Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 17 στ. 474-542
Και του αποκρίθηκε ο Αυτομέδοντας, του Διώρη ο γιος, και τού ᾽πε:
«Άλλος Αργίτης, Αλκιμέδοντα, ποιός παραβγαίνει εσένα, 475
να κυβερνάει τ᾽ αθάνατα άλογα, να κόβει την ορμή τους,
εξόν ο Πάτροκλος, στη φρόνεση που ίδια θεός λογιόταν,
σα ζούσε; τώρα όμως ο θάνατος κι η Μοίρα τον κρατούνε.
Τ᾽ αστραφτερά εσύ τώρα νιόλουρα και το μαστίγι πάρε,
κι εγώ θα κατεβώ απ᾽ τ᾽ αμάξι μου, πεζός να πολεμήσω.» 480
Έτσι μιλούσε, κι ο Αλκιμέδοντας πηδά στο αμάξι απάνω,
γοργά στα χέρια του τα νιόλουρα και το μαστίγι αρπώντας,
κι όξω πετάχτηκε ο Αυτομέδοντας· όμως τον είδε αντίκρα
ο γαύρος Έχτορας, κι ως έστεκε σιμά του ο Αινείας, του κράζει:
«Αινεία, των Τρώων δημογέροντα των χαλκοθωρακάτων, 485
του γρήγορου Αχιλλέα τ᾽ αλόγατα θωρώ με αμαξολάτες
αδύναμους εκεί, που επρόβαλαν και μες στο απάλε μπαίνουν.
Έτσι θαρρώ πως θα τα παίρναμε, φτάνει και συ να θέλεις
με την καρδιά σου· τι αν απάνω τους χυθούμε οι δυο μας τώρα,
δε θα βαστούσαν, μπρος μας στέκοντας, να χτυπηθούν μαζί μας.» 490
Είπε, κι ο γιος ο αρχοντογέννητος τον άκουσε του Αγχίση.
Ίσια τραβούν με βοϊδοσκούταρα σκεπάζοντας τους ώμους,
στέρια, στεγνά, κι ήταν απάνω τους παχύς χαλκός στρωμένος.
Κι ο Άρητος τράβηξε ο θεόμορφος μαζί τους κι ο Χρομίος
συντροφεμένοι, τι λογάριαζαν και κείνους να σκοτώσουν 495
και τα δυο τ᾽ άλογα τα ορθόλαιμα να κάνουνε δικά τους,
οι ανέμυαλοι! Τον Αυτομέδοντα πριχού ξεφύγουν, μ᾽ αίμα
το πλέρωσαν. Κι εκείνος κάνοντας ευκή στο Δία πατέρα
αντρειά τα μαύρα σπλάχνα του ένιωσε και δύναμη γεμάτα.
Ευτύς φωνάζει του Αλκιμέδοντα, του γκαρδιακού του ακράνη: 500
«Τ᾽ άλογα τώρα πια, Αλκιμέδοντα, μην τα κρατάς μακριά μου·
θέλω στις πλάτες την ανάσα τους να νιώθω, τι καθόλου
δε θα κοπεί λογιάζω του Έχτορα, του γιου του Πρίαμου, η φόρα,
ως να σκοτώσει εμάς και στ᾽ άλογα ν᾽ ανέβει του Αχιλλέα
τα ωριότριχα, ξοπίσω διώχνοντας τ᾽ αργίτικα φουσάτα, 505
γιά και να πέσει ατός του ανάμεσα στους πρώτους σκοτωμένος.»
Αυτά ειπε, και στους Αίαντες φώναξε και στο Μενέλαο τότε:
«Των Δαναών ρηγάρχες, Αίαντες και συ Μενέλαε, τώρα
αφήστε το νεκρό του Πάτροκλου στους άλλους αντρειωμένους,
να στέκουν και να διώχνουν γύρα του των Τρώων τ᾽ ασκέρια πίσω, 510
και μας τους ζωντανούς γλιτώστε μας απ᾽ τον ανήλεο Χάρο·
τι μες στη μάχη την πολύδακρη χιμίζουν κατά δώθε
ο Αινείας κι ο Έχτορας, ανάμεσα στους Τρώες οι πιο αντρειωμένοι.
Όμως στα χέρια των αθάνατων είναι όλα κρεμασμένα·
κι εγώ θα ρίξω· τ᾽ αποδέλοιπα θα κυβερνήσει ο Δίας.» 515
Είπε, και το μακρόισκιωτο έριξε κοντάρι του με φόρα,
και πέτυχε μπροστά του του Άρητου τ᾽ ολόκυκλο σκουτάρι·
κι αυτό στο χτύπημα δεν άντεξε· μέσα ο χαλκός εδιάβη,
και σκίζοντας τη ζώνη εχώθηκε βαθιά στο κατωκοίλι.
Πώς ένας άντρας χεροδύναμος με κοφτερό πελέκι 520
ταύρο τρανό πίσω απ᾽ τα κέρατα χτυπάει, και κόβει του όλο
το νεύρο, και το ζο σωριάζεται στο χώμα, ομπρός πηδώντας·
όμοια κι αυτός πηδώντας κύλησε τ᾽ ανάσκελα, τι τού ᾽χε,
τα σπλάχνα το κοντάρι σκίζοντας, θερίσει την ορμή του.
Κι ο Έχτορας ρίχνει του Αυτομέδοντα με αστραφτερό κοντάρι· 525
μα είδε απαντίκρυ αυτός το χάλκινο κοντάρι και ξεφεύγει·
τι έσκυψε ομπρός, και πίσω εχώθηκε στο χώμα το κοντάρι,
πέρα μακριά, κι η ουρά του απόμεινε σεινάμενη να τρέμει,
ωσόπου η ορμή του εκαταλάγιασε κι η δύναμή του εχάθη.
Και τότε τα σπαθιά τους θά ᾽βγαζαν να χτυπηθούν οι δυο τους, 530
οι Αίαντες αν δεν τους ξεχώριζαν, και μ᾽ όλη τους τη λύσσα·
τι αυτοί, όπως άκουσαν το σύντροφο, μέσα στο ασκέρι ετρέξαν·
κι ως τους αντίκρισαν, φοβήθηκαν και κάναν πίσω πάλε
ο μέγας Έχτορας κι ο θεόμορφος Χρομίος κι ο γιος του Αγχίση·
εκεί τον Άρητο παράτησαν με σπαραγμένα σπλάχνα 535
χάμω στη γη. Τότε ο Αυτομέδοντας σαν τον γοργό τον Άρη
τον γδύνει και του παίρνει τ᾽ άρματα και μ᾽ έπαρση φωνάζει:
«Ε, κάπως η καρδιά μου αλάφρωσε που ο Πάτροκλος σκοτώθη,
κι ας έριξα μαθές κι ας σκότωσα πολύ αχαμνότερο του!»
Τέτοια μιλούσε, και στο αμάξι του τα αιματωμένα κούρσα 540
βάζει, κι ατός του ανέβηκε έπειτα, χέρια ψηλά και πόδια
αίμα γιομάτος, λιόντας θά ᾽λεγες, που ταύρο εχει σπαράξει.
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Αὐτομέδων προσέφη, Διώρεος υἱός·
«Ἀλκίμεδον, τίς γάρ τοι Ἀχαιῶν ἄλλος ὁμοῖος 475
ἵππων ἀθανάτων ἐχέμεν δμῆσίν τε μένος τε,
εἰ μὴ Πάτροκλος, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος,
ζωὸς ἐών; νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖρα κιχάνει.
ἀλλὰ σὺ μὲν μάστιγα καὶ ἡνία σιγαλόεντα
δέξαι, ἐγὼ δ᾽ ἵππων ἀποβήσομαι, ὄφρα μάχωμαι.» 480
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀλκιμέδων δὲ βοηθόον ἅρμ᾽ ἐπορούσας
καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν,
Αὐτομέδων δ᾽ ἀπόρουσε· νόησε δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ,
αὐτίκα δ᾽ Αἰνείαν προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·
«Αἰνεία, Τρώων βουληφόρε χαλκοχιτώνων, 485
ἵππω τώδ᾽ ἐνόησα ποδώκεος Αἰακίδαο
ἐς πόλεμον προφανέντε σὺν ἡνιόχοισι κακοῖσι·
τώ κεν ἐελποίμην αἱρησέμεν, εἰ σύ γε θυμῷ
σῷ ἐθέλεις, ἐπεὶ οὐκ ἂν ἐφορμηθέντε γε νῶϊ
τλαῖεν ἐναντίβιον στάντες μαχέσασθαι Ἄρηϊ.» 490
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησεν ἐῢς πάϊς Ἀγχίσαο.
τὼ δ᾽ ἰθὺς βήτην βοέῃς εἰλυμένω ὤμους
αὔῃσι στερεῇσι· πολὺς δ᾽ ἐπελήλατο χαλκός.
τοῖσι δ᾽ ἅμα Χρομίος τε καὶ Ἄρητος θεοειδὴς
ἤϊσαν ἀμφότεροι· μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς 495
αὐτώ τε κτενέειν ἐλάαν τ᾽ ἐριαύχενας ἵππους·
νήπιοι, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλον ἀναιμωτί γε νέεσθαι
αὖτις ἀπ᾽ Αὐτομέδοντος. ὁ δ᾽ εὐξάμενος Διὶ πατρὶ
ἀλκῆς καὶ σθένεος πλῆτο φρένας ἀμφὶ μελαίνας·
αὐτίκα δ᾽ Ἀλκιμέδοντα προσηύδα, πιστὸν ἑταῖρον· 500
«Ἀλκίμεδον, μὴ δή μοι ἀπόπροθεν ἰσχέμεν ἵππους,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἐμπνείοντε μεταφρένῳ· οὐ γὰρ ἔγωγε
Ἕκτορα Πριαμίδην μένεος σχήσεσθαι ὀΐω,
πρίν γ᾽ ἐπ᾽ Ἀχιλλῆος καλλίτριχε βήμεναι ἵππω
νῶϊ κατακτείναντα, φοβῆσαί τε στίχας ἀνδρῶν 505
Ἀργείων, ἤ κ᾽ αὐτὸς ἐνὶ πρώτοισιν ἁλοίη.»
Ὣς εἰπὼν Αἴαντε καλέσσατο καὶ Μενέλαον·
«Αἴαντ᾽, Ἀργείων ἡγήτορε, καὶ Μενέλαε,
ἤτοι μὲν τὸν νεκρὸν ἐπιτράπεθ᾽ οἵ περ ἄριστοι,
ἀμφ᾽ αὐτῷ βεβάμεν καὶ ἀμύνεσθαι στίχας ἀνδρῶν, 510
νῶϊν δὲ ζωοῖσιν ἀμύνετε νηλεὲς ἦμαρ·
τῇδε γὰρ ἔβρισαν πόλεμον κάτα δακρυόεντα
Ἕκτωρ Αἰνείας θ᾽, οἳ Τρώων εἰσὶν ἄριστοι.
ἀλλ᾽ ἤτοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται·
ἥσω γὰρ καὶ ἐγώ, τὰ δέ κεν Διὶ πάντα μελήσει.» 515
Ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος,
καὶ βάλεν Ἀρήτοιο κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην·
ἡ δ᾽ οὐκ ἔγχος ἔρυτο, διαπρὸ δὲ εἴσατο χαλκός,
νειαίρῃ δ᾽ ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσεν.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ὀξὺν ἔχων πέλεκυν αἰζήϊος ἀνήρ, 520
κόψας ἐξόπιθεν κεράων βοὸς ἀγραύλοιο,
ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν, ὁ δὲ προθορὼν ἐρίπῃσιν,
ὣς ἄρ᾽ ὅ γε προθορὼν πέσεν ὕπτιος· ἐν δέ οἱ ἔγχος
νηδυίοισι μάλ᾽ ὀξὺ κραδαινόμενον λύε γυῖα.
Ἕκτωρ δ᾽ Αὐτομέδοντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ· 525
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος·
πρόσσω γὰρ κατέκυψε, τὸ δ᾽ ἐξόπιθεν δόρυ μακρὸν
οὔδει ἐνισκίμφθη, ἐπὶ δ᾽ οὐρίαχος πελεμίχθη
ἔγχεος· ἔνθα δ᾽ ἔπειτ᾽ ἀφίει μένος ὄβριμος Ἄρης.
καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ᾽ αὐτοσχεδὸν ὁρμηθήτην 530
εἰ μή σφω᾽ Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε,
οἵ ῥ᾽ ἦλθον καθ᾽ ὅμιλον ἑταίρου κικλήσκοντος·
τοὺς ὑποταρβήσαντες ἐχώρησαν πάλιν αὖτις
Ἕκτωρ Αἰνείας τ᾽ ἠδὲ Χρομίος θεοειδής,
Ἄρητον δὲ κατ᾽ αὖθι λίπον δεδαϊγμένον ἦτορ, 535
κείμενον· Αὐτομέδων δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ
τεύχεά τ᾽ ἐξενάριξε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·
«ἦ δὴ μὰν ὀλίγον γε Μενοιτιάδαο θανόντος
κῆρ ἄχεος μεθέηκα χερείονά περ καταπεφνών.»
Ὣς εἰπὼν ἐς δίφρον ἑλὼν ἔναρα βροτόεντα 540
θῆκ᾽, ἂν δ᾽ αὐτὸς ἔβαινε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν
αἱματόεις ὥς τίς τε λέων κατὰ ταῦρον ἐδηδώς.