Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 7 στ. 421-482
Και σύντας ο ήλιος, ανεβαίνοντας τον ουρανό, τις πρώτες
πα στα χωράφια αχτίδες του έριξεν απ᾽ το βαθύ κινώντας
τον Ωκεανό τον αργοσάλευτο, στον κάμπο εκείνοι εσμίξαν.
Μα τους νεκρούς δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίσουν όλους·
γι᾽ αυτό και με νερό τα γαίματα τούς πλέναν τα πηγμένα, 425
χύνοντας μαύρα δάκρυα, κι έπειτα στ᾽ αμάξια τούς φορτώναν.
Μα ο μέγας Πρίαμος δεν τους άφηνε να κλαιν κι εκείνοι τότε
βουβοί πα στην πυρά τούς σώριαζαν με σπαραγμένα σπλάχνα·
κι αφού τους κάψαν, πίσω εκίνησαν να παν στην Τροία την άγια.
Κι από την άλλη οι Αργίτες σώριαζαν οι χαλκαρματωμένοι 430
πα στην πυρά τους σκοτωμένους τους με σπαραγμένα σπλάχνα·
κι αφού τους κάψαν, πίσω εγύρισαν στα βαθουλά καράβια.
Αυγή δεν ήταν· ασπρογάλιαζε το φως στη νύχτα ακόμα,
σα γύρω απ᾽ την πυρά μαζώχτηκαν Αργίτες διαλεγμένοι
και πήραν γύρα της κι ανάσκωσαν κοινό μνημούρι σε όλους, 435
χώμα απ᾽ τον κάμπο ολούθε υψώνοντας, και πλάι του πυργοτείχι
και πύργους έχτισαν τετράψηλους, κι αυτούς και τ᾽ άρμενά τους
να διαφεντεύουν· βάλαν έπειτα καλαρμοσμένες πόρτες,
πλατύς για να περνά από μέσα τους για τ᾽ άλογά τους δρόμος·
κι απόξω ένα χαντάκι διάπλατο, βαθύ, μεγάλο, ανοίξαν 440
στο καστροτείχι δίπλα, κι έμπηξαν παλούκια στις πλαγιές του.
Οι Αργίτες έτσι οι μακρομάλληδες χαράματα εδουλεύαν·
κι οι αθάνατοι στον κεραυνόχαρο το Δία καθόνταν πλάι,
το έργο το μέγα αποθαμάζοντας των Αχαιών μπροστά τους·
κι ο Ποσειδώνας πρώτος μίλησεν ο κοσμοσείστης κι είπε: 445
«Πατέρα Δία, θνητός στην άμετρη τη γης απάνω αλήθεια
πια θα βρεθεί, που στους αθάνατους θα πει τους λογισμούς του;
Και δε θωράς τους μακρομάλληδες Αργίτες, καστροτείχι
που χτίσαν πάνω απ᾽ τα καράβια τους κι ολόγυρά του ανοίξαν
χαντάκι, δίχως στους αθάνατους τρανές θυσίες να κάνουν; 450
Θα δοξαστεί το καστροτείχι τους ως κει που απλώνει η μέρα,
μα το άλλο, αυτό που εγώ κι ο Απόλλωνας με ιδρώτα έχουμε χτίσει
για τον τρανό το Λαομέδοντα, θα το ξεχάσει ο κόσμος.»
Συχύστη τότε ο Δίας κι απάντησεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Ωχού μου, Κοσμοσείστη ανίκητε, τί λόγια αυτά που κρένεις; 455
Άλλος θεός μια τέτοια απόφαση μπορεί και να φοβόταν,
αν ήταν πιο αχαμνός στη δύναμη και στην καρδιά από σένα.
Μα εσέ θα λάμπει πάντα η δόξα σου μακριά ως που απλώνει η μέρα.
Άκου: την ώρα που οι μακρόμαλλοι θα ξεκινούν Αργίτες
στην πατρική τους γη διαγέρνοντας, το καστροτείχι ετούτο 460
θρουβάλιασέ το και στη θάλασσα να το γκρεμίσεις όλο·
και με άμμο το φαρδύ το ακρόγιαλο ν᾽ αποσκεπάσεις πάλε,
και τότε το τειχί το αργίτικο θ᾽ αφανιστεί απ᾽ τον κόσμο.»
Αυτά μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι τότε· ωστόσο
ο γήλιος έπεσε και τέλεψαν οι Αργίτες τη δουλειά τους· 465
και στα καλύβια βόδια εσφάζανε, και πήραν και δειπνούσαν·
κι είχαν κρασί απ᾽ τη Λήμνο, πού ᾽φεραν πολλά καράβια εκείθε,
σταλμένα από το γιο του Ιάσονα στους Αχαιούς, τον Εύνηο,
πού ᾽χε γεννήσει στον Ιάσονα το βασιλιά η Υψιπύλη.
Στους γιους του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα και το Μενέλαο, χώρια 470
είχε σταλμένα ο γιος του Ιάσονα κρασί, λαγήνια χίλια.
Εκείθε οι Αργίτες οι μακρόμαλλοι ψωνίζαν το κρασί τους,
κι έδινε ποιος χαλκό, ποιος σίδερο στραφταλιστό, ποιος πάλε
με βόδια ζωντανά τού τ᾽ άλλαζε, ποιος με βοδιώ τομάρια,
ποιος και με σκλάβους, κι έτσι εχαίρουνταν πλούσιο τραπέζι πάντα. 475
Ολονυχτίς οι μακρομάλληδες Αργίτες τότε ετρώγαν,
κι από την άλλη οι Τρώες κι οι σύμμαχοι μέσα στο κάστρο ολούθε·
κι ολονυχτίς κακά ο βαθύγνωμος ο Δίας τούς μελετούσε
βροντώντας δυνατά, κι ολόχλωμη τους έκοβε τρομάρα.
Κι απά στη γη με τα ποτήρια τους χύναν κρασί, κι ούτ᾽ ένας 480
κόταε να πιει, στον πολυδύναμο το Δία σταλιές πριν στάξει.
Πλαγιάσαν έπειτα και φράθηκαν την άγια του ύπνου χάρη.
Ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας,
ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο
οὐρανὸν εἰσανιών· οἱ δ᾽ ἤντεον ἀλλήλοισιν.
ἔνθα διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον·
ἀλλ᾽ ὕδατι νίζοντες ἄπο βρότον αἱματόεντα, 425
δάκρυα θερμὰ χέοντες ἀμαξάων ἐπάειραν.
οὐδ᾽ εἴα κλαίειν Πρίαμος μέγας· οἱ δὲ σιωπῇ
νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπινήνεον ἀχνύμενοι κῆρ,
ἐν δὲ πυρὶ πρήσαντες ἔβαν προτὶ Ἴλιον ἱρήν.
ὣς δ᾽ αὔτως ἑτέρωθεν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ 430
νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπινήνεον ἀχνύμενοι κῆρ,
ἐν δὲ πυρὶ πρήσαντες ἔβαν κοίλας ἐπὶ νῆας.
Ἦμος δ᾽ οὔτ᾽ ἄρ πω ἠώς, ἔτι δ᾽ ἀμφιλύκη νύξ,
τῆμος ἄρ᾽ ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν,
τύμβον δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὴν ἕνα ποίεον ἐξαγαγόντες 435
ἄκριτον ἐκ πεδίου, ποτὶ δ᾽ αὐτὸν τεῖχος ἔδειμαν
πύργους θ᾽ ὑψηλούς, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν.
ἐν δ᾽ αὐτοῖσι πύλας ἐνεποίεον εὖ ἀραρυίας,
ὄφρα δι᾽ αὐτάων ἱππηλασίη ὁδὸς εἴη·
ἔκτοσθεν δὲ βαθεῖαν ἐπ᾽ αὐτῷ τάφρον ὄρυξαν, 440
εὐρεῖαν μεγάλην, ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξαν.
Ὣς οἱ μὲν πονέοντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοί·
οἱ δὲ θεοὶ πὰρ Ζηνὶ καθήμενοι ἀστεροπητῇ
θηεῦντο μέγα ἔργον Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Ποσειδάων ἐνοσίχθων· 445
«Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τίς ἐστι βροτῶν ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν
ὅς τις ἔτ᾽ ἀθανάτοισι νόον καὶ μῆτιν ἐνίψει;
οὐχ ὁράᾳς ὅτι δὴ αὖτε κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
τεῖχος ἐτειχίσσαντο νεῶν ὕπερ, ἀμφὶ δὲ τάφρον
ἤλασαν, οὐδὲ θεοῖσι δόσαν κλειτὰς ἑκατόμβας; 450
τοῦ δ᾽ ἤτοι κλέος ἔσται ὅσον τ᾽ ἐπικίδναται ἠώς·
τοῦ δ᾽ ἐπιλήσονται τὸ ἐγὼ καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων
ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντε.»
Τὸν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«ὢ πόποι, ἐννοσίγαι᾽ εὐρυσθενές, οἷον ἔειπες. 455
ἄλλος κέν τις τοῦτο θεῶν δείσειε νόημα,
ὃς σέο πολλὸν ἀφαυρότερος χεῖράς τε μένος τε·
σὸν δ᾽ ἤτοι κλέος ἔσται ὅσον τ᾽ ἐπικίδναται ἠώς.
ἄγρει μὰν, ὅτ᾽ ἂν αὖτε κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
οἴχωνται σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, 460
τεῖχος ἀναρρήξας τὸ μὲν εἰς ἅλα πᾶν καταχεῦαι,
αὖτις δ᾽ ἠϊόνα μεγάλην ψαμάθοισι καλύψαι,
ὥς κέν τοι μέγα τεῖχος ἀμαλδύνηται Ἀχαιῶν.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
δύσετο δ᾽ ἠέλιος, τετέλεστο δὲ ἔργον Ἀχαιῶν, 465
βουφόνεον δὲ κατὰ κλισίας καὶ δόρπον ἕλοντο.
νῆες δ᾽ ἐκ Λήμνοιο παρέστασαν οἶνον ἄγουσαι
πολλαί, τὰς προέηκεν Ἰησονίδης Εὔνηος,
τόν ῥ᾽ ἔτεχ᾽ Ὑψιπύλη ὑπ᾽ Ἰήσονι, ποιμένι λαῶν.
χωρὶς δ᾽ Ἀτρεΐδῃς, Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ, 470
δῶκεν Ἰησονίδης ἀγέμεν μέθυ, χίλια μέτρα.
ἔνθεν οἰνίζοντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοί,
ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ᾽ αἴθωνι σιδήρῳ,
ἄλλοι δὲ ῥινοῖς, ἄλλοι δ᾽ αὐτῇσι βόεσσιν,
ἄλλοι δ᾽ ἀνδραπόδεσσι· τίθεντο δὲ δαῖτα θάλειαν. 475
παννύχιοι μὲν ἔπειτα κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
δαίνυντο, Τρῶες δὲ κατὰ πτόλιν ἠδ᾽ ἐπίκουροι·
παννύχιος δέ σφιν κακὰ μήδετο μητίετα Ζεὺς
σμερδαλέα κτυπέων· τοὺς δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει·
οἶνον δ᾽ ἐκ δεπάων χαμάδις χέον, οὐδέ τις ἔτλη 480
πρὶν πιέειν, πρὶν λεῖψαι ὑπερμενέϊ Κρονίωνι.
κοιμήσαντ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.