Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 23 στ. 417-481
Είπε, και τ᾽ άτια, που φοβήθηκαν του ρήγα τις φοβέρες,
πήραν με ορμή να τρέχουν πιότερη, και γρήγορα μπροστά του
τη στενωσιά ξεκρίνει ο Αντίλοχος του βουλιαγμένου δρόμου·
τι απ᾽ τα βροχόνερα που ελίμναζαν η γης είχε καθίσει, 420
κι όλο τον τόπο γύρω εγούβωσαν και χάλασαν το δρόμο.
Στη μέση εκεί ο Μενέλαος έτρεχε, τ᾽ αμάξια μην σκουντρήξουν·
όμως ο Αντίλοχος λοξεύοντας όξω απ᾽ το δρόμο βγάζει
τους μαύρους του, και πήρε γρήγορα ξοπίσω του να τρέχει.
Και τότε ο γιος του Ατρέα του Αντίλοχου φωνάζει φοβισμένος: 425
«Δίχως μυαλό τραβάς, Αντίλοχε! Τ᾽ αλόγατά σου βάστα,
τι είναι στενός ο δρόμος. Πέρνα με, σα θα πλατύνει πάλε·
ζημιά, αν σκουντρήξεις με το αμάξι σου, θα κάνεις και στους δυο μας!»
Αυτά ειπε, ωστόσο ο γιος του Νέστορα με πιο μεγάλη ακόμη
κεντούσε ορμή να τρέχουν τ᾽ άλογα μπροστά, κουφός λες κι ήταν. 430
Όσο ενας δίσκος φτάνει, που έριξε, τινάζοντας τα χέρια,
κάποιος λεβέντης, που τη νιότη του ζητάει να δοκιμάσει,
τόσο και τ᾽ άτια του προσπέρασαν, και τ᾽ άλλα εμείναν πίσω,
του γιου του Ατρέα· τι ατός του θέλησε τη φόρα τους να κόψει,
μπας και σκουντρήξουν τα μονόνυχα φαριά τους μες στο δρόμο, 435
και ᾽ρθούν τα στέρια αμάξια ανάποδα, και κυλιστούν κι ατοί τους
στον κουρνιαχτό, από τη λαχτάρα τους τη νίκη να κερδέψουν.
Τότε ο ξανθός Μενέλαος χόλιασε μαζί του και φωνάζει:
«Αντίλοχε, όσο εσύ κακότροπος κανείς δε βρίσκεται άλλος!
Άι να χαθείς! και σε περνούσαμε για γνωστικόν οι Αργίτες! 440
Μα κι έτσι το βραβείο δε γίνεται να πάρεις δίχως όρκο!»
Είπε· μετά φωνή στ᾽ αλόγατα να τα γκαρδιώσει σέρνει:
«Μη σταματάτε, μην οκνεύετε, κι ας είστε πικραμένα·
πιο πρώτα τα δικά τους γόνατα και πόδια θ᾽ αποστάσουν
παρ᾽ ό,τι εσάς· τι εκείνα τ᾽ άφησεν η νιότη και τα δυο τους.» 445
Είπε, και τ᾽ άτια, που φοβήθηκαν του ρήγα τους τα λόγια,
πήραν με ορμή να τρέχουν πιότερη, και τά ᾽φτασαν σε λίγο.
Κι ωστόσο μαζωμένοι εκάθουνταν οι Αργίτες και θωρούσαν
τ᾽ αλόγατα· κι αυτά πετούσανε στον κάμπο, μες στη σκόνη.
Πρώτος ο Ιδομενέας τα ξέκρινε, των Κρητικών ο ρήγας· 450
τι όξω απ᾽ τη μάζωξη, σε ξέφαντο, πολύ ψηλά εκαθόταν·
και τον αμαξολάτη αγρίκησε, που φώναζε από πέρα,
κι απείκασε ποιός ήταν· γνώρισε και το άλογο απ᾽ το χρώμα,
πού ᾽τρεχε ομπρός απ᾽ όλα· στο άλλο του κορμί ήταν ρούσο, μόνο
πού ᾽χε άσπρη, στρογγυλή στο μέτωπο σαν το φεγγάρι βούλα. 455
Ορθός πετάχτη τότε, στάθηκε, και κράζει στους Αργίτες:
«Φίλοι μου εσείς, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες,
θωράτε πέρα εκεί τ᾽ αλόγατα και σεις, γιά εγώ μονάχα;
Σαν άλλα τ᾽ άλογα μου φαίνουνται που τρέχουν τώρα πρώτα,
σαν άλλος δείχνει ο αμαξολάτης τους· κάποια ζημιά οι φοράδες 460
στον κάμπο θά ᾽παθαν, κει πού ᾽τρεχαν ομπρός απ᾽ όλα τ᾽ άλλα.
Κι όμως τις είδα πρώτες τρέχοντας να στρίβουν το σημάδι,
μα τώρα πουθενά δε φαίνουνται· κλωθογυρίζω ολούθε
τα μάτια, να τις βρω γυρεύοντας στης Τροίας τον κάμπο μέσα.
Του αμαξολάτη τάχα εξέφυγαν τα γκέμια, και δεν είχε 465
πια πώς να κυβερνήσει τ᾽ άτια του, και λάθεψε ως γυρνούσε;
Θαρρώ κει κάτω πως γκρεμίστηκε και τσάκισε τ᾽ αμάξι,
και ξεστρατίσαν κι οι φοράδες του στη φόρα τους απάνω.
Όμως σκωθείτε και κοιτάχτε τον και σεις· τι τα δικά μου
δεν καλοβλέπουν μάτια· θά ᾽λεγα γι᾽ αυτόν πως είναι ωστόσο 470
της Αιτωλίας η φύτρα, ο κύβερνος μες στους Αργίτες τώρα,
που ο αλογατάς Τυδέας τον γέννησεν ―είναι ο τρανός Διομήδης!»
Μα ο γοργοπόδης Αίαντας τά ᾽βαλε μαζί του, ο γιος του Οιλέα:
«Ιδομενέα, πολλά τα λόγια σου, πριν καλοϊδείς· τι αλάργα
τ᾽ αναεροκυκλοπόδικα άλογα στον κάμπο ακόμα τρέχουν. 475
Μήτε και μού εισαι ο παρανιότερος θαρρώ μες στους Αργίτες,
μήτε τα μάτια σου καλύτερα ξεκρίνουν απ᾽ των άλλων,
μόν᾽ είσαι πάντα σου μωρόλογος· κι ουδέ σου πρέπει αλήθεια
πολλά να λες, τι έχει καλύτερους εδώ από σένα κι άλλους.
Οι ίδιες φοράδες τώρα τρέχουνε μπροστά, καθώς και πρώτα, 480
του Εύμηλου λέω, που στέκει απάνω τους με τα λουριά στο χέρι.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν
μᾶλλον ἐπιδραμέτην ὀλίγον χρόνον· αἶψα δ᾽ ἔπειτα
στεῖνος ὁδοῦ κοίλης ἴδεν Ἀντίλοχος μενεχάρμης.
ῥωχμὸς ἔην γαίης, ᾗ χειμέριον ἀλὲν ὕδωρ 420
ἐξέρρηξεν ὁδοῖο, βάθυνε δὲ χῶρον ἅπαντα·
τῇ ῥ᾽ εἶχεν Μενέλαος ἁματροχιὰς ἀλεείνων.
Ἀντίλοχος δὲ παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους
ἐκτὸς ὁδοῦ, ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν.
Ἀτρεΐδης δ᾽ ἔδεισε καὶ Ἀντιλόχῳ ἐγεγώνει· 425
«Ἀντίλοχ᾽, ἀφραδέως ἱππάζεαι· ἀλλ᾽ ἄνεχ᾽ ἵππους·
στεινωπὸς γὰρ ὁδός, τάχα δ᾽ εὐρυτέρη παρελάσσαι·
μή πως ἀμφοτέρους δηλήσεαι ἅρματι κύρσας.»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀντίλοχος δ᾽ ἔτι καὶ πολὺ μᾶλλον ἔλαυνε
κέντρῳ ἐπισπέρχων, ὡς οὐκ ἀΐοντι ἐοικώς. 430
ὅσσα δὲ δίσκου οὖρα κατωμαδίοιο πέλονται,
ὅν τ᾽ αἰζηὸς ἀφῆκεν ἀνὴρ πειρώμενος ἥβης,
τόσσον ἐπιδραμέτην· αἱ δ᾽ ἠρώησαν ὀπίσσω
Ἀτρεΐδεω· αὐτὸς γὰρ ἑκὼν μεθέηκεν ἐλαύνειν,
μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, 435
δίφρους τ᾽ ἀνστρέψειαν ἐϋπλεκέας, κατὰ δ᾽ αὐτοὶ
ἐν κονίῃσι πέσοιεν ἐπειγόμενοι περὶ νίκης.
τὸν καὶ νεικείων προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
«Ἀντίλοχ᾽, οὔ τις σεῖο βροτῶν ὀλοώτερος ἄλλος·
ἔρρ᾽, ἐπεὶ οὔ σ᾽ ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Ἀχαιοί. 440
ἀλλ᾽ οὐ μὰν οὐδ᾽ ὧς ἄτερ ὅρκου οἴσῃ ἄεθλον.»
Ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐκέκλετο φώνησέν τε·
«μή μοι ἐρύκεσθον μηδ᾽ ἕστατον ἀχνυμένω κῆρ.
φθήσονται τούτοισι πόδες καὶ γοῦνα καμόντα
ἢ ὑμῖν· ἄμφω γὰρ ἀτέμβονται νεότητος.» 445
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν
μᾶλλον ἐπιδραμέτην, τάχα δέ σφισιν ἄγχι γένοντο.
Ἀργεῖοι δ᾽ ἐν ἀγῶνι καθήμενοι εἰσορόωντο
ἵππους· τοὶ δὲ πέτοντο κονίοντες πεδίοιο.
πρῶτος δ᾽ Ἰδομενεὺς Κρητῶν ἀγὸς ἐφράσαθ᾽ ἵππους· 450
ἧστο γὰρ ἐκτὸς ἀγῶνος ὑπέρτατος ἐν περιωπῇ·
τοῖο δ᾽ ἄνευθεν ἐόντος ὁμοκλητῆρος ἀκούσας
ἔγνω, φράσσατο δ᾽ ἵππον ἀριπρεπέα προὔχοντα,
ὃς τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἦν, ἐν δὲ μετώπῳ
λευκὸν σῆμα τέτυκτο περίτροχον ἠΰτε μήνη. 455
στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν·
«ὦ φίλοι, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
οἶος ἐγὼν ἵππους αὐγάζομαι ἦε καὶ ὑμεῖς;
ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι,
ἄλλος δ᾽ ἡνίοχος ἰνδάλλεται· αἱ δέ που αὐτοῦ 460
ἔβλαβεν ἐν πεδίῳ, αἳ κεῖσέ γε φέρτεραι ἦσαν·
ἤτοι γὰρ τὰς πρῶτα ἴδον περὶ τέρμα βαλούσας,
νῦν δ᾽ οὔ πῃ δύναμαι ἰδέειν, πάντῃ δέ μοι ὄσσε
Τρωϊκὸν ἂμ πεδίον παπταίνετον εἰσορόωντι·
ἠὲ τὸν ἡνίοχον φύγον ἡνία, οὐδὲ δυνάσθη 465
εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα, καὶ οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας·
ἔνθα μιν ἐκπεσέειν ὀΐω σύν θ᾽ ἅρματα ἆξαι,
αἱ δ᾽ ἐξηρώησαν, ἐπεὶ μένος ἔλλαβε θυμόν.
ἀλλὰ ἴδεσθε καὶ ὔμμες ἀνασταδόν· οὐ γὰρ ἔγωγε
εὖ διαγιγνώσκω· δοκέει δέ μοι ἔμμεναι ἀνὴρ 470
Αἰτωλὸς γενεήν, μετὰ δ᾽ Ἀργείοισιν ἀνάσσει,
Τυδέος ἱπποδάμου υἱός, κρατερὸς Διομήδης.»
Τὸν δ᾽ αἰσχρῶς ἐνένιπεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας·
«Ἰδομενεῦ, τί πάρος λαβρεύεαι; αἱ δ᾽ ἔτ᾽ ἄνευθεν
ἵπποι ἀερσίποδες πολέος πεδίοιο δίενται. 475
οὔτε νεώτατός ἐσσι μετ᾽ Ἀργείοισι τοσοῦτον,
οὔτε τοι ὀξύτατον κεφαλῆς ἒκ δέρκεται ὄσσε·
ἀλλ᾽ αἰεὶ μύθοις λαβρεύεαι· οὐδέ τί σε χρὴ
λαβραγόρην ἔμεναι· πάρα γὰρ καὶ ἀμείνονες ἄλλοι.
ἵπποι δ᾽ αὐταὶ ἔασι παροίτεραι, αἳ τὸ πάρος περ, 480
Εὐμήλου, ἐν δ᾽ αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε.»