Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 22 στ. 437-515
Αυτά θρηνώντας έλεε· τίποτα δεν είχε ακούσει ωστόσο
το ταίρι του Έχτορα· μαντάτορας κανείς δεν είχε τρέξει
να της μηνύσει, όξω απ᾽ το κάστρο τους πως έμεινε ο καλός της.
Στον αργαλειό εκαθόταν κι ύφαινε μες στο αψηλό της σπίτι 440
σκουτί διπλόφαρδο, ολοπόρφυρο, μυριοξομπλιάζοντάς το·
κι είχε προστάξει τις ωριόμαλλες μέσα στο σπίτι βάγιες
τρανό να στήσουν για τον Έχτορα πα στη φωτιά λεβέτι,
να βρεί γυρνώντας απ᾽ τον πόλεμο ζεστό λουτρό να κάνει.
Και πού να τό ᾽ξερε η τρισάμοιρη, μακριά από τα λουτρά του 445
πολύ πως η Αθηνά τον έριξε με του Αχιλλέα τα χέρια!
Ξάφνου οι σκληριές στ᾽ αφτιά της έφτασαν κι οι θρήνοι από τον πύργο·
χέρια και πόδια τής παράλυσαν, της ξέφυγε η σαγίτα,
κι ευτύς μιλάει στις καλοπλέξουδες τις βάγιες της γυρνώντας:
«Ομπρός, ελάτε δυο ξοπίσω μου, να μάθω τί έχει γίνει· 450
φωνές της πεθεράς μου αγρίκησα, και στο δικό μου στήθος
χτυπά η καρδιά, ως το στόμα φτάνοντας, μου πάγωσαν τα γόνα.
Κάποιο κακό του Πρίαμου σίγουρα τους γιους πλακώνει τώρα.
Τέτοιο ποτέ μη φτάσει μήνυμα στ᾽ αφτιά μου εμένα, κι όμως
τρέμω φριχτά, τον άτρομο Έχτορα μπας κι ο Αχιλλέας στον κάμπο, 455
ξεκόβοντάς τον απ᾽ το κάστρο μας, τον στρώσει ομπρός μονάχο
και μια για πάντα την ανέσπλαχνη παλικαριά τού κόψει,
που έκλεινε εντός του· τι δεν έμενε ποτέ μες στο άλλο ασκέρι,
μόν᾽ μπρος τραβούσε, και δεν άφηνε κανείς να τον περάσει.»
Αυτά ειπε, κι απ᾽ το σπίτι βγαίνοντας ίδια μαινάδα εχύθη 460
βαριά καρδιοχτυπώντας, κι έτρεχαν ξοπίσω της οι βάγιες.
Κι ως στων αντρών τη μάζωξη έφτασε στον πύργο απάνω, εστάθη,
κοιτάζει πάνω απ᾽ το καστρότειχο στον κάμπο, και τον βλέπει
μπροστά στο κάστρο που τον έσουρναν· και τ᾽ άλογα με βιάση
στων Αχαιών τον σούρναν άσπλαχνα τα βαθουλά καράβια. 465
Νύχτα ολοσκότεινη τα μάτια της μεμιάς αποσκεπάζει,
και πίσω πέφτοντας σωριάστηκε και λίγωσε η καρδιά της.
Της φεύγει πέρα η κεφαλόδεση σκορπώντας δώθε κείθε,
η σκέπη, τα πλεχτά αναδέματα και το στεφάνι γύρα
κι η μπόλια, δώρο που της δόθηκεν απ᾽ τη χρυσή Αφροδίτη 470
τη μέρα που την πήρεν ο Έχτορας ο κρανοσείστης ταίρι,
στον Ηετίωνα μύρια δίνοντας γι᾽ αντίμεμά της δώρα.
Κι οι συννυφάδες κι οι αντραδέρφες της την τριγύρισαν όλες
αναβαστώντας τη, ως σπαρτάριζε να ξεψυχήσει ομπρός τους.
Κι αυτή, ως συνέφερε και γύρισε ξανά στα συγκαλά της, 475
μες στις Τρωάδες πήρε κι έλεγε με βογγητά και θρήνους:
«Έχτορα, η δόλια εγώ! Μας γέννησε μια μοίρα λέω τους δυο μας,
σένα στην Τροία, στο αρχοντοπάλατο του Πρίαμου του κυρού σου,
στη Θήβα εμένα, στα ριζώματα της δασωμένης Πλάκος,
μες στο παλάτι του πατέρα μου, που χαϊδανάστησέ με, 480
ο αρίζικος τη μαυρορίζικη, που κάλλιο μη γεννιόμουν!
Και τώρα εσύ στης γης τα τρίσβαθα κινάς, στον Άδη κάτω,
και μένα χήρα μες στο σπίτι μας με τον πικρό καημό σου
να ζω με αφήνεις· κι είναι ανήλικο, μικρό παιδάκι ο γιος μας,
που οι δόλιοι, εσύ κι εγώ, εγεννήσαμε· κι ούτε, Έχτορα, από σένα 485
τούτος καλό θα ιδεί, αφού πέθανες, μήτε και συ από τούτον·
τι απ᾽ τον πολύδακρο τον πόλεμο κι αν θα γλιτώσει τώρα,
πάλε όσο ζει καημοί τού μέλλουνται και συφορές περίσσιες·
τι ξένοι ανθρώποι θα του πάρουνε τ᾽ αμπελοχώραφά του.
Τους φίλους το παιδί τούς έχασε τη μέρα που ορφανεύει, 490
μπρος σ᾽ όλους σκύβει το κεφάλι του, το πλημμυράει το κλάμα,
και διψασμένο πάει, τους σύντροφους για νά ᾽βρει του κυρού του,
και σέρνει τούτον απ᾽ την κάπα του, τον άλλο απ᾽ το χιτώνα.
Κι από σπλαχνιά κανείς κι αν τού ᾽δωσε για μια στιγμή την κούπα,
όμως τα χείλια μόνο τού ᾽βρεξε, τον ουρανίσκο του όχι! 495
Τον ορφανό από το τραπέζι τους τα μανοκυρουδάτα
τον διώχνουν, τον χτυπούν, τον βρίζουνε με λόγια αγκιδωμένα:
“Τραβήξου πέρα, κι ο πατέρας σου δεν τρώει μαζί μας τώρα!”
Κλαμένο το παιδί στη μάνα του κινάει και πάει τη χήρα―
ο Καστραφέντης μας! στα γόνατα που πρώτα του κυρού του 500
μονάχα με μεδούλι εθρέφουνταν, με πλούσια αρνίσια ξίγκια·
κι όντας ο γύπνος πια τον έπαιρνε και σκόλναε το παιχνίδι,
στο κρεβατάκι του εκοιμότανε, στην αγκαλιά της νένας,
σε στρώμα μαλακό, σα χόρταινε κάθε αγαθό η καρδιά του.
Μα τώρα πού ᾽χασε τον κύρη του πολλά τον απαντέχουν, 505
τον Καστραφέντη, όπως τον έκραζαν οι Τρώες, τι εσύ μονάχος
τα καστροπόρτια τους διαφέντευες και τα τρανά τειχιά τους.
Εσένα τώρα δίπλα στ᾽ άρμενα κι αλάργα απ᾽ τους γονιούς σου
σκουλήκια θα σε φαν γοργόστροφα, τους σκύλους σα χορτάσεις,
γυμνός· κι ωστόσο πλήθια κείτουνται σκουτιά στο αρχοντικό μας, 510
φασμένα από τις δούλες όμορφα, ψιλά, χαριτωμένα.
Φωτιά τρανή θ᾽ ανάψω, απάνω της τα ρούχα σου να κάψω,
αχ, δίχως κέρδος σου, τι σάβανο δεν είναι να σου γίνουν,
στους Τρώες μονάχα και στα ταίρια τους να βγεί το παίνεμά σου!»
Τέτοια θρηνώντας έλεε, κι έκλαιγαν μαζί της κι οι γυναίκες. 515
Ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἄλοχος δ᾽ οὔ πώ τι πέπυστο
Ἕκτορος· οὐ γάρ οἵ τις ἐτήτυμος ἄγγελος ἐλθὼν
ἤγγειλ᾽ ὅττι ῥά οἱ πόσις ἔκτοθι μίμνε πυλάων,
ἀλλ᾽ ἥ γ᾽ ἱστὸν ὕφαινε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο 440
δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ᾽ ἔπασσε.
κέκλετο δ᾽ ἀμφιπόλοισιν ἐϋπλοκάμοις κατὰ δῶμα
ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, ὄφρα πέλοιτο
Ἕκτορι θερμὰ λοετρὰ μάχης ἐκ νοστήσαντι,
νηπίη, οὐδ᾽ ἐνόησεν ὅ μιν μάλα τῆλε λοετρῶν 445
χερσὶν Ἀχιλλῆος δάμασε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
κωκυτοῦ δ᾽ ἤκουσε καὶ οἰμωγῆς ἀπὸ πύργου·
τῆς δ᾽ ἐλελίχθη γυῖα, χαμαὶ δέ οἱ ἔκπεσε κερκίς·
ἡ δ᾽ αὖτις δμῳῇσιν ἐϋπλοκάμοισι μετηύδα·
«δεῦτε, δύω μοι ἕπεσθον, ἴδωμ᾽ ὅτιν᾽ ἔργα τέτυκται. 450
αἰδοίης ἑκυρῆς ὀπὸς ἔκλυον, ἐν δ᾽ ἐμοὶ αὐτῇ
στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα, νέρθε δὲ γοῦνα
πήγνυται· ἐγγὺς δή τι κακὸν Πριάμοιο τέκεσσιν.
αἲ γὰρ ἀπ᾽ οὔατος εἴη ἐμεῦ ἔπος· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰνῶς
δείδω μὴ δή μοι θρασὺν Ἕκτορα δῖος Ἀχιλλεὺς 455
μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος πεδίονδε δίηται,
καὶ δή μιν καταπαύσῃ ἀγηνορίης ἀλεγεινῆς,
ἥ μιν ἔχεσκ᾽, ἐπεὶ οὔ ποτ᾽ ἐνὶ πληθυῖ μένεν ἀνδρῶν,
ἀλλὰ πολὺ προθέεσκε, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων.»
Ὣς φαμένη μεγάροιο διέσσυτο μαινάδι ἴση, 460
παλλομένη κραδίην· ἅμα δ᾽ ἀμφίπολοι κίον αὐτῇ.
αὐτὰρ ἐπεὶ πύργον τε καὶ ἀνδρῶν ἷξεν ὅμιλον,
ἔστη παπτήνασ᾽ ἐπὶ τείχεϊ, τὸν δὲ νόησεν
ἑλκόμενον πρόσθεν πόλιος· ταχέες δέ μιν ἵπποι
ἕλκον ἀκηδέστως κοίλας ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν. 465
τὴν δὲ κατ᾽ ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν,
ἤριπε δ᾽ ἐξοπίσω, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσε.
τῆλε δ᾽ ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα,
ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην
κρήδεμνόν θ᾽, ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη 470
ἤματι τῷ ὅτε μιν κορυθαίολος ἠγάγεθ᾽ Ἕκτωρ
ἐκ δόμου Ἠετίωνος, ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα.
ἀμφὶ δέ μιν γαλόῳ τε καὶ εἰνατέρες ἅλις ἔσταν,
αἵ ἑ μετὰ σφίσιν εἶχον ἀτυζομένην ἀπολέσθαι.
ἡ δ᾽ ἐπεὶ οὖν ἔμπνυτο καὶ ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη, 475
ἀμβλήδην γοόωσα μετὰ Τρῳῇσιν ἔειπεν·
«Ἕκτορ, ἐγὼ δύστηνος· ἰῇ ἄρα γεινόμεθ᾽ αἴσῃ
ἀμφότεροι, σὺ μὲν ἐν Τροίῃ Πριάμου κατὰ δῶμα,
αὐτὰρ ἐγὼ Θήβῃσιν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ
ἐν δόμῳ Ἠετίωνος, ὅ μ᾽ ἔτρεφε τυτθὸν ἐοῦσαν, 480
δύσμορος αἰνόμορον· ὡς μὴ ὤφελλε τεκέσθαι.
νῦν δὲ σὺ μὲν Ἀΐδαο δόμους ὑπὸ κεύθεσι γαίης
ἔρχεαι, αὐτὰρ ἐμὲ στυγερῷ ἐνὶ πένθεϊ λείπεις
χήρην ἐν μεγάροισι· πάϊς δ᾽ ἔτι νήπιος αὔτως,
ὃν τέκομεν σύ τ᾽ ἐγώ τε δυσάμμοροι· οὔτε σὺ τούτῳ 485
ἔσσεαι, Ἕκτορ, ὄνειαρ, ἐπεὶ θάνες, οὔτε σοὶ οὗτος.
ἤν περ γὰρ πόλεμόν γε φύγῃ πολύδακρυν Ἀχαιῶν,
αἰεί τοι τούτῳ γε πόνος καὶ κήδε᾽ ὀπίσσω
ἔσσοντ᾽· ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας.
ἦμαρ δ᾽ ὀρφανικὸν παναφήλικα παῖδα τίθησι· 490
πάντα δ᾽ ὑπεμνήμυκε, δεδάκρυνται δὲ παρειαί,
δευόμενος δέ τ᾽ ἄνεισι πάϊς ἐς πατρὸς ἑταίρους,
ἄλλον μὲν χλαίνης ἐρύων, ἄλλον δὲ χιτῶνος·
τῶν δ᾽ ἐλεησάντων κοτύλην τις τυτθὸν ἐπέσχε,
χείλεα μέν τ᾽ ἐδίην᾽, ὑπερῴην δ᾽ οὐκ ἐδίηνε. 495
τὸν δὲ καὶ ἀμφιθαλὴς ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε,
χερσὶν πεπληγὼς καὶ ὀνειδείοισιν ἐνίσσων·
“ἔρρ᾽ οὕτως· οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν.”
δακρυόεις δέ τ᾽ ἄνεισι πάϊς ἐς μητέρα χήρην,
Ἀστυάναξ, ὃς πρὶν μὲν ἑοῦ ἐπὶ γούνασι πατρὸς 500
μυελὸν οἶον ἔδεσκε καὶ οἰῶν πίονα δημόν·
αὐτὰρ ὅθ᾽ ὕπνος ἕλοι, παύσαιτό τε νηπιαχεύων,
εὕδεσκ᾽ ἐν λέκτροισιν, ἐν ἀγκαλίδεσσι τιθήνης,
εὐνῇ ἔνι μαλακῇ, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ·
νῦν δ᾽ ἂν πολλὰ πάθῃσι, φίλου ἀπὸ πατρὸς ἁμαρτών, 505
Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσιν·
οἶος γάρ σφιν ἔρυσο πύλας καὶ τείχεα μακρά.
νῦν δὲ σὲ μὲν παρὰ νηυσὶ κορωνίσι νόσφι τοκήων
αἰόλαι εὐλαὶ ἔδονται, ἐπεί κε κύνες κορέσωνται,
γυμνόν· ἀτάρ τοι εἵματ᾽ ἐνὶ μεγάροισι κέονται 510
λεπτά τε καὶ χαρίεντα, τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν.
ἀλλ᾽ ἤτοι τάδε πάντα καταφλέξω πυρὶ κηλέῳ,
οὐδὲν σοί γ᾽ ὄφελος, ἐπεὶ οὐκ ἐγκείσεαι αὐτοῖς,
ἀλλὰ πρὸς Τρώων καὶ Τρωϊάδων κλέος εἶναι.»
Ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες. 515