Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 11 στ. 596-654
Έτσι εκεί πέρα τούτοι εμάχουνταν σα φλόγα λαμπαδούσα·
κι ωστόσο του Νηλέα τ᾽ αλόγατα το Νέστορα ιδρωμένα
και το Μαχάονα τον πολέμαρχο μακριά απ᾽ τη μάχη εσέρναν.
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος τον γνώρισε ως τον είδε·
τι απάνω εστέκουνταν στου απλόχωρου του καραβιού την πρύμνα, 600
θωρώντας το βαρύ τους πόλεμο και την πικρή φευγάλα.
Κι ευτύς, φωνάζοντας απ᾽ τ᾽ άρμενο, το σύντροφό του κράζει,
τον Πάτροκλο· κι αυτός ακούγοντας προβαίνει απ᾽ το καλύβι
σαν το θεό τον Άρη ―κι άρχισε την ώρα αυτή ο χαμός του.
Και πρώτος μίλησε ο αντροδύναμος γιος του Μενοίτιου κι είπε: 605
«Γιατί, Αχιλλέα, με κράζεις; Λέγε μου, τί θέλεις από μένα;»
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε:
«Γιε του Μενοίτιου αρχοντογέννητε, πιο αγαπημένε απ᾽ όλους,
ήρθε ο καιρός θαρρώ στα πόδια μου να πέσουν μπρος οι Αργίτες
παρακαλώντας, τι ανεβάσταχτη τους έχει σφίξει ανάγκη. 610
Ωστόσο τρέχα τώρα, Πάτροκλε, στο Νέστορα, να μάθεις,
ποιός είναι εκείνος που λαβώθηκε και κουβαλά απ᾽ τη μάχη.
Πίσω ως τον έβλεπα, απαράλλαχτα με το Μαχάονα μοιάζει,
το θρέμμα του Ασκληπιού, το πρόσωπο δεν είδα ωστόσο διόλου·
τι με τη φόρα τους τ᾽ αλόγατα με βιάση προσπεράσαν.» 615
Είπε, κι ο Πάτροκλος του ακράνη του συναγρικάει το λόγο,
και πήρε στα καλύβια κι άρμενα των Δαναών να τρέχει.
Εκείνοι ωστόσο μπρος στου Νέστορα σα φτάσαν το καλύβι,
στην πολυθρόφα γη κατέβηκαν, και τ᾽ άλογα απ᾽ τ᾽ αμάξι
ο αλογατάρης Ευρυμέδοντας του γέροντα ξεζεύει. 620
Κι εκείνοι τον ιδρώτα εστέγνωσαν απ᾽ τους χιτώνες πρώτα
στον άνεμο απαντίκρυ στέκοντας, ομπρός στο ακροθαλάσσι,
και στο καλύβι εμπήκαν ύστερα και σε σκαμνιά εκαθίσαν.
Τότε η Εκαμήδη η καλοπλέξουδη πιοτό τούς ετοιμάζει.
Την Τένεδο ο Αχιλλέας σαν πάτησε, την είχαν δώσει οι Αργίτες, 625
την κόρη του Αρσινόου του αντρόκαρδου, στο γέροντα μοιράδι
αρχοντικό, τι πρώτη η γνώμη του στων άλλων μέσα πάντα.
Αυτή μπροστά τους γαλαζόποδο, πανώριο, τορνεμένο
τραπέζι πρώτα τώρα απίθωσε, κι απάνω του ακουμπούσε
κανίστρι χάλκινο, και μέσα του κρομμύδι για προσφάγι, 630
να πίνουν, μέλι ακόμα ολόξανθο και κρίθινο άγιο αλεύρι,
στερνά την ώρια κούπα, ο γέροντας πού ᾽χε απ᾽ την Πύλο φέρει,
την πλουμισμένη με χρυσόκαρφα, και τέσσερα τη ζώναν
αφτιά· σε κάθε αφτί δεξόζερβα χρυσά βοσκολογούσαν
δυο περιστέρια, κι από κάτω της διπλοί βρισκόνταν πάτοι. 635
Γεμάτη αν ήταν, άλλος δύσκολα να την κουνήσει μπόρειε,
μα ο γέρο Νέστορας ανέκοπα την έφερνε στα χείλια.
Εκεί συγκέρασε η θεόμορφη γυναίκα τότε πρώτα
κρασί απ᾽ την Πράμνο, ξύνει μέσα του με τη χαλκένια ξύστρα
τυρί γιδίσιο, και πασπάλισε κριθάλευρο από πάνω· 640
και το πιοτό σαν αποτέλειωσε, τους κάλεσε να πιούνε.
Και κείνοι τα στεγνά λαρύγγια τους με το πιοτό ως δροσίσαν,
στην ώρα πάνω που χαιρόντουσαν ο ένας του αλλού μιλώντας,
πα στο κατώφλι εφάνη ο Πάτροκλος, ίδιος θεός, κι εστάθη.
Θωρώντας τον πετάχτη ο γέροντας απ᾽ το λαμπρό θρονί του 645
και χεροκράτητα τον έμπασε και τού ᾽πε να καθίσει·
όμως ο Πάτροκλος του αρνήθηκε και τέτοια απηλογήθη:
«Δεν είναι, γέροντα αρχοντόθρεφτε, να κάτσω· δε θα μείνω·
αυτόν που μ᾽ έστειλε τον σέβουμαι μαθές και τον φοβούμαι.
Θέλει να μάθει ποιός λαβώθηκε κι ήρθε μαζί σου· ωστόσο 650
κι εγώ τον βλέπω, ειναι ο Μαχάονας ο ρήγας, τον γνωρίζω.
Τώρα ξανά γυρνώ, το μήνυμα στον Αχιλλέα να φέρω·
το ξέρεις, γέροντα αρχοντόθρεφτε, καλά πόσό ᾽ναι εκείνος
να τον φοβάσαι· κι αν δεν έφταιξες, μπορεί σε βγάζει φταίχτη.»
Ὣς οἱ μὲν μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο·
Νέστορα δ᾽ ἐκ πολέμοιο φέρον Νηλήϊαι ἵπποι
ἱδρῶσαι, ἦγον δὲ Μαχάονα, ποιμένα λαῶν.
τὸν δὲ ἰδὼν ἐνόησε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
ἑστήκει γὰρ ἐπὶ πρύμνῃ μεγακήτεϊ νηΐ, 600
εἰσορόων πόνον αἰπὺν ἰῶκά τε δακρυόεσσαν.
αἶψα δ᾽ ἑταῖρον ἑὸν Πατροκλῆα προσέειπε,
φθεγξάμενος παρὰ νηός· ὁ δὲ κλισίηθεν ἀκούσας
ἔκμολεν ἶσος Ἄρηϊ, κακοῦ δ᾽ ἄρα οἱ πέλεν ἀρχή.
τὸν πρότερος προσέειπε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός· 605
«τίπτέ με κικλήσκεις Ἀχιλεῦ; τί δέ σε χρεὼ ἐμεῖο;»
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«δῖε Μενοιτιάδη, τῷ ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ,
νῦν ὀΐω περὶ γούνατ᾽ ἐμὰ στήσεσθαι Ἀχαιοὺς
λισσομένους· χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ᾽ ἀνεκτός. 610
ἀλλ᾽ ἴθι νῦν, Πάτροκλε Διῒ φίλε, Νέστορ᾽ ἔρειο
ὅν τινα τοῦτον ἄγει βεβλημένον ἐκ πολέμοιο·
ἤτοι μὲν τά γ᾽ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικε
τῷ Ἀσκληπιάδῃ, ἀτὰρ οὐκ ἴδον ὄμματα φωτός·
ἵπποι γάρ με παρήϊξαν πρόσσω μεμαυῖαι.» 615
Ὣς φάτο, Πάτροκλος δὲ φίλῳ ἐπεπείθεθ᾽ ἑταίρῳ,
βῆ δὲ θέειν παρά τε κλισίας καὶ νῆας Ἀχαιῶν.
Οἱ δ᾽ ὅτε δὴ κλισίην Νηληϊάδεω ἀφίκοντο,
αὐτοὶ μέν ῥ᾽ ἀπέβησαν ἐπὶ χθόνα πουλυβότειραν,
ἵππους δ᾽ Εὐρυμέδων θεράπων λύε τοῖο γέροντος 620
ἐξ ὀχέων· τοὶ δ᾽ ἱδρῶ ἀπεψύχοντο χιτώνων,
στάντε ποτὶ πνοιὴν παρὰ θῖν᾽ ἁλός· αὐτὰρ ἔπειτα
ἐς κλισίην ἐλθόντες ἐπὶ κλισμοῖσι κάθιζον.
τοῖσι δὲ τεῦχε κυκειῶ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη,
τὴν ἄρετ᾽ ἐκ Τενέδοιο γέρων, ὅτε πέρσεν Ἀχιλλεύς, 625
θυγατέρ᾽ Ἀρσινόου μεγαλήτορος, ἥν οἱ Ἀχαιοὶ
ἔξελον, οὕνεκα βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων.
ἥ σφωϊν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν
καλὴν κυανόπεζαν ἐΰξοον, αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῆς
χάλκειον κάνεον, ἐπὶ δὲ κρόμυον ποτῷ ὄψον, 630
ἠδὲ μέλι χλωρόν, παρὰ δ᾽ ἀλφίτου ἱεροῦ ἀκτήν,
πὰρ δὲ δέπας περικαλλές, ὃ οἴκοθεν ἦγ᾽ ὁ γεραιός,
χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον· οὔατα δ᾽ αὐτοῦ
τέσσαρ᾽ ἔσαν, δοιαὶ δὲ πελειάδες ἀμφὶς ἕκαστον
χρύσειαι νεμέθοντο, δύω δ᾽ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν. 635
ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης
πλεῖον ἐόν, Νέστωρ δ᾽ ὁ γέρων ἀμογητὶ ἄειρεν.
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ ἐϊκυῖα θεῇσιν
οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ᾽ αἴγειον κνῆ τυρὸν
κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε, 640
πινέμεναι δὲ κέλευσεν, ἐπεί ῥ᾽ ὥπλισσε κυκειῶ.
τὼ δ᾽ ἐπεὶ οὖν πίνοντ᾽ ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν,
μύθοισιν τέρποντο πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντες,
Πάτροκλος δὲ θύρῃσιν ἐφίστατο, ἰσόθεος φώς.
τὸν δὲ ἰδὼν ὁ γεραιὸς ἀπὸ θρόνου ὦρτο φαεινοῦ, 645
ἐς δ᾽ ἄγε χειρὸς ἑλών, κατὰ δ᾽ ἑδριάασθαι ἄνωγε.
Πάτροκλος δ᾽ ἑτέρωθεν ἀναίνετο εἶπέ τε μῦθον·
«οὐχ ἕδος ἐστί, γεραιὲ διοτρεφές, οὐδέ με πείσεις.
αἰδοῖος νεμεσητὸς ὅ με προέηκε πυθέσθαι
ὅν τινα τοῦτον ἄγεις βεβλημένον· ἀλλὰ καὶ αὐτὸς 650
γιγνώσκω, ὁρόω δὲ Μαχάονα, ποιμένα λαῶν.
νῦν δὲ ἔπος ἐρέων πάλιν ἄγγελος εἶμ᾽ Ἀχιλῆϊ.
εὖ δὲ σὺ οἶσθα, γεραιὲ διοτρεφές, οἷος ἐκεῖνος
δεινὸς ἀνήρ· τάχα κεν καὶ ἀναίτιον αἰτιόῳτο.»