Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 5 στ. 460-540
Ως είπε αυτά, ψηλά στα Πέργαμα πηγαίνει και καθίζει, 460
κι ευτύς ο γαύρος Άρης έτρεξε τους Τρώες για να γκαρδιώσει
με την ειδή του λαύρου Ακάμαντα, που αφέντευε στους Θράκες,
και στους υγιούς του Πρίαμου φώναξε τους αρχοντοθρεμμένους:
«Του Πρίαμου, γιοι, του αρχοντογέννητου ρηγάρχη, ως πότε αλήθεια
απ᾽ τους Αργίτες να σκοτώνουνται θ᾽ αφήστε τους δικούς σας; 465
Μήπως ωσόπου στα καλόχτιστα τα καστροπόρτια φτάσουν
κι εκεί πιαστούν; Του λιονταρόκαρδου του Αγχίση ο γιος ο Αινείας
κείτεται τώρα, που ως τον Έχτορα τον ετιμούσαμε όλοι.
Μα ομπρός, κι απ᾽ τη σφαγή ας γλιτώσουμε το μέγα σύντροφό μας.»
Έτσι είπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους, 470
και τότε ο Σαρπηδόνας άσκημα τον Έχτορα μαλώνει:
«Έχτορα, πες μου, το κουράγιο σου, πού ᾽χες πιο πριν, πού πήγε;
Δίχως στρατό και δίχως σύμμαχους εσύ με τους γαμπρούς σου
μαζί και με τ᾽ αδέρφια σου έλεγες το κάστρο θα κρατούσες.
Μα τώρα δεν μπορώ κανένα τους να ιδώ και να ξεκρίνω· 475
σα σκύλοι εζάρωσαν και λούφαξαν τρογύρα από λιοντάρι.
Τώρα μονάχα όσοι βρεθήκαμε συμμάχοι πολεμούμε·
τι σύμμαχος κι εγώ ειμαι κι έφτασα μακριάθε ξεκινώντας·
τι είναι μακριά η Λυκία, στο στρουφιχτό του Ξάνθου ρέμα πάνω,
κι έχω αφημένο εκεί το ταίρι μου και το μωρό το γιο μου 480
και βιος πολύ, που θα το ζήλευε κάθε φτωχός. Μα κι έτσι
γκαρδιώνω τους Λυκιώτες άπαυτα και λαχταρώ κι ατός μου
να κονταροχτυπιέμαι, τίποτα δω πέρα ας μην ορίζω,
γιά βιος οι Αργίτες να μου πάρουνε γιά ζα να μου ξεκόψουν.
Κι εσύ μου στέκεις κι ουδέ γνοιάζεσαι τους άλλους να προστάζεις 485
να μην τσακίσουν, μόν᾽ τα ταίρια τους στητοί να διαφεντέψουν.
Μες στου διχτυού τα βρόχια τ᾽ άρπαγα μήπως πιαστείτε ξάφνου,
και γίνετε όλοι των αντίμαχων διαγούμισμα και κούρσος,
που θα πατήσουν δίχως άργητα το πλούσιο σας το κάστρο.
Μα για όλα τούτα συ να γνοιάζεσαι πρεπό ᾽ναι μέρα νύχτα, 490
στους αρχηγούς των πολυδόξαστων προσπέφτοντας συμμάχων,
στη μάχη να κρατιούνται αλύγιστοι ―και τις φωνές παράτα!»
Είπε, κι ο λόγος του τον Έχτορα κατάβαθα δαγκώνει,
κι ευτύς επήδηξε απ᾽ τ᾽ αμάξι του συνάρματος στο χώμα,
κι έτρεξε, σειώντας τα κοντάρια του τα σουβλερά, στο ασκέρι, 495
να μπούν στον πόλεμο φωνάζοντας, κι άγρια ξανάβει μάχη.
Κάνουν κι αυτοί στροφή και στάθηκαν στους Αχαιούς αντίκρα.
Κι οι Αργίτες μαζωχτοί κρατήθηκαν, δεν τό ᾽βαλαν στα πόδια.
Κι όπως ο αγέρας παίρνει τ᾽ άχερο μες στ᾽ αγιασμένα αλώνια,
σύντας λιχνίζουν, και στο φύσημα του ανέμου ξεχωρίζει 500
η ξανθή Δήμητρα από τ᾽ άχερο το στάρι, και λευκαίνει
η άχνη τη γης, όπου στοιβάζεται· το ίδιο κι οι Αργίτες άσπροι
βρέθηκαν απ᾽ τη σκόνη ολόκορμα, που ασκώναν κάτωθέ τους
ψηλά ως τον ουρανό το χάλκινο τα πόδια των αλόγων,
έτσι ξανά που σμίξαν, κι έστρεφαν οι αμαξολάτες τ᾽ άτια· 505
κι ο ένας στον άλλο αντίκρυ εμάχουνταν. Νύχτα βαθιά ένα γύρο
στη μάχη ο γαύρος Άρης άπλωνε, στους Τρώες να δώσει χέρι,
κι ολούθε πιλαλώντας τέλευε του Φοίβου τις αρμήνιες,
του μαλαμοσπαθάρη Απόλλωνα, που τού ᾽χε παραγγείλει
ξανά στους Τρώες να δώσει ανάκαρα, την Αθηνά Παλλάδα 510
να φεύγει ως είδε, που παράστεκε βοηθώντας τους Αργίτες.
Ωστόσο εκείνος από τ᾽ άδυτο το μυριοπλούσιο βγάζει
το ρήγα Αινεία, και μες στα στήθη του καινούργια αντρειά φυτεύει.
Και βρέθη ο Αινείας μες στους συντρόφους του, κι εκείνοι αναγαλλιάσαν,
θωρώντας ζωντανός κι αλάβωτος να τους σιμώνει πάλε, 515
κι αντρειά γεμάτος· μα δε ρώτησε κανείς τους τί είχε γίνει·
καιρό δεν είχαν απ᾽ τον πόλεμο, που ο καταλύτης Άρης
κι ο Ασημοδόξαρος τους σήκωναν κι η φρενιασμένη Αμάχη.
Ωστόσο οι Δαναοί απ᾽ τους Αίαντες, τον Οδυσσέα το γαύρο
και το Διομήδη ξεσηκώνουνταν να πολεμούν κι ατοί τους· 520
των Τρώων τη δύναμη δε σκιάζουνταν μηδέ και τα γιουρούσια.
Σα σύγνεφα έστεκαν ασάλευτοι, που ο γιος του Κρόνου στήνει
πα στων βουνών ψηλά τ᾽ ακρόκορφα σε απανεμιά, και διόλου
δε σειούνται, όσο ο βοριάς κι οι επίλοιποι κοιμούνται ακόμα ανέμοι·
μα σύντας σηκωθούν φρενιάζοντας με τ᾽ άγρια σφουριχτά τους 525
δεξιά ζερβά σκορπούν τα σύγνεφα τα γισκιοφορτωμένα·
όμοια στεκόνταν στέριοι ουδ᾽ έφευγαν μπροστά στους Τρώες οι Αργίτες·
κι ολούθε ο γιος του Ατρέα τριγύριζε γκαρδιώνοντας το ασκέρι:
«Άντρες φανείτε, φίλοι, κι όλοι σας κλείστε αντριγιά στα στήθη,
κι ο ένας στον άλλο μπρος ας ντρέπεται στις άγριες μάχες μέσα· 530
τι όσοι κρατούν ντροπή δε χάνουνται, μα οι πιότεροι γλιτώνουν
κι όσοι τσακίζουν δε δοξάζουνται και γλιτωμό δε βρίσκουν.»
Είπε, και ρίχνει δίχως άργητα, και βρίσκει ένα ρηγάρχη,
του Αινεία το σύντροφο του αντρόκαρδου, Δηκόωντας τ᾽ όνομά του,
το γιο του Πέργασου, που σέβουνταν, του Πρίαμου γιος σαν νά ᾽ταν, 535
οι Τρώες, τι αλήθεια γοργοκίνητος χτυπιόταν μες στους πρώτους.
Κι ως ρίχνει ο ρήγας Αγαμέμνονας, τον βρίσκει στο σκουτάρι,
κι αυτό το χτύπημα δε βάσταξε, μέσα ο χαλκός εδιάβη,
και σκίζοντας τη ζώνη εχώθηκε βαθιά στο κατωκοίλι.
Βαρύς σωριάστη κι από πάνω του βροντήξαν τ᾽ άρματά του. 540
Ὣς εἰπὼν αὐτὸς μὲν ἐφέζετο Περγάμῳ ἄκρῃ, 460
Τρῳὰς δὲ στίχας οὖλος Ἄρης ὄτρυνε μετελθών,
εἰδόμενος Ἀκάμαντι θοῷ ἡγήτορι Θρῃκῶν·
υἱάσι δὲ Πριάμοιο διοτρεφέεσσι κέλευεν·
«ὦ υἱεῖς Πριάμοιο, διοτρεφέος βασιλῆος,
ἐς τί ἔτι κτείνεσθαι ἐάσετε λαὸν Ἀχαιοῖς; 465
ἦ εἰς ὅ κεν ἀμφὶ πύλῃς εὖ ποιητῇσι μάχωνται;
κεῖται ἀνὴρ ὃν ἶσον ἐτίομεν Ἕκτορι δίῳ,
Αἰνείας, υἱὸς μεγαλήτορος Ἀγχίσαο·
ἀλλ᾽ ἄγετ᾽ ἐκ φλοίσβοιο σαώσομεν ἐσθλὸν ἑταῖρον.»
Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου. 470
ἔνθ᾽ αὖ Σαρπηδὼν μάλα νείκεσεν Ἕκτορα δῖον·
«Ἕκτορ, πῇ δή τοι μένος οἴχεται ὃ πρὶν ἔχεσκες;
φῆς που ἄτερ λαῶν πόλιν ἑξέμεν ἠδ᾽ ἐπικούρων
οἶος, σὺν γαμβροῖσι κασιγνήτοισί τε σοῖσι.
τῶν νῦν οὔ τιν᾽ ἐγὼ ἰδέειν δύναμ᾽ οὐδὲ νοῆσαι, 475
ἀλλὰ καταπτώσσουσι κύνες ὣς ἀμφὶ λέοντα·
ἡμεῖς δὲ μαχόμεσθ᾽, οἵ πέρ τ᾽ ἐπίκουροι ἔνειμεν.
καὶ γὰρ ἐγὼν ἐπίκουρος ἐὼν μάλα τηλόθεν ἥκω·
τηλοῦ γὰρ Λυκίη, Ξάνθῳ ἔπι δινήεντι,
ἔνθ᾽ ἄλοχόν τε φίλην ἔλιπον καὶ νήπιον υἱόν, 480
κὰδ δὲ κτήματα πολλά, τὰ ἔλδεται ὅς κ᾽ ἐπιδευής.
ἀλλὰ καὶ ὧς Λυκίους ὀτρύνω καὶ μέμον᾽ αὐτὸς
ἀνδρὶ μαχήσασθαι· ἀτὰρ οὔ τί μοι ἐνθάδε τοῖον
οἷόν κ᾽ ἠὲ φέροιεν Ἀχαιοὶ ἤ κεν ἄγοιεν·
τύνη δ᾽ ἕστηκας, ἀτὰρ οὐδ᾽ ἄλλοισι κελεύεις 485
λαοῖσιν μενέμεν καὶ ἀμυνέμεναι ὤρεσσι.
μή πως, ὡς ἀψῖσι λίνου ἁλόντε πανάγρου,
ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένησθε·
οἱ δὲ τάχ᾽ ἐκπέρσουσ᾽ εὖ ναιομένην πόλιν ὑμήν.
σοὶ δὲ χρὴ τάδε πάντα μέλειν νύκτας τε καὶ ἦμαρ, 490
ἀρχοὺς λισσομένῳ τηλεκλειτῶν ἐπικούρων
νωλεμέως ἐχέμεν, κρατερὴν δ᾽ ἀποθέσθαι ἐνιπήν.»
Ὣς φάτο Σαρπηδών, δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μῦθος·
αὐτίκα δ᾽ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε,
πάλλων δ᾽ ὀξέα δοῦρα κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ, 495
ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν.
οἱ δ᾽ ἐλελίχθησαν καὶ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν·
Ἀργεῖοι δ᾽ ὑπέμειναν ἀολλέες οὐδὲ φόβηθεν.
ὡς δ᾽ ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ᾽ ἀλωὰς
ἀνδρῶν λικμώντων, ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ 500
κρίνῃ ἐπειγομένων ἀνέμων καρπόν τε καὶ ἄχνας,
αἱ δ᾽ ὑπολευκαίνονται ἀχυρμιαί· ὣς τότ᾽ Ἀχαιοὶ
λευκοὶ ὕπερθε γένοντο κονισάλῳ, ὅν ῥα δι᾽ αὐτῶν
οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον ἐπέπληγον πόδες ἵππων,
ἂψ ἐπιμισγομένων· ὑπὸ δ᾽ ἔστρεφον ἡνιοχῆες. 505
οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς φέρον· ἀμφὶ δὲ νύκτα
θοῦρος Ἄρης ἐκάλυψε μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγων,
πάντοσ᾽ ἐποιχόμενος· τοῦ δ᾽ ἐκραίαινεν ἐφετμὰς
Φοίβου Ἀπόλλωνος χρυσαόρου, ὅς μιν ἀνώγει
Τρωσὶν θυμὸν ἐγεῖραι, ἐπεὶ ἴδε Παλλάδ᾽ Ἀθήνην 510
οἰχομένην· ἡ γάρ ῥα πέλεν Δαναοῖσιν ἀρηγών.
αὐτὸς δ᾽ Αἰνείαν μάλα πίονος ἐξ ἀδύτοιο
ἧκε, καὶ ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν.
Αἰνείας δ᾽ ἑτάροισι μεθίστατο· τοὶ δὲ χάρησαν,
ὡς εἶδον ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα προσιόντα 515
καὶ μένος ἐσθλὸν ἔχοντα· μετάλλησάν γε μὲν οὔ τι.
οὐ γὰρ ἔα πόνος ἄλλος, ὃν ἀργυρότοξος ἔγειρεν
Ἄρης τε βροτολοιγὸς Ἔρις τ᾽ ἄμοτον μεμαυῖα.
Τοὺς δ᾽ Αἴαντε δύω καὶ Ὀδυσσεὺς καὶ Διομήδης
ὄτρυνον Δαναοὺς πολεμιζέμεν· οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ 520
οὔτε βίας Τρώων ὑπεδείδισαν οὔτε ἰωκάς,
ἀλλ᾽ ἔμενον νεφέλῃσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων
νηνεμίης ἔστησεν ἐπ᾽ ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν
ἀτρέμας, ὄφρ᾽ εὕδῃσι μένος Βορέαο καὶ ἄλλων
ζαχρειῶν ἀνέμων, οἵ τε νέφεα σκιόεντα 525
πνοιῇσιν λιγυρῇσι διασκιδνᾶσιν ἀέντες·
ὣς Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον οὐδὲ φέβοντο.
Ἀτρεΐδης δ᾽ ἀν᾽ ὅμιλον ἐφοίτα πολλὰ κελεύων·
«ὦ φίλοι, ἀνέρες ἔστε καὶ ἄλκιμον ἦτορ ἕλεσθε,
ἀλλήλους τ᾽ αἰδεῖσθε κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας· 530
αἰδομένων ἀνδρῶν πλέονες σόοι ἠὲ πέφανται·
φευγόντων δ᾽ οὔτ᾽ ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή.»
Ἦ, καὶ ἀκόντισε δουρὶ θοῶς, βάλε δὲ πρόμον ἄνδρα,
Αἰνείω ἕταρον μεγαθύμου, Δηϊκόωντα
Περγασίδην, ὃν Τρῶες ὁμῶς Πριάμοιο τέκεσσι 535
τῖον, ἐπεὶ θοὸς ἔσκε μετὰ πρώτοισι μάχεσθαι.
τόν ῥα κατ᾽ ἀσπίδα δουρὶ βάλε κρείων Ἀγαμέμνων·
ἡ δ᾽ οὐκ ἔγχος ἔρυτο, διαπρὸ δὲ εἴσατο χαλκός,
νειαίρῃ δ᾽ ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσε·
δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ. 540