Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 601-672
Στον ξακουστό Μενέλαο ο Πείσαντρος χιμίζει απάνω τότε,
κι η μαύρη Μοίρα του τον έσπρωχνε να βρεί το θάνατό του,
Μενέλαε, να χαθεί απ᾽ το χέρι σου στην άγρια μέσα μάχη.
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του αλλού χιμώντας,
ο γιος του Ατρέα λαθεύει, κι έφυγε πέρα η ριξιά, του ανέμου· 605
και τότε ο Πείσαντρος του ασύγκριτου Μενέλαου το σκουτάρι
χτυπάει· μα το χαλκό δεν μπόρεσε να τον τρυπήσει ως πέρα,
τι το φαρδύ σκουτάρι εβάστηξε· και το κοντάρι σπάζει
στη δέση του, κι αυτός αγάλλουνταν, πως νίκησε θαρρώντας.
Το ασημοκαρφοπλούμιστο έσυρε σπαθί ο Μενέλαος τότε 610
κι απάνω του πηδάει· μα ο Πείσαντρος απ᾽ το σκουτάρι κάτω
όμορφη αξίνα βγάζει χάλκινη, σε τορνεμένο γύρω
μακρύ στειλιάρι ελιάς, και βρέθηκαν ο ένας στον άλλο αντίκρα.
Τούτος στο κέρατο τον πέτυχε του αλογουρίσιου κράνους
κάτω απ᾽ τη φούντα· μα όπως χύνουνταν, στο μέτωπο, στη ρίζα 615
της μύτης ο Μενέλαος τού ᾽δωσε· τα κόκαλα του σπάζει,
κι όλο αίμα χύθηκαν τα μάτια του μέσα στη σκόνη, ομπρός του.
Κι ως έπεσε στη γη λυγίζοντας, πατώντας τον στο στήθος
παίρνει ο Μενέλαος την αρμάτα του και μ᾽ έπαρση φωνάζει:
«Νά πώς τα πλοία των αλογάρηδων των Δαναών θ᾽ αφήστε, 620
Τρώες φαντασμένοι, πάντα αχόρταγοι γι᾽ ανήμερους πολέμους!
Ούτε οι άλλες οι ντροπές σάς έλειψαν μήτε οι αδικιές, που εμένα
μού ᾽χετε κάνει, εσείς παλιόσκυλα! κι ουδέ το Δία φοβάστε,
που σκέπει τη φιλιά ο βαρύβροντος, και στον τρανό θυμό του
μια μέρα το αψηλό σας σίγουρα θα ξεπατώσει κάστρο· 625
που εσείς μου πήρατε και φύγατε την ίδια μου γυναίκα,
και αυτή, που σας εφιλοκόνεψε, και βιος περίσσιο ακόμα.
Τώρα ξανά στα πελαγόδρομα τα πλοία φωτιά να βάλτε
φάουσα λυσσάτε, τους αντρόκαρδους σκοτώνοντας Αργίτες.
Μα θα κοπεί στη μάχη κάποτε, τρανή κι ας είναι, η ορμή σας. 630
Πατέρα Δία, στη γνώση ακούγεσαι πως ξεπερνάς τους άλλους,
θεούς κι ανθρώπους, κι όμως γίνουνται τούτα από σένα τώρα!
Μα πώς σε ανθρώπους θέλεις άνομους να κάνεις το χατίρι,
στους Τρώες, που ο πόθος τους πάντα άσεβος, κι ουδέ μπορούν τον άγριο
του φοβερού πολέμου τάραχο ποτέ τους να χορτάσουν; 635
Όλα στο τέλος τα μπουχτίζουμε, τον ύπνο, την αγκάλη,
και το χορό μαθές τον όμορφο, και το γλυκό τραγούδι·
κι όμως αυτά ειναι που ο καθένας μας να τα χαρεί γυρεύει,
κι όχι τον πόλεμο· ανεχόρταγοι για μάχες μόνο οι Τρώες!»
Είπε, και το νεκρό από τ᾽ άρματα τα αιματωμένα γδύνει, 640
κι ως ο άψεγος Μενέλαος τά ᾽δωκε στους σύντροφούς του πίσω,
γυρνάει ξανά και δίχως άργητα τους μπροστομάχους σμίγει.
Και τότε απάνω του ο Αρπαλίωνας, του ρήγα Πυλαιμένη
ο γιος, χιμάει· στην Τροία τον κύρη του, κι αυτός να πολεμήσει,
είχε ακλουθήξει, μα δε γύρισε στη γη την πατρική του. 645
Αυτός το γιο του Ατρέα σιμώνοντας στη μέση το σκουτάρι
τού κονταρεύει, μα δεν μπόρεσε να το τρυπήσει ως πέρα·
κι είπε να γείρει στους συντρόφους του, του Χάρου να ξεφύγει,
κλωθογυρίζοντας τα μάτια του, κανείς μην τον λαβώσει.
Μα ως έφευγε, ο Μηριόνης πάνω του χαλκή σαγίτα ρίχνει, 650
και στο δεξιό γλουτό τον πέτυχε, και πρόβαλε απαντίκρυ
κάτω απ᾽ το κόκαλο, τη φούσκα του τρυπώντας, η σαγίτα.
Κι όπως σωριάστη εκεί, εξεψύχησε, στων ακριβών συντρόφων
τα χέρια μέσα· κι έτσι εκείτουνταν στη γη, καθώς σκουλήκι,
φαρδύς πλατύς, και το αίμα του έτρεχε μουσκεύοντας το χώμα. 655
Κι οι Παφλαγόνες οι αντροδύναμοι τον γνοιάστηκαν, κι απάνω
στο αμάξι βάζοντάς τον τράβηξαν κατά την Τροία την άγια,
θλιμμένοι· κι ακλουθούσε ο κύρης του στο κλάμα βουτημένος,
κι ουδέ του γιου του που σκοτώθηκε το γαίμα επήρε πίσω.
Κι ο Πάρης, ως τον είδε πού ᾽πεσε, θυμός βαρύς τον παίρνει, 660
τι αυτός παλιά τον καλοσκάμνιζε στους Παφλαγόνες μέσα·
κι έτσι θυμώνοντας ξαπόστειλε μεμιάς χαλκή σαγίτα.
Ήτανε κάποιος που τον έλεγαν Ευχήνορα, του μάντη
γιος του Πολύιδου, πλούσιος, άτρομος, στην Κόρινθο που ζούσε·
κι ως μες στα πλοία κινούσε, κάτεχε το μαύρο ριζικό του. 665
Συχνά απ᾽ το μυαλωμένο γέροντα Πολύιδο τό ᾽χε ακούσει:
γιά από κακιάν αρρώστια θά ᾽σβηνε στο αρχοντικό του μέσα,
γιά θα τον σκότωναν στ᾽ αργίτικα σιμά καράβια οι Τρώες.
Μα έτσι μηδέ ξαντίμεμα έδινε στους Δαναούς καθόλου,
κι απ᾽ τη φριχτήν αρρώστια γλίτωνε, που θα τον τυραννούσε. 670
Κάτω απ᾽ τ᾽ αφτί και το σαγόνι του τον βρήκε, κι η ψυχή του
απ᾽ το κορμί με βιάση ως έφευγε, τον πήρε το σκοτάδι.
Πείσανδρος δ᾽ ἰθὺς Μενελάου κυδαλίμοιο
ἤϊε· τὸν δ᾽ ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλοσδε,
σοί, Μενέλαε, δαμῆναι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι.
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
Ἀτρεΐδης μὲν ἅμαρτε, παραὶ δέ οἱ ἐτράπετ᾽ ἔγχος, 605
Πείσανδρος δὲ σάκος Μενελάου κυδαλίμοιο
οὔτασεν, οὐδὲ διαπρὸ δυνήσατο χαλκὸν ἐλάσσαι·
ἔσχεθε γὰρ σάκος εὐρύ, κατεκλάσθη δ᾽ ἐνὶ καυλῷ
ἔγχος· ὁ δὲ φρεσὶν ᾗσι χάρη καὶ ἐέλπετο νίκην.
Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον 610
ἆλτ᾽ ἐπὶ Πεισάνδρῳ· ὁ δ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος εἵλετο καλὴν
ἀξίνην εὔχαλκον, ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκκῳ,
μακρῷ ἐϋξέστῳ· ἅμα δ᾽ ἀλλήλων ἐφίκοντο.
ἤτοι ὁ μὲν κόρυθος φάλον ἤλασεν ἱπποδασείης
ἄκρον ὑπὸ λόφον αὐτόν, ὁ δὲ προσιόντα μέτωπον 615
ῥινὸς ὕπερ πυμάτης· λάκε δ᾽ ὀστέα, τὼ δέ οἱ ὄσσε
πὰρ ποσὶν αἱματόεντα χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν,
ἰδνώθη δὲ πεσών· ὁ δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βαίνων
τεύχεά τ᾽ ἐξενάριξε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·
«λείψετέ θην οὕτω γε νέας Δαναῶν ταχυπώλων, 620
Τρῶες ὑπερφίαλοι, δεινῆς ἀκόρητοι ἀϋτῆς,
ἄλλης μὲν λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς,
ἣν ἐμὲ λωβήσασθε, κακαὶ κύνες, οὐδέ τι θυμῷ
Ζηνὸς ἐριβρεμέτεω χαλεπὴν ἐδείσατε μῆνιν
ξεινίου, ὅς τέ ποτ᾽ ὔμμι διαφθέρσει πόλιν αἰπήν· 625
οἵ μευ κουριδίην ἄλοχον καὶ κτήματα πολλὰ
μὰψ οἴχεσθ᾽ ἀνάγοντες, ἐπεὶ φιλέεσθε παρ᾽ αὐτῇ·
νῦν αὖτ᾽ ἐν νηυσὶν μενεαίνετε ποντοπόροισι
πῦρ ὀλοὸν βαλέειν, κτεῖναι δ᾽ ἥρωας Ἀχαιούς.
ἀλλά ποθι σχήσεσθε καὶ ἐσσύμενοί περ Ἄρηος. 630
Ζεῦ πάτερ, ἦ τέ σέ φασι περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων,
ἀνδρῶν ἠδὲ θεῶν· σέο δ᾽ ἐκ τάδε πάντα πέλονται·
οἷον δὴ ἄνδρεσσι χαρίζεαι ὑβριστῇσι,
Τρωσίν, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται
φυλόπιδος κορέσασθαι ὁμοιΐου πτολέμοιο. 635
πάντων μὲν κόρος ἐστί, καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος
μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο,
τῶν πέρ τις καὶ μᾶλλον ἐέλδεται ἐξ ἔρον εἷναι
ἢ πολέμου· Τρῶες δὲ μάχης ἀκόρητοι ἔασιν.»
Ὣς εἰπὼν τὰ μὲν ἔντε᾽ ἀπὸ χροὸς αἱματόεντα 640
συλήσας ἑτάροισι δίδου Μενέλαος ἀμύμων,
αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ ἐξαῦτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη.
Ἔνθα οἱ υἱὸς ἐπᾶλτο Πυλαιμένεος βασιλῆος,
Ἁρπαλίων, ὅ ῥα πατρὶ φίλῳ ἕπετο πτολεμίξων
ἐς Τροίην, οὐδ᾽ αὖτις ἀφίκετο πατρίδα γαῖαν· 645
ὅς ῥα τότ᾽ Ἀτρεΐδαο μέσον σάκος οὔτασε δουρὶ
ἐγγύθεν, οὐδὲ διαπρὸ δυνήσατο χαλκὸν ἐλάσσαι,
ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων,
πάντοσε παπταίνων, μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ.
Μηριόνης δ᾽ ἀπιόντος ἵει χαλκήρε᾽ ὀϊστόν, 650
καί ῥ᾽ ἔβαλε γλουτὸν κάτα δεξιόν· αὐτὰρ ὀϊστὸς
ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ᾽ ὀστέον ἐξεπέρησεν.
ἑζόμενος δὲ κατ᾽ αὖθι φίλων ἐν χερσὶν ἑταίρων
θυμὸν ἀποπνείων, ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ
κεῖτο ταθείς· ἐκ δ᾽ αἷμα μέλαν ῥέε, δεῦε δὲ γαῖαν. 655
τὸν μὲν Παφλαγόνες μεγαλήτορες ἀμφεπένοντο,
ἐς δίφρον δ᾽ ἀνέσαντες ἄγον προτὶ Ἴλιον ἱρὴν
ἀχνύμενοι· μετὰ δέ σφι πατὴρ κίε δάκρυα λείβων,
ποινὴ δ᾽ οὔ τις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος.
Τοῦ δὲ Πάρις μάλα θυμὸν ἀποκταμένοιο χολώθη· 660
ξεῖνος γάρ οἱ ἔην πολέσιν μετὰ Παφλαγόνεσσι·
τοῦ ὅ γε χωόμενος προΐει χαλκήρε᾽ ὀϊστόν.
ἦν δέ τις Εὐχήνωρ, Πολυΐδου μάντιος υἱός,
ἀφνειός τ᾽ ἀγαθός τε, Κορινθόθι οἰκία ναίων,
ὅς ῥ᾽ εὖ εἰδὼς κῆρ᾽ ὀλοὴν ἐπὶ νηὸς ἔβαινε· 665
πολλάκι γάρ οἱ ἔειπε γέρων ἀγαθὸς Πολύϊδος
νούσῳ ὑπ᾽ ἀργαλέῃ φθίσθαι οἷς ἐν μεγάροισιν,
ἢ μετ᾽ Ἀχαιῶν νηυσὶν ὑπὸ Τρώεσσι δαμῆναι·
τῶ ῥ᾽ ἅμα τ᾽ ἀργαλέην θωὴν ἀλέεινεν Ἀχαιῶν
νοῦσόν τε στυγερήν, ἵνα μὴ πάθοι ἄλγεα θυμῷ. 670
τὸν βάλ᾽ ὑπὸ γναθμοῖο καὶ οὔατος· ὦκα δὲ θυμὸς
ᾤχετ᾽ ἀπὸ μελέων, στυγερὸς δ᾽ ἄρα μιν σκότος εἷλεν.