Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 15 στ. 514-591
Αυτά ειπε, κι όλοι επήραν δύναμη, στυλώθηκαν· και τότε
το γιο του Περιμήδη εσκότωσε, των Φωκιωτών το ρήγα, 515
ο Έχτορας, το Σχεδίο· κι εσκότωσεν ο Αίας το Λαοδάμα,
τον αντρειωμένο γιο του Αντήνορα, στους πεζολάτες πρώτο·
κι ο Πολυδάμας πάλι εσκότωσε τον Ώτο απ᾽ την Κυλλήνη,
του Μέγη ακράνη, στους αντρόκαρδους τους Επειούς ρηγάρχη.
Κι ο Μέγης, που τον είδε, απάνω του χιμάει, μα ο Πολυδάμας 520
πηδάει λοξά και δεν τον πέτυχε, τι ο Απόλλωνας του Πάνθου
το γιο να σκοτωθεί δεν άφησε μες στους προμάχους τότε·
κι έτσι τον Κροίσμο αυτός κατάστηθα με το κοντάρι βρίσκει.
Βρόντηξε πέφτοντας, κι ως έσκυβεν ο Μέγης να τον γδύσει,
χύθηκε ο Δόλοπας απάνω του, τρανός κονταρομάχος, 525
ο γιος του Λάμπου, του Λαομέδοντα τ᾽ αγγόνι, πού ᾽χε ο Λάμπος
κάνει αντρειωμένο και πολύξερο στην τέχνη του πολέμου.
Τούτος σιμώνοντας εχτύπησε στη μέση το σκουτάρι
του Μέγη, μα ο γερός ο θώρακας που εφόραε, ταιριασμένος
με λάμες κουφωτές, τον γλίτωσε· τον είχε απ᾽ την Εφύρα, 530
απ᾽ του Σελήη τους όχτους κάποτε φέρει ο Φυλέας στο σπίτι
του ρήγα Ευφήτη δώρο ατίμητο, που καλοσκάμνισέ τον,
απ᾽ τις ριξιές του οχτρού στον πόλεμο να τον γλιτώνει πάντα.
Αυτός απ᾽ το κορμί ξεμάκρυνε του γιου το Χάρο τώρα.
Κι ο Μέγης ρίχνει το κοντάρι του το μυτερό, και βρίσκει 535
του φουντωτού χαλκένιου κράνους του κατάκορφα την άκρη,
και πέρα πέταξε τη φούντα του, που ως έπεσε στη σκόνη,
φεγγοβολούσε ακέρια, νιόβαφη με λαμπερή πορφύρα.
Μα όσο μαζί του ακόμα εμάχουνταν κι έλπιζε ακόμα νίκη,
φτάνει ο Μενέλαος ο αντροδύναμος βοηθός του, κι ως εστάθη 540
πίσω κρυφά, στο πλάι του Δόλοπα, τον πέτυχε στον ώμο·
κι ως λαχταρούσε το κοντάρι του να πάει μπροστά, το στέρνο
τού τρύπησε, κι αυτός σωριάστηκε τα πίστομα στο χώμα.
Κι αυτοί απ᾽ τους ώμους του τα χάλκινα χιμούν και παίρνουν όπλα·
κι ο Έχτορας τότε κράζει σε όλα του τ᾽ αδέρφια και ξαδέρφια· 545
και πρώτα του Ικετάονα μάλωσε το γιο, τον αντρειωμένο
Μελάνιππο, που πριν οι αντίμαχοι στης Τροίας τα μέρη φτάσουν,
τα στριφτοζάλικα τα βόδια του βοσκούσε στην Περκώτη·
σα φτάσαν όμως τα διπλόγυρτα των Δαναών καράβια,
στην Τροία ξανάρθε και ξεχώριζε μέσα στους Τρώες τους άλλους· 550
τον είχε ο Πρίαμος στο παλάτι του και τον τιμούσε ως γιο του.
Σ᾽ αυτόν μιλούσε ο μέγας Έχτορας μαλώνοντάς τον τώρα:
«Έτσι θα μείνουμε, Μελάνιππε, με σταυρωμένα χέρια;
Και δε σε νοιάζει που μας σκότωσαν τον ξάδερφο καθόλου;
Δε βλέπεις, τ᾽ άρματα του Δόλοπα πώς τριγυρνούν εκείνοι; 555
Ακλούθα μου, τι τώρα απόμακρα δε στέκει τους Αργίτες
πια να χτυπούμε· ή θα τους σφάξουμε γιά εκείνοι θα γκρεμίσουν
την Τροία την αψηλή συθέμελα και το λαό θα σφάξουν.»
Είπε και μπήκε ομπρός, κι ο ισόθεος τον ακολούθησε άντρας.
Και τους Αργίτες ο Αίας εγκάρδιωνεν, ο γιος του Τελαμώνα: 560
«Άντρες φανείτε, φίλοι, κι όλοι σας ντροπή στα στήθια νιώστε,
κι ο ένας στον άλλο μπρος ας ντρέπεται στις άγριες μάχες μέσα·
τι όσοι κρατούν ντροπή δε χάνουνται, μόν᾽ πιότεροι γλιτώνουν,
κι όσοι τσακίζουν δε δοξάζουνται και γλιτωμό δε βρίσκουν!»
Είπε, μ᾽ αυτοί κι ατοί τους λόγιαζαν να κρατηθούν αντρίκεια, 565
και βάλαν στην καρδιά το λόγο του, και τα καράβια εφράξαν
με χάλκινο τειχί· κι εκέντριζε τους Τρώες ο Δίας ψηλάθε.
Τότε ο Μενέλαος ο βροντόλαλος του Αντίλοχου φωνάζει:
«Κανένας Αχαιός, Αντίλοχε, δεν είναι νιότερός σου,
μηδέ και τόσο γοργογόνατος, μηδέ και πιο αντρειωμένος. 570
Να θε πηδήξεις, να πετύχαινες από τους Τρώες κανέναν!»
Είπε, κι αφού κουράγιο τού ᾽δωκε, γυρνάει και φεύγει πίσω.
Κι αυτός πηδάει μπροστά απ᾽ τους πρόμαχους και ρίχνει το κοντάρι,
με προσοχή κοιτώντας γύρα του· κι οι Τρώες εκάμαν πίσω,
καθώς κοντάριζε· κι ουδ᾽ έφυγε στ᾽ ανώφελα η ριξιά του· 575
στο στήθος του Ικετάονα πέτυχε το γιο, τον ψυχωμένο
Μελάνιππο, στη μάχη ως έμπαινε, και στο βυζί τον βρίσκει.
Βρόντηξε πέφτοντας, και σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι.
Κι ο Αντίλοχος χιμίζει απάνω του, σα σκύλος πα στο ελάφι
το λαβωμένο, που το πέτυχεν ο κυνηγός την ώρα 580
που απ᾽ τη μονιά του βγαίνει, κι έλυσε μεμιάς τα γόνατά του·
όμοια κι ο Αντίλοχος, Μελάνιππε, χυνόταν πάνωθέ σου,
για να σε γδύσει ο πολεμόχαρος. Τον πήρε όμως το μάτι
του Εχτόρου, κι ήρθε αντίκρυ τρέχοντας μες στη σφαγή κι εστάθη.
Και δεν κρατήθη ομπρός του ο Αντίλοχος, με όσην αντρειά κι αν είχε· 585
σαν το θεριό στα πόδια τό ᾽βαλε, σε βουκολιό που κάνει
κάποια ζημιά τρανή, σκοτώνοντας γιά σκύλο γιά βουκόλο,
και τό ᾽βαλε στα πόδια γρήγορα, πολλοί πριν μαζωχτούνε·
όμοια έφευγε κι ο γιος του Νέστορα, κι απάνω του απολνούσαν
ριξιές φαρμακωμένες ο Έχτορας κι οι Τρώες με αχό μεγάλο. 590
Τέλος, σαν έφτασε στους σύντροφους, μεταγυρνάει και στέκει.
Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
ἔνθ᾽ Ἕκτωρ μὲν ἕλε Σχεδίον, Περιμήδεος υἱόν, 515
ἀρχὸν Φωκήων, Αἴας δ᾽ ἕλε Λαοδάμαντα
ἡγεμόνα πρυλέων, Ἀντήνορος ἀγλαὸν υἱόν·
Πουλυδάμας δ᾽ Ὦτον Κυλλήνιον ἐξενάριξε,
Φυλεΐδεω ἕταρον, μεγαθύμων ἀρχὸν Ἐπειῶν.
τῷ δὲ Μέγης ἐπόρουσεν ἰδών· ὁ δ᾽ ὕπαιθα λιάσθη 520
Πουλυδάμας· καὶ τοῦ μὲν ἀπήμβροτεν· οὐ γὰρ Ἀπόλλων
εἴα Πάνθου υἱὸν ἐνὶ προμάχοισι δαμῆναι·
αὐτὰρ ὅ γε Κροίσμου στῆθος μέσον οὔτασε δουρί.
δούπησεν δὲ πεσών· ὁ δ᾽ ἀπ᾽ ὤμων τεύχε᾽ ἐσύλα.
τόφρα δὲ τῷ ἐπόρουσε Δόλοψ, αἰχμῆς ἐῢ εἰδώς, 525
Λαμπετίδης, ὃν Λάμπος ἐγείνατο φέρτατον υἱόν,
Λαομεδοντιάδης, εὖ εἰδότα θούριδος ἀλκῆς,
ὃς τότε Φυλεΐδαο μέσον σάκος οὔτασε δουρὶ
ἐγγύθεν ὁρμηθείς· πυκινὸς δέ οἱ ἤρκεσε θώρηξ,
τόν ῥ᾽ ἐφόρει γυάλοισιν ἀρηρότα· τόν ποτε Φυλεὺς 530
ἤγαγεν ἐξ Ἐφύρης, ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος.
ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν ἄναξ ἀνδρῶν Εὐφήτης
ἐς πόλεμον φορέειν, δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν·
ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκεσ᾽ ὄλεθρον.
τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος ἱπποδασείης 535
κύμβαχον ἀκρότατον νύξ᾽ ἔγχεϊ ὀξυόεντι,
ῥῆξε δ᾽ ἀφ᾽ ἵππειον λόφον αὐτοῦ· πᾶς δὲ χαμᾶζε
κάππεσεν ἐν κονίῃσι, νέον φοίνικι φαεινός.
ἧος ὁ τῷ πολέμιζε μένων, ἔτι δ᾽ ἔλπετο νίκην,
τόφρα δέ οἱ Μενέλαος ἀρήϊος ἦλθεν ἀμύντωρ, 540
στῆ δ᾽ εὐρὰξ σὺν δουρὶ λαθών, βάλε δ᾽ ὦμον ὄπισθεν·
αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα,
πρόσσω ἱεμένη· ὁ δ᾽ ἄρα πρηνὴς ἐλιάσθη.
τὼ μὲν ἐεισάσθην χαλκήρεα τεύχε᾽ ἀπ᾽ ὤμων
συλήσειν· Ἕκτωρ δὲ κασιγνήτοισι κέλευσε 545
πᾶσι μάλα, πρῶτον δ᾽ Ἱκεταονίδην ἐνένιπεν,
ἴφθιμον Μελάνιππον. ὁ δ᾽ ὄφρα μὲν εἰλίποδας βοῦς
βόσκ᾽ ἐν Περκώτῃ, δηΐων ἀπονόσφιν ἐόντων·
αὐτὰρ ἐπεὶ Δαναῶν νέες ἤλυθον ἀμφιέλισσαι,
ἂψ εἰς Ἴλιον ἦλθε, μετέπρεπε δὲ Τρώεσσι, 550
ναῖε δὲ πὰρ Πριάμῳ, ὁ δέ μιν τίεν ἶσα τέκεσσι·
τόν ῥ᾽ Ἕκτωρ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«οὕτω δή, Μελάνιππε, μεθήσομεν; οὐδέ νυ σοί περ
ἐντρέπεται φίλον ἦτορ ἀνεψιοῦ κταμένοιο;
οὐχ ὁράᾳς οἷον Δόλοπος περὶ τεύχε᾽ ἕπουσιν; 555
ἀλλ᾽ ἕπευ· οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἔστιν ἀποσταδὸν Ἀργείοισι
μάρνασθαι, πρίν γ᾽ ἠὲ κατακτάμεν ἠὲ κατ᾽ ἄκρης
Ἴλιον αἰπεινὴν ἑλέειν κτάσθαι τε πολίτας.»
Ὣς εἰπὼν ὁ μὲν ἦρχ᾽, ὁ δ᾽ ἅμ᾽ ἕσπετο ἰσόθεος φώς·
Ἀργείους δ᾽ ὄτρυνε μέγας Τελαμώνιος Αἴας· 560
«ὦ φίλοι, ἀνέρες ἔστε, καὶ αἰδῶ θέσθ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ἀλλήλους τ᾽ αἰδεῖσθε κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας.
αἰδομένων δ᾽ ἀνδρῶν πλέονες σόοι ἠὲ πέφανται·
φευγόντων δ᾽ οὔτ᾽ ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ ἀλέξασθαι μενέαινον, 565
ἐν θυμῷ δ᾽ ἐβάλοντο ἔπος, φράξαντο δὲ νῆας
ἕρκεϊ χαλκείῳ· ἐπὶ δὲ Ζεὺς Τρῶας ἔγειρεν.
Ἀντίλοχον δ᾽ ὄτρυνε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος·
«Ἀντίλοχ᾽, οὔ τις σεῖο νεώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν,
οὔτε ποσὶν θάσσων οὔτ᾽ ἄλκιμος ὡς σὺ μάχεσθαι· 570
εἴ τινά που Τρώων ἐξάλμενος ἄνδρα βάλοισθα.»
Ὣς εἰπὼν ὁ μὲν αὖτις ἀπέσσυτο, τὸν δ᾽ ὀρόθυνεν·
ἐκ δ᾽ ἔθορε προμάχων, καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ
ἀμφὶ ἓ παπτήνας· ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο
ἀνδρὸς ἀκοντίσσαντος· ὁ δ᾽ οὐχ ἅλιον βέλος ἧκεν, 575
ἀλλ᾽ Ἱκετάονος υἱόν, ὑπέρθυμον Μελάνιππον,
νισόμενον πόλεμόνδε βάλε στῆθος παρὰ μαζόν.
δούπησεν δὲ πεσών, τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν.
Ἀντίλοχος δ᾽ ἐπόρουσε κύων ὥς, ὅς τ᾽ ἐπὶ νεβρῷ
βλημένῳ ἀΐξῃ, τόν τ᾽ ἐξ εὐνῆφι θορόντα 580
θηρητὴρ ἐτύχησε βαλών, ὑπέλυσε δὲ γυῖα·
ὣς ἐπὶ σοί, Μελάνιππε, θόρ᾽ Ἀντίλοχος μενεχάρμης
τεύχεα συλήσων· ἀλλ᾽ οὐ λάθεν Ἕκτορα δῖον,
ὅς ῥά οἱ ἀντίος ἦλθε θέων ἀνὰ δηϊοτῆτα.
Ἀντίλοχος δ᾽ οὐ μεῖνε θοός περ ἐὼν πολεμιστής, 585
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ ἔτρεσε θηρὶ κακὸν ῥέξαντι ἐοικώς,
ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι
φεύγει πρίν περ ὅμιλον ἀολλισθήμεναι ἀνδρῶν·
ὣς τρέσε Νεστορίδης, ἐπὶ δὲ Τρῶές τε καὶ Ἕκτωρ
ἠχῇ θεσπεσίῃ βέλεα στονόεντα χέοντο· 590
στῆ δὲ μεταστρεφθείς, ἐπεὶ ἵκετο ἔθνος ἑταίρων.