Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 24 στ. 468-506
Αυτά ειπε ο Ερμής, κι ευτύς στον Όλυμπο τον αψηλό μισεύει·
κι ο Πρίαμος τότε από το αμάξι του πηδάει στο χώμα κάτω,
κι έμεινε ο Ιδαίος εκεί προσμένοντας, κι είχε το νου μη φύγουν 470
τ᾽ άτια κι οι μούλες τους. Κι ο γέροντας γραμμή τραβάει στο σπίτι,
κει που ο Αχιλλέας ο αρχοντογέννητος βρισκόταν, και τον βλέπει
μπροστά του. Οι σύντροφοί του απόμακρα καθόνταν· δυο μονάχα
τρογύρα τον γνοιαζόνταν, ο Άλκιμος, ο γαύρος πολεμάρχος,
κι ο ψυχωμένος Αυτομέδοντας· τι ότι είχε ξετελέψει 475
πού ᾽τρωγε κι έπινε, και στέκουνταν πλάι το τραπέζι ακόμα.
Και μπαίνει ο μέγας Πρίαμος άνιωστος, τον Αχιλλέα ζυγώνει,
τα δυο του πιάνει αμέσως γόνατα, και τ᾽ αντροφόνα χέρια,
τα φοβερά, φιλεί, που τού ᾽χανε πολλούς υγιούς σκοτώσει.
Σε συφορά βαριά πώς έπεσε κανείς, που τύχει κάποιον 480
νά ᾽χει σκοτώσει μες στον τόπο του, και σε άλλες χώρες φτάνει,
σε πλούσιου αρχόντου σπίτι, κι όλοι τους σαστίζουν που τον βλέπουν·
παρόμοια κι ο Αχιλλέας εσάστισε να ιδεί τον Πρίαμο ομπρός του.
Σαστίσαν γύρα του κι οι σύντροφοι, κι ο ένας τον άλλο εθώρουν.
Κι ο Πρίαμος τότε τέτοια αρχίνησε να λέει παρακαλώντας: 485
«Βάλε στο νου, Αχιλλέα θεόμορφε, τον κύρη το δικό σου·
ενός καιρού ᾽μαστε, στην τέλειωση των γερατιών των έρμων.
Μπορεί κι αυτός απ᾽ τους γειτόνους του να τυραννιέται γύρα,
κι ούτε ένα απ᾽ το κακό κι απ᾽ το άδικο διαφεντευτή δεν έχει.
Μα εκείνος, ζωντανός ακούγοντας πως είσαι, αναγαλλιάζει 490
βαθιά στα φρένα, και νυχτόημερα τον δυναμώνει η ελπίδα,
τον ακριβό του υγιό πως κάποτε θα ιδεί απ᾽ την Τροία να γέρνει.
Μα εγώ ο τρισάμοιρος, που αξιώθηκα τους γιους τους πιο αντρειωμένους
στην Τροία να κάνω την απλόχωρη, και δε μου απόμεινε ένας!
Είχα πενήντα γιους, σαν έφτασαν οι Αργίτες εδώ πέρα· 495
οι δεκαεννιά απ᾽ την ίδια εβγήκανε κοιλιά, τους άλλους όλους
μες στο παλάτι μού τους γέννησαν άλλες γυναίκες πού ᾽χα.
Οι πιο πολλοί απ᾽ τον Άρη εχάθηκαν τον άγριο, και τον έναν,
ξεχωριστό, που μου παράστεκε την Τροία και μας τους ίδιους,
την πατρική του γη ως διαφέντευε, τον σκότωσες πριν λίγες 500
μέρες, τον Έχτορα. Για χάρη του στα πλοία σας φτάνω τώρα,
να τον λυτρώσω με την άμετρη την ξαγορά που φέρνω.
Έλα, σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε και μένα,
τον κύρη σου, Αχιλλέα, θυμάμενος· πιο αξίζω εγώ συμπόνια·
τι εβάστηξα ό,τι δεν εβάστηξε κανείς θνητός στον κόσμο, 505
του αντρούς που τους υγιούς μου εσκότωσε το χέρι να φιλήσω!»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον
Ἑρμείας· Πρίαμος δ᾽ ἐξ ἵππων ἆλτο χαμᾶζε,
Ἰδαῖον δὲ κατ᾽ αὖθι λίπεν· ὁ δὲ μίμνεν ἐρύκων 470
ἵππους ἡμιόνους τε· γέρων δ᾽ ἰθὺς κίεν οἴκου,
τῇ ῥ᾽ Ἀχιλεὺς ἵζεσκε Διῒ φίλος· ἐν δέ μιν αὐτὸν
εὗρ᾽, ἕταροι δ᾽ ἀπάνευθε καθήατο· τὼ δὲ δύ᾽ οἴω,
ἥρως Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος, ὄζος Ἄρηος,
ποίπνυον παρεόντε· νέον δ᾽ ἀπέληγεν ἐδωδῆς 475
ἔσθων καὶ πίνων· ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα.
τοὺς δ᾽ ἔλαθ᾽ εἰσελθὼν Πρίαμος μέγας, ἄγχι δ᾽ ἄρα στὰς
χερσὶν Ἀχιλλῆος λάβε γούνατα καὶ κύσε χεῖρας
δεινὰς ἀνδροφόνους, αἵ οἱ πολέας κτάνον υἷας.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἄνδρ᾽ ἄτη πυκινὴ λάβῃ, ὅς τ᾽ ἐνὶ πάτρῃ 480
φῶτα κατακτείνας ἄλλων ἐξίκετο δῆμον,
ἀνδρὸς ἐς ἀφνειοῦ, θάμβος δ᾽ ἔχει εἰσορόωντας,
ὣς Ἀχιλεὺς θάμβησεν ἰδὼν Πρίαμον θεοειδέα·
θάμβησαν δὲ καὶ ἄλλοι, ἐς ἀλλήλους δὲ ἴδοντο.
τὸν καὶ λισσόμενος Πρίαμος πρὸς μῦθον ἔειπε· 485
«μνῆσαι πατρὸς σοῖο, θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ,
τηλίκου ὥς περ ἐγών, ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ·
καὶ μέν που κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες
τείρουσ᾽, οὐδέ τίς ἐστιν ἀρὴν καὶ λοιγὸν ἀμῦναι.
ἀλλ᾽ ἤτοι κεῖνός γε σέθεν ζώοντος ἀκούων 490
χαίρει τ᾽ ἐν θυμῷ, ἐπί τ᾽ ἔλπεται ἤματα πάντα
ὄψεσθαι φίλον υἱὸν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντα·
αὐτὰρ ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ᾽ οὔ τινά φημι λελεῖφθαι.
πεντήκοντά μοι ἦσαν, ὅτ᾽ ἤλυθον υἷες Ἀχαιῶν· 495
ἐννεακαίδεκα μέν μοι ἰῆς ἐκ νηδύος ἦσαν,
τοὺς δ᾽ ἄλλους μοι ἔτικτον ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες.
τῶν μὲν πολλῶν θοῦρος Ἄρης ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσεν·
ὃς δέ μοι οἶος ἔην, εἴρυτο δὲ ἄστυ καὶ αὐτούς,
τὸν σὺ πρῴην κτεῖνας ἀμυνόμενον περὶ πάτρης, 500
Ἕκτορα· τοῦ νῦν εἵνεχ᾽ ἱκάνω νῆας Ἀχαιῶν
λυσόμενος παρὰ σεῖο, φέρω δ᾽ ἀπερείσι᾽ ἄποινα.
ἀλλ᾽ αἰδεῖο θεούς, Ἀχιλεῦ, αὐτόν τ᾽ ἐλέησον,
μνησάμενος σοῦ πατρός· ἐγὼ δ᾽ ἐλεεινότερός περ,
ἔτλην δ᾽ οἷ᾽ οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος, 505
ἀνδρὸς παιδοφόνοιο ποτὶ στόμα χεῖρ᾽ ὀρέγεσθαι.»