Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 6 στ. 466-529
Αυτά ειπε ο ξακουσμένος Έχτορας, κι ανοιεί στο γιο τα χέρια·
μα το παιδί στης ομορφόζωστης τον κόρφο εκρύφτη βάγιας
με δυνατές φωνές, τι ετρόμαξε τον κύρη του θωρώντας,
απ᾽ το χαλκό που τον εσκέπαζε σκιαγμένο κι απ᾽ τη φούντα
την αλογίσια, που άγρια σάλευε κατάκορφα στο κράνος. 470
Με την καρδιά τους τότε γέλασαν ο κύρης του κι η μάνα,
κι ευτύς ο ξακουσμένος Έχτορας απ᾽ το κεφάλι βγάζει
το κράνος, και στη γη το απίθωσε λαμποκοπώντας όλο.
Παίρνει μετά το γιο, τον φίλησε, τον χόρεψε στα χέρια,
κι έτσι μετά στο Δία προσεύκουνταν και στους θεούς τους άλλους: 475
«Πατέρα Δία κι εσείς οι επίλοιποι θεοί, και τούτος δώστε,
ο γιος μου, όπως εγώ περίλαμπρος μέσα στους Τρώες να γένει,
άντρας τρανός, και πολυδύναμα την Τροία να κυβερνήσει·
κι ένας να πει: “πολύ καλύτερος απ᾽ το γονιό του ετούτος,”
σα θα γυρίζει από τον πόλεμο με κούρσα αιματωμένα 480
οχτρού που σκότωσε, κι η μάνα του βαθιά ν᾽ αναγαλλιάσει.»
Έτσι μιλεί, και στης γυναίκας του τα χέρια τον υγιό τους
απίθωσε, κι αυτή τον δέχτηκε στο μυρωδάτο κόρφο
δακρυογελώντας· την επόνεσε καθώς την είδε εκείνος,
και με το χέρι του τη χάιδεψε κι αυτά τής λέει τα λόγια: 485
«Άμοιρη εσύ, μη μου πικραίνεσαι μες στην καρδιά σου τόσο·
κανείς, αν δεν το στρέγει η μοίρα μου, στον Άδη δε με στέλνει·
το ξέρω, απ᾽ το γραφτό κανένας μας, κιοτής γιά παλικάρι,
μια και στον κόσμο αυτό γεννήθηκε, δε γλίτωσε ποτέ του.
Μόν᾽ τώρα εσύ στο σπίτι πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα, 490
τον αργαλειό, την αλακάτη σου, και πρόσταζε τις βάγιες
να πιάνουνε δουλειά· τον πόλεμο θα τον κοιτάξουν οι άντρες
όλοι όσοι μες στην Τροία γεννήθηκαν, κι εγώ περίσσια απ᾽ όλους.»
Αυτά ειπε ο ξακουσμένος Έχτορας, και σήκωσε το κράνος
το αλογουρίσιο· κι η γυναίκα του τραβούσε για το σπίτι, 495
όλο και πίσω της γυρίζοντας, στα δάκρυα βουτημένη.
Κι ήταν σε λίγο στο καλόφτιαχτο το αρχοντικό φτασμένη
του αντροφονιά του Εχτόρου, κι έσμιξε κει μέσα με τις βάγιες·
λίγες δεν ήταν, κι όλες άσκωσαν μαζί το μοιρολόγι.
Έτσι τον Έχτορα στο σπίτι του και ζωντανό τον κλαίγαν, 500
τι δεν ελπίζαν πια, ξεφεύγοντας των Αχαιών τα χέρια
και την ορμή, ξανά απ᾽ τον πόλεμο να τόνε ιδούν να γείρει.
Μα ουδέ κι ο Πάρης χασομέρησε μες στο αψηλό του σπίτι·
τα ξακουστά του ως ζώστηκε άρματα τα χαλκοδουλεμένα,
ευτύς το κάστρο εδιάβη τρέχοντας με γρήγορα ποδάρια. 505
Πώς ξάφνου το άτι, που ξαπόστασε και χόρτασε κριθάρι
μες στο παχνί του, σπάει τα χάμουρα και πιλαλάει στον κάμπο
ποδοβολώντας, τι να λούζεται του αρέσει στο ποτάμι,
καμαρωτό, και το κεφάλι του κρατάει ψηλά, κι οι χήτες
πίσω στις πλάτες του ανεμίζουνται, κι αυτό αντριγιά γεμάτο 510
το φέρνουν γρήγορα τα γόνατα στις γνώριμες βοσκές του·
όμοια κι ο Πάρης απ᾽ τα Πέργαμα να κατεβαίνει επήρε,
του Πρίαμου ο γιος, σαν ήλιος λάμποντας μες στην αρματωσιά του,
κι όλο χαρά και γέλιο γρήγορα τα πόδια του τον φέρναν.
Τον Έχτορα σε λίγο επρόλαβε, μόλις κι αυτός κινούσε, 515
όθε πιο πριν γλυκοκουβέντιαζε με το ακριβό του ταίρι.
Και πρώτος μίλησε ο θεόμορφος Αλέξαντρος και τού ᾽πε:
«Μήπως τυχόν, καλέ, και σε άργησα στην τόση βιάση πού ᾽χεις,
κι απά στην ώρα μου δεν έφτασα, καθώς παράγγελνές μου;»
Κι ο μέγας κρανοσείστης Έχτορας απηλογιά τού δίνει: 520
«Καημένε, όποιος σε ιδεί στον πόλεμο και θέλει δίκιος νά ᾽ναι
πως δεν αξίζεις δε θα τό ᾽λεγε, τι αντρίστικη η καρδιά σου·
μα θες κι οκνεύεις και δε γνοιάζεσαι για τίποτα, κι εμένα
πονάει η καρδιά τους Τρώες ακούγοντας το τί για σένα σέρνουν,
που τόσα χρόνια βασανίζουνται στ᾽ αλήθεια απ᾽ αφορμή σου. 525
Μ᾽ ας πάμε τώρα, αυτά τα φτιάνουμε κι αργότερα, μονάχα
να δώσει ο Δίας, κροντήρι ελεύτερο να στήσουμε μια μέρα
στο αρχοντικό μας, τους αθάνατους θεούς ψηλά τιμώντας,
ως πια απ᾽ την Τροία τους ωριομάλληδες θά ᾽χουμε διώξει Αργίτες.»
Ὣς εἰπὼν οὗ παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ·
ἂψ δ᾽ ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης
ἐκλίνθη ἰάχων, πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς,
ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ λόφον ἱππιοχαίτην,
δεινὸν ἀπ᾽ ἀκροτάτης κόρυθος νεύοντα νοήσας. 470
ἐκ δὲ γέλασσε πατήρ τε φίλος καὶ πότνια μήτηρ·
αὐτίκ᾽ ἀπὸ κρατὸς κόρυθ᾽ εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ,
καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὶ παμφανόωσαν·
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε πῆλέ τε χερσίν,
εἶπε δ᾽ ἐπευξάμενος Διί τ᾽ ἄλλοισίν τε θεοῖσι· 475
«Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί, δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι
παῖδ᾽ ἐμόν, ὡς καὶ ἐγώ περ, ἀριπρεπέα Τρώεσσιν,
ὧδε βίην τ᾽ ἀγαθόν, καὶ Ἰλίου ἶφι ἀνάσσειν·
καί ποτέ τις εἴποι “πατρός γ᾽ ὅδε πολλὸν ἀμείνων”
ἐκ πολέμου ἀνιόντα· φέροι δ᾽ ἔναρα βροτόεντα 480
κτείνας δήϊον ἄνδρα, χαρείη δὲ φρένα μήτηρ.»
Ὣς εἰπὼν ἀλόχοιο φίλης ἐν χερσὶν ἔθηκε
παῖδ᾽ ἑόν· ἡ δ᾽ ἄρα μιν κηώδεϊ δέξατο κόλπῳ
δακρυόεν γελάσασα· πόσις δ᾽ ἐλέησε νοήσας,
χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε· 485
«δαιμονίη, μή μοί τι λίην ἀκαχίζεο θυμῷ·
οὐ γάρ τίς μ᾽ ὑπὲρ αἶσαν ἀνὴρ Ἄϊδι προϊάψει·
μοῖραν δ᾽ οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν,
οὐ κακόν, οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ἐπὴν τὰ πρῶτα γένηται.
ἀλλ᾽ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾽ αὐτῆς ἔργα κόμιζε, 490
ἱστόν τ᾽ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· πόλεμος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί, τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας κόρυθ᾽ εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ
ἵππουριν· ἄλοχος δὲ φίλη οἶκόνδε βεβήκει 495
ἐντροπαλιζομένη, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσα.
αἶψα δ᾽ ἔπειθ᾽ ἵκανε δόμους εὖ ναιετάοντας
Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο, κιχήσατο δ᾽ ἔνδοθι πολλὰς
ἀμφιπόλους, τῇσιν δὲ γόον πάσῃσιν ἐνῶρσεν.
αἱ μὲν ἔτι ζωὸν γόον Ἕκτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ· 500
οὐ γάρ μιν ἔτ᾽ ἔφαντο ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο
ἵξεσθαι, προφυγόντα μένος καὶ χεῖρας Ἀχαιῶν.
Οὐδὲ Πάρις δήθυνεν ἐν ὑψηλοῖσι δόμοισιν,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽, ἐπεὶ κατέδυ κλυτὰ τεύχεα, ποικίλα χαλκῷ,
σεύατ᾽ ἔπειτ᾽ ἀνὰ ἄστυ, ποσὶ κραιπνοῖσι πεποιθώς. 505
ὡς δ᾽ ὅτε τις στατὸς ἵππος, ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ,
δεσμὸν ἀπορρήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων,
εἰωθὼς λούεσθαι ἐϋρρεῖος ποταμοῖο,
κυδιόων· ὑψοῦ δὲ κάρη ἔχει, ἀμφὶ δὲ χαῖται
ὤμοις ἀΐσσονται· ὁ δ᾽ ἀγλαΐηφι πεποιθώς, 510
ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει μετά τ᾽ ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων·
ὣς υἱὸς Πριάμοιο Πάρις κατὰ Περγάμου ἄκρης
τεύχεσι παμφαίνων ὥς τ᾽ ἠλέκτωρ ἐβεβήκει
καγχαλόων, ταχέες δὲ πόδες φέρον· αἶψα δ᾽ ἔπειτα
Ἕκτορα δῖον ἔτετμεν ἀδελφεόν, εὖτ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλε 515
στρέψεσθ᾽ ἐκ χώρης ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί.
τὸν πρότερος προσέειπεν Ἀλέξανδρος θεοειδής·
«ἠθεῖ᾽, ἦ μάλα δή σε καὶ ἐσσύμενον κατερύκω
δηθύνων, οὐδ᾽ ἦλθον ἐναίσιμον, ὡς ἐκέλευες;»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ· 520
«δαιμόνι᾽, οὐκ ἄν τίς τοι ἀνήρ, ὃς ἐναίσιμος εἴη,
ἔργον ἀτιμήσειε μάχης, ἐπεὶ ἄλκιμός ἐσσι·
ἀλλὰ ἑκὼν μεθιεῖς τε καὶ οὐκ ἐθέλεις· τὸ δ᾽ ἐμὸν κῆρ
ἄχνυται ἐν θυμῷ, ὅθ᾽ ὑπὲρ σέθεν αἴσχε᾽ ἀκούω
πρὸς Τρώων, οἳ ἔχουσι πολὺν πόνον εἵνεκα σεῖο. 525
ἀλλ᾽ ἴομεν· τὰ δ᾽ ὄπισθεν ἀρεσσόμεθ᾽, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
δώῃ ἐπουρανίοισι θεοῖς αἰειγενέτῃσι
κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον ἐν μεγάροισιν,
ἐκ Τροίης ἐλάσαντας ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς.»