Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 8 στ. 489-565
Κι ο τρανός Έχτορας σε σύναξη τους Τρώες μαζώνει τότε,
στον ποταμό το βαθιοστρόβιλο, μακριά από τα καράβια, 490
σε ξάγναντο, που δεν το σκέπαζαν κουφάρια σκοτωμένων.
Κι από τ᾽ αμάξια τους κατέβηκαν στη γη, για να γρικήσουν
τον ακριβό του Δία, τον Έχτορα· κι αυτός κοντάρι εκράτα
στο χέρι του σφιχτά εντεκάπηχο, που γυάλιζε ο χαλός του
χαλκένιος, και χρυσό τον έζωνε τρογύρα δαχτυλίδι. 495
Πάνω σ᾽ αυτό ακουμπώντας άρχισε μέσα στους Τρώες να λέει:
«Ακούστε, Τρώες εσείς και Δάρδανοι κι οι σύμμαχοί μας όλοι·
έλεγα τώρα πως θ᾽ αφάνιζα και πλοία μαζί κι Αργίτες,
προτού στην Τροία την ανεμόδαρτη ξανά βρεθούμε πίσω.
Μα το σκοτάδι μάς επρόλαβε, κι αυτό ᾽ναι τους Αργίτες 500
και τα καράβια τους που γλίτωσε κοντά στο γυρογιάλι.
Πλάκωσε η μαύρη νύχτα· η χάρη της ας γένει· ελάτε τώρα
το δείπνο να γνοιαστούμε γρήγορα, και λύστε από τ᾽ αμάξια
τ᾽ αλόγατά σας τα καλότριχα, και βάλτε τους να φάνε·
και φέρτε βόδια εδώ και πρόβατα παχιά απ᾽ το κάστρο μέσα 505
αμέσως τώρα, και μελόγλυκο κρασί να ᾽ρθεί γνοιαστείτε,
κι ακόμα και ψωμί απ᾽ τα σπίτια σας· σωρό μαζεύτε ξύλα,
κι ολονυχτίς, την πουρνογέννητην Αυγή ως να ιδούμε, ας καίμε
φωτιές πολλές ολούθε, η λάμψη τους στον ουρανό να φτάνει.
Μήπως οι Αργίτες οι μακρόμαλλοι λογιάσουν μες στη νύχτα 510
να φύγουν από δω, στης θάλασσας την πλατιά ράχη απάνω.
Όχι, δε θέλω δίχως πόλεμο ν᾽ ανέβουν στα καράβια,
μόνο γυρνώντας ο καθένας τους νά ᾽χει πληγή να γιάνει,
από σαγίτα ή καλοακόνιστο κοντάρι λαβωμένος,
την ώρα στο καράβι πού ᾽μπαινε, για να φοβούνται κι άλλοι 515
στους Τρώες τους αλογάδες πόλεμο πολύδακρο ν᾽ ασκώνουν.
Κι ας διαλαλήσουν θεοφίλητοι σε όλο το κάστρο κράχτες,
τα νέα τ᾽ αγόρια με τους γέροντες τους ψαρομελιγγάτους
γύρω στου κάστρου τους θεόχτιστους να μαζωχτούνε πύργους·
και καθεμιά από τις γυναίκες μας τρανή φωτιά ν᾽ ανάψει 520
μέσα στο σπίτι της· κι ας βάλουμε δικούς μας να φυλάνε,
κρυφά μην μπουν οχτροί στο κάστρο μας, όσο ο στρατός μας λείπει.
Έτσι να γίνουν, Τρώες αντρόκαρδοι, καθώς ορίζω τώρα.
Ειπώθη ο λόγος που συνταίριαζε στις ώρες που περνούμε·
τ᾽ άλλα στους Τρώες τους αλογάρηδες θα πω ταχιά σα φέξει. 525
Θαρρώ ―κι ο Δίας με τους αθάνατους τους άλλους ας μ᾽ ακούσουν―
πώς τα σκυλιά από δω θα διώξουμε τα λαμιοσκοτωμένα,
που οι μαύρες Λάμιες να τους σκότωναν στα μαύρα τους καράβια!
Τη νύχτα τώρα αυτή ας κοιτάξουμε να καλοφυλαχτούμε,
και το πουρνό, τα ξημερώματα, συνάρματοι θα πάμε 530
τον άγριον Άρη να σηκώσουμε μπρος στα βαθιά καράβια.
Τότε θα μάθουμε αν ο αντρόκαρδος γιος του Τυδέα Διομήδης
θα διώξει πίσω εμένα απ᾽ τ᾽ άρμενα στο κάστρο, γιά εγώ πάλε
σκοτώνοντάς τον αιματόβαφα θα κουβαλήσω κούρσα.
Αύριο θα δείξει το κουράγιο του κι αν θα μπορέσει ατός του 535
να κρατηθεί μπρος στο κοντάρι μου· μ᾽ από τους πρώτους λέω
θα πέσει λαβωμένος με άμετρους τρογύρα του συντρόφους,
αύριο ταχιά στου ηλιού το χάραμα. Νά ᾽ταν εγώ να ζούσα
για πάντα αθάνατος κι αγέραστος, να με τιμούν κι εμένα
ως την Παλλάδα ή τον Απόλλωνα τιμούν, όσο ᾽ναι αλήθεια 540
η μέρα αυτή κακά περίτρανα πως φέρνει στους Αργίτες.»
Αυτά ειπε ο Έχτορας, και χούγιαξαν γρικώντας τον οι Τρώες·
και τα ιδρωμένα επήραν κι έλυσαν απ᾽ το ζυγό άλογά τους,
και με λουριά ο καθένας τά ᾽δεσε στο αμάξι του αποδίπλα.
Και φέραν βόδια εκεί και πρόβατα παχιά απ᾽ το κάστρο μέσα 545
πάνω στην ώρα, και μελόγλυκο κρασί να ᾽ρθεί γνοιάστηκαν,
κι ακόμα και ψωμί απ᾽ τα σπίτια τους, και μάζεψαν και ξύλα·
και σφάζαν πλήθος στους αθάνατους σφαχτά χωρίς ψεγάδι.
Κι οι ανέμοι από τον κάμπο ανέβαζαν τη νόστιμη την κνίσα
ψηλά στα ουράνια, μα οι τρισεύτυχοι θεοί δεν την γευόνταν, 550
κι ουδέ τη δέχουνταν, τι ολόκαρδα την άγια Τροία μισούσαν,
τον ίδιο τον Πρίαμο τον πολέμαρχο και το λαό του ακέριο.
Όμως αυτοί, γεμάτοι ξέπαρση, στα διάβατα της μάχης
ολονυχτίς καθόνταν, κι άναβαν φωτιές πολλές κοντά τους.
Πώς στο λαμπρό φεγγάρι ολόγυρα, ψηλά στα ουράνια, τ᾽ άστρα 555
στράφτουν ολόφωτα, κι απάνεμος κρατιέται ολούθε ο αιθέρας,
και γύρα οι βίγλες όλες φαίνουνται, τ᾽ ακρόκορφα, οι λαγκάδες,
κι από τα ουράνια κάτω απέραντος ανοίγει ξάφνου ο αιθέρας,
κι ως όλα βγαίνουν τ᾽ άστρα, ευφράθηκε βαθιά ο βοσκός στα φρένα·
τόσες φωτιές οι Τρώες φεγγόβολες στο κάστρο ομπρός ανάβαν, 560
αναμεσός στα πλοία τ᾽ αργίτικα και στα νερά του Ξάνθου.
Χίλιες φωτιές στον κάμπο εκόρωναν, κι ολόγυρα στη λάμψη
της καθεμιάς φωτιάς που εφούντωνε πενήντα Τρώες καθόνταν.
Και πλάι στ᾽ αμάξια εστέκαν τ᾽ άλογα κι άσπρο κριθάρι ετρώγαν
και βίκο, πότε η Αυγή η χρυσόθρονη θα φτάσει καρτερώντας. 565
Τρώων αὖτ᾽ ἀγορὴν ποιήσατο φαίδιμος Ἕκτωρ,
νόσφι νεῶν ἀγαγὼν ποταμῷ ἔπι δινήεντι, 490
ἐν καθαρῷ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος.
ἐξ ἵππων δ᾽ ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα μῦθον ἄκουον,
τόν ῥ᾽ Ἕκτωρ ἀγόρευε Διῒ φίλος· ἐν δ᾽ ἄρα χειρὶ
ἔγχος ἔχ᾽ ἑνδεκάπηχυ· πάροιθε δὲ λάμπετο δουρὸς
αἰχμὴ χαλκείη, περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης, 495
τῷ ὅ γ᾽ ἐρεισάμενος ἔπεα Τρώεσσι μετηύδα·
κέκλυτέ μευ, Τρῶες καὶ Δάρδανοι ἠδ᾽ ἐπίκουροι·
νῦν ἐφάμην νῆάς τ᾽ ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιοὺς
ἂψ ἀπονοστήσειν προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν·
ἀλλὰ πρὶν κνέφας ἦλθε, τὸ νῦν ἐσάωσε μάλιστα 500
Ἀργείους καὶ νῆας ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
ἀλλ᾽ ἤτοι νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ
δόρπα τ᾽ ἐφοπλισόμεσθα· ἀτὰρ καλλίτριχας ἵππους
λύσαθ᾽ ὑπὲξ ὀχέων, παρὰ δέ σφισι βάλλετ᾽ ἐδωδήν·
ἐκ πόλιος δ᾽ ἄξεσθε βόας καὶ ἴφια μῆλα 505
καρπαλίμως, οἶνον δὲ μελίφρονα οἰνίζεσθε
σῖτόν τ᾽ ἐκ μεγάρων, ἐπὶ δὲ ξύλα πολλὰ λέγεσθε,
ὥς κεν παννύχιοι μέσφ᾽ ἠοῦς ἠριγενείης
καίωμεν πυρὰ πολλά, σέλας δ᾽ εἰς οὐρανὸν ἵκῃ,
μή πως καὶ διὰ νύκτα κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ 510
φεύγειν ὁρμήσωνται ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
μὴ μὰν ἀσπουδί γε νεῶν ἐπιβαῖεν ἕκηλοι,
ἀλλ᾽ ὥς τις τούτων γε βέλος καὶ οἴκοθι πέσσῃ,
βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ ὀξυόεντι
νηὸς ἐπιθρῴσκων, ἵνα τις στυγέῃσι καὶ ἄλλος 515
Τρωσὶν ἐφ᾽ ἱπποδάμοισι φέρειν πολύδακρυν Ἄρηα.
κήρυκες δ᾽ ἀνὰ ἄστυ Διῒ φίλοι ἀγγελλόντων
παῖδας πρωθήβας πολιοκροτάφους τε γέροντας
λέξασθαι περὶ ἄστυ θεοδμήτων ἐπὶ πύργων·
θηλύτεραι δὲ γυναῖκες ἐνὶ μεγάροισιν ἑκάστη 520
πῦρ μέγα καιόντων· φυλακὴ δέ τις ἔμπεδος ἔστω,
μὴ λόχος εἰσέλθῃσι πόλιν λαῶν ἀπεόντων.
ὧδ᾽ ἔστω, Τρῶες μεγαλήτορες, ὡς ἀγορεύω·
μῦθος δ᾽ ὃς μὲν νῦν ὑγιὴς εἰρημένος ἔστω,
τὸν δ᾽ ἠοῦς Τρώεσσι μεθ᾽ ἱπποδάμοις ἀγορεύσω. 525
ἔλπομαι εὐχόμενος Διί τ᾽ ἄλλοισίν τε θεοῖσιν
ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους,
οὓς κῆρες φορέουσι μελαινάων ἐπὶ νηῶν.
ἀλλ᾽ ἤτοι ἐπὶ νυκτὶ φυλάξομεν ἡμέας αὐτούς,
πρῶϊ δ᾽ ὑπηοῖοι σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες 530
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα.
εἴσομαι εἴ κέ μ᾽ ὁ Τυδεΐδης κρατερὸς Διομήδης
πὰρ νηῶν πρὸς τεῖχος ἀπώσεται, ἦ κεν ἐγὼ τὸν
χαλκῷ δῃώσας ἔναρα βροτόεντα φέρωμαι.
αὔριον ἣν ἀρετὴν διαείσεται, εἴ κ᾽ ἐμὸν ἔγχος 535
μείνῃ ἐπερχόμενον· ἀλλ᾽ ἐν πρώτοισιν, ὀΐω,
κείσεται οὐτηθείς, πολέες δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροι,
ἠελίου ἀνιόντος ἐς αὔριον· εἰ γὰρ ἐγὼν ὣς
εἴην ἀθάνατος καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα,
τιοίμην δ᾽ ὡς τίετ᾽ Ἀθηναίη καὶ Ἀπόλλων, 540
ὡς νῦν ἡμέρη ἥδε κακὸν φέρει Ἀργείοισιν.»
Ὣς Ἕκτωρ ἀγόρευ᾽, ἐπὶ δὲ Τρῶες κελάδησαν.
οἱ δ᾽ ἵππους μὲν λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας,
δῆσαν δ᾽ ἱμάντεσσι παρ᾽ ἅρμασιν οἷσιν ἕκαστος·
ἐκ πόλιος δ᾽ ἄξοντο βόας καὶ ἴφια μῆλα 545
καρπαλίμως, οἶνον δὲ μελίφρονα οἰνίζοντο,
σῖτόν τ᾽ ἐκ μεγάρων, ἐπὶ δὲ ξύλα πολλὰ λέγοντο.
[ἔρδον δ᾽ ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας·]
κνίσην δ᾽ ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω
[ἡδεῖαν· τῆς δ᾽ οὔ τι θεοὶ μάκαρες δατέοντο, 550
οὐδ᾽ ἔθελον· μάλα γάρ σφιν ἀπήχθετο Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο].
Οἱ δὲ μέγα φρονέοντες ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρας
ἥατο παννύχιοι, πυρὰ δέ σφισι καίετο πολλά.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐν οὐρανῷ ἄστρα φαεινὴν ἀμφὶ σελήνην 555
φαίνετ᾽ ἀριπρεπέα, ὅτε τ᾽ ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ·
ἔκ τ᾽ ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι
καὶ νάπαι· οὐρανόθεν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπερράγη ἄσπετος αἰθήρ,
πάντα δὲ εἴδεται ἄστρα, γέγηθε δέ τε φρένα ποιμήν·
τόσσα μεσηγὺ νεῶν ἠδὲ Ξάνθοιο ῥοάων 560
Τρώων καιόντων πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι πρό.
χίλι᾽ ἄρ᾽ ἐν πεδίῳ πυρὰ καίετο, πὰρ δὲ ἑκάστῳ
ἥατο πεντήκοντα σέλᾳ πυρὸς αἰθομένοιο.
ἵπποι δὲ κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας
ἑσταότες παρ᾽ ὄχεσφιν ἐΰθρονον Ἠῶ μίμνον. 565