Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 526-600
Κι αυτοί τρογύρα απ᾽ τον Ασκάλαφο ζυγώνοντας χυθήκαν,
κι άρπαξε ο Δήφοβος του Ασκάλαφου το αστραφτερό το κράνος·
μ᾽ αμέσως ο Μηριόνης χύθηκε, σαν το γοργό τον Άρη,
και του καρφώνει το κοντάρι του στο μπράτσο, κι απ᾽ το χέρι
βουίζοντας το στενοπρόσωπο κύλησε κάτω κράνος. 530
Ξανά ο Μηριόνης τότε απάνω του πηδάει, καθώς αγιούπας,
και τράβηξε ψηλά απ᾽ το μπράτσο του το δυνατό κοντάρι,
και πίσω εχώθη στους συντρόφους του· και τότες ο Πολίτης
στον αδερφό τα χέρια του άπλωσε, τον πήρε από τη μέση,
κι απ᾽ το φριχτό τον βγάζει πόλεμο, στα γρήγορα ώσπου φτάσαν 535
αλόγατά του, που στεκόντουσαν απ᾽ τη σφαγήν αλάργα,
μπροστά στο αμάξι τους τ᾽ ολόπλουμο, κι ο αμαξολάτης δίπλα.
Κι όπως στο κάστρο πίσω εδιάγερναν, βαριά βογγούσε εκείνος,
τι απ᾽ τη νωπή πληγή του εστάλαζε το γαίμα, και πονούσε.
Χτυπιόνταν οι άλλοι ωστόσο, κι άσβηστος ο αλαλητός σκωνόταν. 540
Κι ο Αινείας χιμώντας του Καλήτορα το γιο με το κοντάρι,
τον Αφαρέα, που ορμούσε απάνω του, πα στο λαιμό βαρίσκει·
γέρνει απ᾽ την άλλη το κεφάλι του, του πέφτουν και σκουτάρι
και κράνος, και τον ζώνει ο Χάροντας ο ψυχοκαταλύτης.
Κι ο Αντίλοχος στο Θόωνα, ως στράφηκε, καιροφυλάει και ρίχνει 545
χιμώντας πάνω του, και τού ᾽κοψε τη φλέβα πέρα ως πέρα,
που, τρέχοντας στην πλάτη αλάκερη, ψηλά ως το σβέρκο φτάνει·
κι όπως την έκοψε, τ᾽ ανάσκελα στη σκόνη αυτός εστρώθη,
του κάκου απλώνοντας τα χέρια του στους ακριβούς συντρόφους.
Κι ο Αντίλοχος χιμώντας τ᾽ άρματα του παίρνει από τους ώμους, 550
θωρώντας γύρω· κι αν τον έζωσαν ολούθε οι Τρώες και ρίχναν
στ᾽ ολόπλουμο, βαρύ σκουτάρι του, δεν μπόρουν να χαράξουν
με το χαλκό τους τον ανέσπλαχνο την τρυφερή τη σάρκα
του Αντίλοχου, τι τον παράστεκεν ο Ποσειδώνας πάντα,
το γιο του Νέστορα, κι ας τού ᾽ριχναν πλήθος οι Τρώες κοντάρια· 555
αλάργα απ᾽ τους οχτρούς δεν έμενε ποτέ, μόν᾽ τριγυρνούσε
αναμεσό τους· το κοντάρι του δε σκόλαζε, μόν᾽ σειόταν
όλη την ώρα τρεμοπαίζοντας, και λαχταρούσε πάντα
γιά από κοντά να πέφτει απάνω τους γιά από μακριά να ρίχνει.
Κι ο γιος τον είδε του Άσιου πού ᾽ριχνε μέσα στων Τρώων το πλήθος, 560
ο Αδάμαντας, και του κοντάρεψε στη μέση το σκουτάρι
από κοντά. Μα ο γαλαζόχαιτος ο Ποσειδώνας κόβει
τη φόρα του χαλού, κι αρνήθη του να πάρει τη ζωή του.
Και το μισό κοντάρι απόμεινε, καμένο λες παλούκι,
πα στο σκουτάρι, το άλλο εβρέθηκε κειτάμενο στο χώμα. 565
Εχώθη τότε στους συντρόφους του, του Χάρου να ξεφύγει.
Μα ως έφευγε, ο Μηριόνης τού ᾽ριξε, ξοπίσω παίρνοντάς τον,
και βρήκε τον στο αφάλι ανάμεσα και στ᾽ αχαμνά, κει πέρα
που πιότερο πονάει το λάβωμα στους άμοιρους ανθρώπους.
Κει μέσα το κοντάρι τού ᾽μπηξε· κι αυτός απ᾽ το κοντάρι 570
ξοπίσω γύρα του σπαρτάριζε, σα βόδι που το δέσαν
βουκόλοι με σκοινιά και σέρνουν το μεβιάς, αθέλητά του·
όμοια κρουσμένος εσπαρτάριζε κι αυτός για λίγην ώρα,
ώσπου ο τρανός Μηριόνης ζύγωσε και το κοντάρι βγάζει
απ᾽ το κορμί, κι η νύχτα εσκέπασε του Αδάμαντα τα μάτια. 575
Κι ο Έλενος χτύπησε το Δήπυρο με το μακρύ σπαθί του,
πού ᾽χε απ᾽ τη Θράκη, στο μελίγγι του, και του πετάει το κράνος,
κι εκείνο εσφεντονίστη κι έπεσε στη γη· κι Αργίτης κάποιος
απ᾽ όσους μάχουνταν το σήκωσε, στα πόδια του ως εκύλα.
Νύχτα ολοσκότεινη του Δήπυρου τα μάτια ευτύς σκεπάζει. 580
Τότε ο Μενέλαος, ο βροντόφωνος υγιός του Ατρέα, πικράθη,
και φοβερίζοντας στον Έλενο τον αντρειωμένο εχύθη
κουνώντας το μακρύ κοντάρι του, κι αυτός το τόξο αρπάζει.
Όμοια κι οι δυο τους ελαχτάριζαν ο ένας του αλλού να ρίξει,
τούτος σαγίτα από την κόρδα του, μακρύ κοντάρι εκείνος. 585
Κι ο γιος του Πρίαμου ευτύς κατάστηθα στου θώρακα τη γούβα
τον δόξεψε, όμως πέρα πέταξε μακριά η πικρή σαγίτα.
Από δικράνι πώς απλόχωρο μες στο φαρδύ τ᾽ αλώνι
ψηλά πηδούνε τα μαυρόφλουδα κουκιά και τα ροβίθια
στο σουριχτό του ανέμου φύσημα, στου λιχνιστή τη φόρα· 590
όμοια απ᾽ το θώρακα του ασύγκριτου Μενέλαου ξετινάχτη
κι αντιπηδώντας πέρα επέταξε μακριά η πικρή σαγίτα.
Τότε ο Μενέλαος, ο βροντόφωνος υγιός του Ατρέα, χιμώντας
στο χέρι, το δοξάρι πού ᾽σφιγγε το τορνευτό, χτυπά τον·
κι εχώθηκε ο χαλκός, το χέρι του περνώντας, στο δοξάρι. 595
Γυρίζει τότε στους συντρόφους του, του Χάρου να ξεφύγει,
κι ως κρέμασε το χέρι, εσούρνονταν το φράξινο κοντάρι.
Κι ο ψυχωμένος τότε Αγήνορας του το τραβάει, και δένει
το χέρι του σφιχτά με μάλλινη καλόστριφτη λουρίδα,
πού ᾽χε μαζί του πάντα, ως σύντροφος του ρήγα, αν λαβωνόταν. 600
Οἱ δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀσκαλάφῳ αὐτοσχεδὸν ὁρμήθησαν·
Δηΐφοβος μὲν ἀπ᾽ Ἀσκαλάφου πήληκα φαεινὴν
ἥρπασε, Μηριόνης δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ
δουρὶ βραχίονα τύψεν ἐπάλμενος, ἐκ δ᾽ ἄρα χειρὸς
αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα. 530
Μηριόνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐπάλμενος, αἰγυπιὸς ὥς,
ἐξέρυσε πρυμνοῖο βραχίονος ὄβριμον ἔγχος,
ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο. τὸν δὲ Πολίτης
αὐτοκασίγνητος, περὶ μέσσῳ χεῖρε τιτήνας,
ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος, ὄφρ᾽ ἵκεθ᾽ ἵππους 535
ὠκέας, οἵ οἱ ὄπισθε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο
ἕστασαν ἡνίοχόν τε καὶ ἅρματα ποικίλ᾽ ἔχοντες·
οἳ τόν γε προτὶ ἄστυ φέρον βαρέα στενάχοντα
τειρόμενον· κατὰ δ᾽ αἷμα νεουτάτου ἔρρεε χειρός.
Οἱ δ᾽ ἄλλοι μάρναντο, βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὀρώρει. 540
ἔνθ᾽ Αἰνέας Ἀφαρῆα Καλητορίδην ἐπορούσας
λαιμὸν τύψ᾽ ἐπὶ οἷ τετραμμένον ὀξέϊ δουρί·
ἐκλίνθη δ᾽ ἑτέρωσε κάρη, ἐπὶ δ᾽ ἀσπὶς ἑάφθη
καὶ κόρυς, ἀμφὶ δέ οἱ θάνατος χύτο θυμοραϊστής.
Ἀντίλοχος δὲ Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας 545
οὔτασ᾽ ἐπαΐξας, ἀπὸ δὲ φλέβα πᾶσαν ἔκερσεν,
ἥ τ᾽ ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν᾽ ἱκάνει·
τὴν ἀπὸ πᾶσαν ἔκερσεν· ὁ δ᾽ ὕπτιος ἐν κονίῃσι
κάππεσεν, ἄμφω χεῖρε φίλοις ἑτάροισι πετάσσας.
Ἀντίλοχος δ᾽ ἐπόρουσε, καὶ αἴνυτο τεύχε᾽ ἀπ᾽ ὤμων 550
παπταίνων· Τρῶες δὲ περισταδὸν ἄλλοθεν ἄλλος
οὔταζον σάκος εὐρὺ παναίολον, οὐδὲ δύναντο
εἴσω ἐπιγράψαι τέρενα χρόα νηλέϊ χαλκῷ
Ἀντιλόχου· πέρι γάρ ῥα Ποσειδάων ἐνοσίχθων
Νέστορος υἱὸν ἔρυτο καὶ ἐν πολλοῖσι βέλεσσιν. 555
οὐ μὲν γάρ ποτ᾽ ἄνευ δηΐων ἦν, ἀλλὰ κατ᾽ αὐτοὺς
στρωφᾶτ᾽· οὐδέ οἱ ἔγχος ἔχ᾽ ἀτρέμας, ἀλλὰ μάλ᾽ αἰεὶ
σειόμενον ἐλέλικτο· τιτύσκετο δὲ φρεσὶν ᾗσιν
ἤ τευ ἀκοντίσσαι, ἠὲ σχεδὸν ὁρμηθῆναι.
Ἀλλ᾽ οὐ λῆθ᾽ Ἀδάμαντα τιτυσκόμενος καθ᾽ ὅμιλον, 560
Ἀσιάδην, ὅ οἱ οὖτα μέσον σάκος ὀξέϊ χαλκῷ
ἐγγύθεν ὁρμηθείς· ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν
κυανοχαῖτα Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας.
καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ μεῖν᾽ ὥς τε σκῶλος πυρίκαυστος,
ἐν σάκει Ἀντιλόχοιο, τὸ δ᾽ ἥμισυ κεῖτ᾽ ἐπὶ γαίης· 565
ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων·
Μηριόνης δ᾽ ἀπιόντα μετασπόμενος βάλε δουρὶ
αἰδοίων τε μεσηγὺ καὶ ὀμφαλοῦ, ἔνθα μάλιστα
γίγνετ᾽ Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν.
ἔνθα οἱ ἔγχος ἔπηξεν· ὁ δ᾽ ἑσπόμενος περὶ δουρὶ 570
ἤσπαιρ᾽ ὡς ὅτε βοῦς, τόν τ᾽ οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες
ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν·
ὣς ὁ τυπεὶς ἤσπαιρε μίνυνθά περ, οὔ τι μάλα δήν,
ὄφρα οἱ ἐκ χροὸς ἔγχος ἀνεσπάσατ᾽ ἐγγύθεν ἐλθὼν
ἥρως Μηριόνης· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε. 575
Δηΐπυρον δ᾽ Ἕλενος ξίφεϊ σχεδὸν ἤλασε κόρσην
Θρηϊκίῳ μεγάλῳ, ἀπὸ δὲ τρυφάλειαν ἄραξεν.
ἡ μὲν ἀποπλαγχθεῖσα χαμαὶ πέσε, καί τις Ἀχαιῶν
μαρναμένων μετὰ ποσσὶ κυλινδομένην ἐκόμισσε·
τὸν δὲ κατ᾽ ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν. 580
Ἀτρεΐδην δ᾽ ἄχος εἷλε, βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον·
βῆ δ᾽ ἐπαπειλήσας Ἑλένῳ ἥρωϊ ἄνακτι,
ὀξὺ δόρυ κραδάων· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε.
τὼ δ᾽ ἄρ᾽ ὁμαρτήδην ὁ μὲν ἔγχεϊ ὀξυόεντι
ἵετ᾽ ἀκοντίσσαι, ὁ δ᾽ ἀπὸ νευρῆφιν ὀϊστῷ. 585
Πριαμίδης μὲν ἔπειτα κατὰ στῆθος βάλεν ἰῷ
θώρηκος γύαλον, ἀπὸ δ᾽ ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ᾽ ἀλωὴν
θρῴσκωσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι,
πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ, 590
ὣς ἀπὸ θώρηκος Μενελάου κυδαλίμοιο
πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς ἑκὰς ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός.
Ἀτρεΐδης δ᾽ ἄρα χεῖρα, βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
τὴν βάλεν ᾗ ῥ᾽ ἔχε τόξον ἐΰξοον· ἐν δ᾽ ἄρα τόξῳ
ἀντικρὺ διὰ χειρὸς ἐλήλατο χάλκεον ἔγχος. 595
ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων,
χεῖρα παρακρεμάσας· τὸ δ᾽ ἐφέλκετο μείλινον ἔγχος.
καὶ τὸ μὲν ἐκ χειρὸς ἔρυσεν μεγάθυμος Ἀγήνωρ,
αὐτὴν δὲ ξυνέδησεν ἐϋστρεφεῖ οἰὸς ἀώτῳ,
σφενδόνῃ, ἣν ἄρα οἱ θεράπων ἔχε ποιμένι λαῶν. 600