Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 9 στ. 430-501
Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν εβγάναν άχνα, 430
τι είχαν σαστίσει που τους μίλησε πολύ πεισματωμένα.
Τέλος εστράφη κι είπε ο Φοίνικας, ο γέρο αλογολάτης,
με δακρυσμένα μάτια, τι έτρεμε μην πάθουν τα καράβια:
«Το γυρισμό στο νου σου αν έβαλες, τρανέ Αχιλλέα, στ᾽ αλήθεια,
κι ουδέ λογιάζεις πια τα γρήγορα καράβια να γλιτώσεις 435
απ᾽ την κακιά φωτιά, τι η μάνητα το λογισμό σου πνίγει,
πώς τότε πια, παιδί μου, θά ᾽μενα μακριά σου εδώ μονάχος;
Μαζί σου εδώ ο Πηλέας δε μ᾽ έστειλεν, ο γέρο αλογολάτης,
από τη Φθία, στον Αγαμέμνονα καθώς σε προβοδούσε;
Κι ήσουν παιδί, κι ουδέ από πόλεμο νογούσες μανιασμένο 440
κι ουδέ από σύναξη, που ξέχωρη τιμή στον άντρα δίνει.
Γι᾽ αυτό μαζί σου εκείνος μ᾽ έστειλε, για να σε δασκαλεύω,
να μάθεις να μιλάς στη μάζωξη, να πολεμάς στη μάχη.
Γι᾽ αυτό, παιδί μου, εγώ δε θά ᾽θελα να χωριστώ από σένα,
κι αν ο θεός ακόμα μού ᾽λεγε να ξύσει απ᾽ το κορμί μου 445
τα γερατιά, και νιος σαν άλλοτε να γίνω, σαν και τότε
που την Ελλάδα εγώ απαράτησα την ωριογυναικούσα,
να λείψω απ᾽ την οργή του κύρη μου, του Αμύντορα, ζητώντας.
Για κάποια σκλάβα ομορφοπλέξουδη μού ᾽χε βαριά θυμώσει·
της είχε αγάπη και το ταίρι του δε λόγιαζε καθόλου, 450
τη μάνα μου· κι αυτή στα γόνατα μου πρόσπεφτε, την κόρη
εγώ να κοιμηθώ πρωτύτερα, να σιχαθεί το γέρο.
Κι έγινε η χάρη της, μα ο κύρης μου σε λίγο το απεικάστη,
κι απάνω μου κατάρες σώριασε βαριές, κι ανακαλιόταν
τις άγριες Ερινύες, στα γόνατα να μη χορέψει αγγόνι, 455
που νά ᾽χει γεννηθεί απ᾽ το σπέρμα μου· κι ευτύς την κάταρά του
του Κάτω Κόσμου ο Δίας την άκουσε κι η ανήλεη Περσεφόνη.
Με κοφτερό χαλκό μελέτησα να τον σκοτώσω τότε·
μα κάποιος μού᾽ σβησε τη μάνητα θεός, θυμίζοντάς μου
του κόσμου τις βρισιές, το σούσουρο μες στους ανθρώπους γύρω, 460
πατροφονιά να με φωνάζουνε μες στους Αργίτες όλοι.
Μα κι η καρδιά μου δεν το δέχουνταν καθόλου, να χολιάζει
μαζί μου ο κύρης, και στο σπίτι μας εγώ να μπαινοβγαίνω.
Κι ήταν πολλοί δικοί κι αξάδερφοι, που μ᾽ είχαν ζώσει τότε,
με παρακάλια δοκιμάζοντας να με κρατήσουν σπίτι· 465
στεφανοκέρατα, στριφτόζαλα πλήθος εσφάζαν βόδια,
κι αρνιά παχιά, κι απάνω στου Ήφαιστου τη φλόγα τεντωμένοι
καψαλιζόνταν χοίροι, πού ᾽πλεχαν μες στο πολύ τους ξίγκι,
και το κρασί κρουνός επίνουνταν απ᾽ τα σταμνιά του γέρου.
Νύχτες εννιά κοιμόνταν δίπλα μου και με φυλάγαν όλοι 470
με τη σειρά τους, και δεν έσβησαν ποτέ οι φωτιές, που ανάβαν
μες στη στοά της γυροτοίχιστης αυλής η μια στημένη,
κι η άλλη στον πρόδομο, κατάμπροστα στις πόρτες του αντρωνίτη.
Μα ως έφτασεν η νύχτα η δέκατη και πήρε το σκοτάδι,
τότε συντρίβοντας της κάμαρας τις στεριωμένες πόρτες 475
όξω πετάχτηκα και πήδηξα μεμιάς τον αυλοφράχτη,
δίχως καθόλου οι φυλακάτορες κι οι σκλάβες να με νιώσουν.
Και πήρα δρόμο την πλατύχωρη διαβαίνοντας Ελλάδα,
ως πια στη Φθία την παχιοχώματη, την αρνομάνα, φτάνω,
στου βασιλιά Πηλέα· κι ολόκαρδα με καλοδέχτη εκείνος, 480
και τόση αγάπη τότε μού ᾽δειξε, σαν που αγαπάει πατέρας,
πού ᾽χει και βιος, το μοσκανάθρεφτο μικρό μοναχογιό του·
και πλούσιο μ᾽ έκανε και μού ᾽δωκε πολλούς για ν᾽ αφεντεύω·
και ζούσα βασιλιάς στους Δόλοπες, στης Φθίας την άκρην άκρη.
Κι έτσι μεγάλο εγώ σε ανάστησα, θεόμορφε Αχιλλέα, 485
και σ᾽ αγαπούσα· τι δεν ήθελες εσύ κανέναν άλλον,
γιά στο τραπέζι σύντας πήγαινες γιά κι έτρωγες μονάχος·
έπρεπε εγώ μαθές στα γόνατα να σε κρατώ, να κόβω
το κρέας, να τρως, μετά στα χείλια σου την κούπα να ζυγώνω.
Συχνά στο στήθος μού κατάβρεξες το ρούχο με το στόμα, 490
παιδί όπως ήσουν και με παίδευες και το κρασί ξερνούσες.
Έτσι πολλά για σένα τράβηξα, πολλούς επήρα μόχτους·
τι δεν ξεχνούσα πως οι αθάνατοι δεν ήταν να μου δώσουν
δικό μου γιο, γι᾽ αυτό και μού ᾽γινες, θεόμορφε Αχιλλέα,
παιδί μου εσύ, που θα με γλίτωνες απ᾽ το κακό μια μέρα. 495
Την πέρφανη ψυχή σου μέρωσε τώρα, Αχιλλέα, δεν πρέπει
νά ᾽χεις καρδιά σκληρή· κι οι αθάνατοι τη γνώμη τους αλλάζουν,
που μας περνούνε και στη δύναμη και στην τιμή και σ᾽ όλα.
Με καλοπρόσδεχτα ταξίματα και με θυσίες, με κνίσα
και με σπονδές, γυρίζουν οι άνθρωποι και τη δική τους γνώμη, 500
παρακαλώντας τους, αν έσφαλε κι αν έφταιξε κανένας.
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ 430
μῦθον ἀγασσάμενοι· μάλα γὰρ κρατερῶς ἀπέειπεν·
ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε γέρων ἱππηλάτα Φοῖνιξ
δάκρυ᾽ ἀναπρήσας· περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν·
«εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσί, φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ,
βάλλεαι, οὐδέ τι πάμπαν ἀμύνειν νηυσὶ θοῇσι 435
πῦρ ἐθέλεις ἀΐδηλον, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε θυμῷ,
πῶς ἂν ἔπειτ᾽ ἀπὸ σεῖο, φίλον τέκος, αὖθι λιποίμην
οἶος; σοὶ δέ μ᾽ ἔπεμπε γέρων ἱππηλάτα Πηλεὺς
ἤματι τῷ ὅτε σ᾽ ἐκ Φθίης Ἀγαμέμνονι πέμπε
νήπιον, οὔ πω εἰδόθ᾽ ὁμοιΐου πολέμοιο, 440
οὐδ᾽ ἀγορέων, ἵνα τ᾽ ἄνδρες ἀριπρεπέες τελέθουσι.
τοὔνεκά με προέηκε διδασκέμεναι τάδε πάντα,
μύθων τε ῥητῆρ᾽ ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων.
ὡς ἂν ἔπειτ᾽ ἀπὸ σεῖο, φίλον τέκος, οὐκ ἐθέλοιμι
λείπεσθ᾽, οὐδ᾽ εἴ κέν μοι ὑποσταίη θεὸς αὐτὸς 445
γῆρας ἀποξύσας θήσειν νέον ἡβώοντα,
οἷον ὅτε πρῶτον λίπον Ἑλλάδα καλλιγύναικα,
φεύγων νείκεα πατρὸς Ἀμύντορος Ὀρμενίδαο,
ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο,
τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν, ἀτιμάζεσκε δ᾽ ἄκοιτιν, 450
μητέρ᾽ ἐμήν· ἡ δ᾽ αἰὲν ἐμὲ λισσέσκετο γούνων
παλλακίδι προμιγῆναι, ἵν᾽ ἐχθήρειε γέροντα.
τῇ πιθόμην καὶ ἔρεξα· πατὴρ δ᾽ ἐμὸς αὐτίκ᾽ ὀϊσθεὶς
πολλὰ κατηρᾶτο, στυγερὰς δ᾽ ἐπεκέκλετ᾽ Ἐρινῦς,
μή ποτε γούνασιν οἷσιν ἐφέσσεσθαι φίλον υἱὸν 455
ἐξ ἐμέθεν γεγαῶτα· θεοὶ δ᾽ ἐτέλειον ἐπαράς,
Ζεύς τε καταχθόνιος καὶ ἐπαινὴ Περσεφόνεια.
τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα κατακτάμεν ὀξέϊ χαλκῷ·
ἀλλά τις ἀθανάτων παῦσεν χόλον, ὅς ῥ᾽ ἐνὶ θυμῷ
δήμου θῆκε φάτιν καὶ ὀνείδεα πόλλ᾽ ἀνθρώπων, 460
ὡς μὴ πατροφόνος μετ᾽ Ἀχαιοῖσι καλεοίμην.
ἔνθ᾽ ἐμοὶ οὐκέτι πάμπαν ἐρητύετ᾽ ἐν φρεσὶ θυμὸς
πατρὸς χωομένοιο κατὰ μέγαρα στρωφᾶσθαι.
ἦ μὲν πολλὰ ἔται καὶ ἀνεψιοὶ ἀμφὶς ἐόντες
αὐτοῦ λισσόμενοι κατερήτυον ἐν μεγάροισι, 465
πολλὰ δὲ ἴφια μῆλα καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς
ἔσφαζον, πολλοὶ δὲ σύες θαλέθοντες ἀλοιφῇ
εὑόμενοι τανύοντο διὰ φλογὸς Ἡφαίστοιο,
πολλὸν δ᾽ ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο τοῖο γέροντος.
εἰνάνυχες δέ μοι ἀμφ᾽ αὐτῷ παρὰ νύκτας ἴαυον· 470
οἱ μὲν ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον, οὐδέ ποτ᾽ ἔσβη
πῦρ, ἕτερον μὲν ὑπ᾽ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς,
ἄλλο δ᾽ ἐνὶ προδόμῳ, πρόσθεν θαλάμοιο θυράων.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ δεκάτη μοι ἐπήλυθε νὺξ ἐρεβεννή,
καὶ τότ᾽ ἐγὼ θαλάμοιο θύρας πυκινῶς ἀραρυίας 475
ῥήξας ἐξῆλθον, καὶ ὑπέρθορον ἑρκίον αὐλῆς
ῥεῖα, λαθὼν φύλακάς τ᾽ ἄνδρας δμῳάς τε γυναῖκας.
φεῦγον ἔπειτ᾽ ἀπάνευθε δι᾽ Ἑλλάδος εὐρυχόροιο,
Φθίην δ᾽ ἐξικόμην ἐριβώλακα, μητέρα μήλων,
ἐς Πηλῆα ἄναχθ᾽· ὁ δέ με πρόφρων ὑπέδεκτο, 480
καί μ᾽ ἐφίλησ᾽ ὡς εἴ τε πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ
μοῦνον τηλύγετον πολλοῖσιν ἐπὶ κτεάτεσσι,
καί μ᾽ ἀφνειὸν ἔθηκε, πολὺν δέ μοι ὤπασε λαόν·
ναῖον δ᾽ ἐσχατιὴν Φθίης, Δολόπεσσιν ἀνάσσων.
καί σε τοσοῦτον ἔθηκα, θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ, 485
ἐκ θυμοῦ φιλέων, ἐπεὶ οὐκ ἐθέλεσκες ἅμ᾽ ἄλλῳ
οὔτ᾽ ἐς δαῖτ᾽ ἰέναι οὔτ᾽ ἐν μεγάροισι πάσασθαι,
πρίν γ᾽ ὅτε δή σ᾽ ἐπ᾽ ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας
ὄψου τ᾽ ἄσαιμι προταμὼν καὶ οἶνον ἐπισχών.
πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα 490
οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ.
ὣς ἐπὶ σοὶ μάλα πόλλ᾽ ἔπαθον καὶ πόλλ᾽ ἐμόγησα,
τὰ φρονέων, ὅ μοι οὔ τι θεοὶ γόνον ἐξετέλειον
ἐξ ἐμεῦ· ἀλλὰ σὲ παῖδα, θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ,
ποιεύμην, ἵνα μοί ποτ᾽ ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνῃς. 495
ἀλλ᾽, Ἀχιλεῦ, δάμασον θυμὸν μέγαν· οὐδέ τί σε χρὴ
νηλεὲς ἦτορ ἔχειν· στρεπτοὶ δέ τε καὶ θεοὶ αὐτοί,
τῶν περ καὶ μείζων ἀρετὴ τιμή τε βίη τε.
καὶ μὲν τοὺς θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσι
λοιβῇ τε κνίσῃ τε παρατρωπῶσ᾽ ἄνθρωποι 500
λισσόμενοι, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ καὶ ἁμάρτῃ.