού ᾽κοβε τη φόρα μια για πάντα!»
Ὣς ἔφατο, Τρῶας δὲ κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος
ἄσχετον, οὐκ ἐπιεικτόν, ἐπεί σφισιν ἕρμα πόληος
ἔσκε καὶ ἀλλοδαπός περ ἐών· πολέες γὰρ ἅμ᾽ αὐτῷ 550
λαοὶ ἕποντ᾽, ἐν δ᾽ αὐτὸς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι·
βὰν δ᾽ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι· ἦρχε δ᾽ ἄρα σφιν
Ἕκτωρ χωόμενος Σαρπηδόνος. αὐτὰρ Ἀχαιοὺς
ὦρσε Μενοιτιάδεω Πατροκλῆος λάσιον κῆρ·
Αἴαντε πρώτω προσέφη, μεμαῶτε καὶ αὐτώ· 555
«Αἴαντε, νῦν σφῶϊν ἀμύνεσθαι φίλον ἔστω,
οἷοί περ πάρος ἦτε μετ᾽ ἀνδράσιν, ἢ καὶ ἀρείους.
κεῖται ἀνὴρ ὃς πρῶτος ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν,
Σαρπηδών· ἀλλ᾽ εἴ μιν ἀεικισσαίμεθ᾽ ἑλόντες,
τεύχεά τ᾽ ὤμοιιν ἀφελοίμεθα, καί τιν᾽ ἑταίρων 560
αὐτοῦ ἀμυνομένων δαμασαίμεθα νηλέϊ χαλκῷ.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ ἀλέξασθαι μενέαινον.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ ἀμφοτέρωθεν ἐκαρτύναντο φάλαγγας,
Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Μυρμιδόνες καὶ Ἀχαιοί,
σύμβαλον ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχεσθαι 565
δεινὸν ἀΰσαντες· μέγα δ᾽ ἔβραχε τεύχεα φωτῶν.
Ζεὺς δ᾽ ἐπὶ νύκτ᾽ ὀλοὴν τάνυσε κρατερῇ ὑσμίνῃ,
ὄφρα φίλῳ περὶ παιδὶ μάχης ὀλοὸς πόνος εἴη.
Ὦσαν δὲ πρότεροι Τρῶες ἑλίκωπας Ἀχαιούς·
βλῆτο γὰρ οὔ τι κάκιστος ἀνὴρ μετὰ Μυρμιδόνεσσιν, 570
υἱὸς Ἀγακλῆος μεγαθύμου, δῖος Ἐπειγεύς,
ὅς ῥ᾽ ἐν Βουδείῳ εὖ ναιομένῳ ἤνασσε
τὸ πρίν· ἀτὰρ τότε γ᾽ ἐσθλὸν ἀνεψιὸν ἐξεναρίξας
ἐς Πηλῆ᾽ ἱκέτευσε καὶ ἐς Θέτιν ἀργυρόπεζαν·
οἱ δ᾽ ἅμ᾽ Ἀχιλλῆϊ ῥηξήνορι πέμπον ἕπεσθαι 575
Ἴλιον εἰς εὔπωλον, ἵνα Τρώεσσι μάχοιτο.
τόν ῥα τόθ᾽ ἁπτόμενον νέκυος βάλε φαίδιμος Ἕκτωρ
χερμαδίῳ κεφαλήν· ἡ δ᾽ ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη
ἐν κόρυθι βριαρῇ· ὁ δ᾽ ἄρα πρηνὴς ἐπὶ νεκρῷ
κάππεσεν, ἀμφὶ δέ μιν θάνατος χύτο θυμοραϊστής. 580
Πατρόκλῳ δ᾽ ἄρ᾽ ἄχος γένετο φθιμένου ἑτάροιο,
ἴθυσεν δὲ διὰ προμάχων ἴρηκι ἐοικὼς
ὠκέϊ, ὅς τ᾽ ἐφόβησε κολοιούς τε ψῆράς τε·
ὣς ἰθὺς Λυκίων, Πατρόκλεες ἱπποκέλευθε,
ἔσσυο καὶ Τρώων, κεχόλωσο δὲ κῆρ ἑτάροιο. 585
καί ῥ᾽ ἔβαλε Σθενέλαον, Ἰθαιμένεος φίλον υἱόν,
αὐχένα χερμαδίῳ, ῥῆξεν δ᾽ ἀπὸ τοῖο τένοντας.
χώρησαν δ᾽ ὑπό τε πρόμαχοι καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ.
ὅσση δ᾽ αἰγανέης ῥιπὴ ταναοῖο τέτυκται,
ἥν ῥά τ᾽ ἀνὴρ ἀφέῃ πειρώμενος ἢ ἐν ἀέθλῳ 590
ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ, δηΐων ὕπο θυμοραϊστέων,
τόσσον ἐχώρησαν Τρῶες, ὤσαντο δ᾽ Ἀχαιοί.
Γλαῦκος δὲ πρῶτος, Λυκίων ἀγὸς ἀσπιστάων,
ἐτράπετ᾽, ἔκτεινεν δὲ Βαθυκλῆα μεγάθυμον,
Χάλκωνος φίλον υἱόν, ὃς Ἑλλάδι οἰκία ναίων 595
ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσι.
τὸν μὲν ἄρα Γλαῦκος στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ
στρεφθεὶς ἐξαπίνης, ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων·
δούπησεν δὲ πεσών· πυκινὸν δ᾽ ἄχος ἔλλαβ᾽ Ἀχαιούς,
ὡς ἔπεσ᾽ ἐσθλὸς ἀνήρ· μέγα δὲ Τρῶες κεχάροντο, 600
στὰν δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἰόντες ἀολλέες· οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ἀχαιοὶ
ἀλκῆς ἐξελάθοντο, μένος δ᾽ ἰθὺς φέρον αὐτῶν.
ἔνθ᾽ αὖ Μηριόνης Τρώων ἕλεν ἄνδρα κορυστήν,
Λαόγονον, θρασὺν υἱὸν Ὀνήτορος, ὃς Διὸς ἱρεὺς
Ἰδαίου ἐτέτυκτο, θεὸς δ᾽ ὣς τίετο δήμῳ. 605
τὸν βάλ᾽ ὑπὸ γναθμοῖο καὶ οὔατος· ὦκα δὲ θυμὸς
ᾤχετ᾽ ἀπὸ μελέων, στυγερὸς δ᾽ ἄρα μιν σκότος εἷλεν.
Αἰνείας δ᾽ ἐπὶ Μηριόνῃ δόρυ χάλκεον ἧκεν·
ἔλπετο γὰρ τεύξεσθαι ὑπασπίδια προβιβῶντος.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος· 610
πρόσσω γὰρ κατέκυψε, τὸ δ᾽ ἐξόπιθεν δόρυ μακρὸν
οὔδει ἐνισκίμφθη, ἐπὶ δ᾽ οὐρίαχος πελεμίχθη
ἔγχεος· ἔνθα δ᾽ ἔπειτ᾽ ἀφίει μένος ὄβριμος Ἄρης.
αἰχμὴ δ᾽ Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης
ᾤχετ᾽, ἐπεί ῥ᾽ ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν. 615
Αἰνείας δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐχώσατο φώνησέν τε·
«Μηριόνη, τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ ἐόντα
ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε διαμπερές, εἴ σ᾽ ἔβαλόν περ.»