Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 3 στ. 418-461
Είπε η θεά, κι η Ελένη ετρόμαξε, του Δία η θυγατέρα·
με το χιονάτο της σκεπάστηκε μαντί, κι ακολουθώντας
την Αφροδίτη φεύγει αμίλητη, κρυφά απ᾽ τις άλλες όλες. 420
Κι όντας εφτάσαν στο πανέμορφο του Αλέξαντρου παλάτι,
οι βάγιες στις δουλειές τους έτρεξαν με βιάση, όμως εκείνη,
η αρχοντικιά γυναίκα, τράβηξε στην κάμαρα και μπήκε.
Τότε η Αφροδίτη, η αχνογελόχαρη θεά, σκαμνί στα χέρια
παίρνει και φέρνει, στον Αλέξαντρο μπροστά να τ᾽ απιθώσει. 425
Κι η Ελένη εκεί, του βροντοσκούταρου καθίζει απάνω η κόρη,
κι αλλού κοιτάζοντας, τον άντρα της μιλώντας αποπαίρνει:
«Καλώς μάς ήρθες απ᾽ τον πόλεμο! Μακάρι ο ψυχωμένος
άντρας κει πέρα να σε σκότωνε, που πρώτο μου ήταν ταίρι.
Άλλοτε αλήθεια απ᾽ τον αντρόκαρδο Μενέλαο μου καυκιόσουν 430
πως είσαι πιο τρανός στη δύναμη, στα χέρια, στο κοντάρι.
Έλα λοιπόν, ξανά αντροκάλεσε και βγες να πολεμήσεις
με το Μενέλαο τον αντρόκαρδο! Μα για καλό δικό σου
εγώ να σταματήσεις θά ᾽λεγα, μηδέ ξανά να στήσεις
με τον ξανθό Μενέλαο πόλεμο και χτυπηθείς μαζί του 435
από αμυαλιά, τι το κοντάρι του λέω θα σε ρίξει χάμω.»
Είπε, κι ο Πάρης αποκρίθηκε με τέτοια λόγια τότε:
«Γυναίκα, μην πετάς τα λόγια σου πικρά, μαλώνοντάς με·
τώρα ο Μενέλαος αν με νίκησε, τον βόηθησε η Παλλάδα.
Σειρά του και σειρά μου, τι έχουμε και μεις θεούς προστάτες. 440
Μόν᾽ έλα τώρα να πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε·
τι την ψυχή μου δεν την πλάνταξε ποτέ λαχτάρα τόση,
μήτε απ᾽ τη Σπάρτη την πανέμνοστη σα σ᾽ είχα αρπάξει τότε
και μες στα πλοία τα πελαγόδρομα τραβούσα, ώσπου η Κρανάη
μάς δέχτη το νησί, κι ευφράθηκα γλυκό φιλί κι αγκάλη, 445
ως τώρα σε ποθώ κι ολόγλυκια με λιώνει η πεθυμιά σου.»
Είπε, και στο κλινάρι ετράβηξε, και πίσω του η γυναίκα.
Οι δυο λοιπόν αντάμα επλάγιασαν στο σκαλιστό κλινάρι.
Κι ωστόσο ο γιος του Ατρέα τριγύριζε σαν το θεριό στο ασκέρι
μην τάχα κάπου το θεόμορφον Αλέξαντρο ξεκρίνει. 450
Μ᾽ από τους Τρώες κανείς δε δύνουνταν κι απ᾽ τους τρανούς συμμάχους
να δείξει τότε στον αντρόκαρδο Μενέλαο πού ειν᾽ ο Πάρης.
Δε θα τον κρύβαν, αν τον έβλεπαν, από περίσσια αγάπη,
τι αλήθεια σαν το μαύρο θάνατο τον οχτρευόνταν όλοι.
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας αναμεσό τους είπε· 455
«Ακούστε, Τρώες εσείς και Δάρδανοι κι οι σύμμαχοί τους όλοι·
μια κι ο τρανός Μενέλαος νίκησε φως φανερό τον Πάρη
το βιος μαζί και την αργίτισσα δώστε μας πίσω Ελένη·
και πανωτίμι να πλερώσετε, καθώς ταιριάζει αλήθεια
να το κρατούνε κι οι μελλούμενες γενιές στη θύμησή τους.» 460
Έτσι είπε ο γιος του Ατρέα, κι εσύγκλιναν μαζί του κι οι άλλοι Αργίτες.
Ὣς ἔφατ᾽, ἔδεισεν δ᾽ Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα,
βῆ δὲ κατασχομένη ἑανῷ ἀργῆτι φαεινῷ
σιγῇ, πάσας δὲ Τρῳὰς λάθεν· ἦρχε δὲ δαίμων. 420
Αἱ δ᾽ ὅτ᾽ Ἀλεξάνδροιο δόμον περικαλλέ᾽ ἵκοντο,
ἀμφίπολοι μὲν ἔπειτα θοῶς ἐπὶ ἔργα τράποντο,
ἡ δ᾽ εἰς ὑψόροφον θάλαμον κίε δῖα γυναικῶν.
τῇ δ᾽ ἄρα δίφρον ἑλοῦσα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη
ἀντί᾽ Ἀλεξάνδροιο θεὰ κατέθηκε φέρουσα· 425
ἔνθα κάθιζ᾽ Ἑλένη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
ὄσσε πάλιν κλίνασα, πόσιν δ᾽ ἠνίπαπε μύθῳ·
«ἤλυθες ἐκ πολέμοι᾽· ὡς ὤφελες αὐτόθ᾽ ὀλέσθαι,
ἀνδρὶ δαμεὶς κρατερῷ, ὃς ἐμὸς πρότερος πόσις ἦεν.
ἦ μὲν δὴ πρίν γ᾽ εὔχε᾽ ἀρηϊφίλου Μενελάου 430
σῇ τε βίῃ καὶ χερσὶ καὶ ἔγχεϊ φέρτερος εἶναι·
ἀλλ᾽ ἴθι νῦν προκάλεσσαι ἀρηΐφιλον Μενέλαον
ἐξαῦτις μαχέσασθαι ἐναντίον· ἀλλά σ᾽ ἔγωγε
παύεσθαι κέλομαι, μηδὲ ξανθῷ Μενελάῳ
ἀντίβιον πόλεμον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι 435
ἀφραδέως, μή πως τάχ᾽ ὑπ᾽ αὐτοῦ δουρὶ δαμήῃς.»
Τὴν δὲ Πάρις μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μή με, γύναι, χαλεποῖσιν ὀνείδεσι θυμὸν ἔνιπτε·
νῦν μὲν γὰρ Μενέλαος ἐνίκησεν σὺν Ἀθήνῃ,
κεῖνον δ᾽ αὖτις ἐγώ· πάρα γὰρ θεοί εἰσι καὶ ἡμῖν. 440
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ φιλότητι τραπείομεν εὐνηθέντε·
οὐ γάρ πώ ποτέ μ᾽ ὧδέ γ᾽ ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν,
οὐδ᾽ ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς
ἔπλεον ἁρπάξας ἐν ποντοπόροισι νέεσσι,
νήσῳ δ᾽ ἐν Κραναῇ ἐμίγην φιλότητι καὶ εὐνῇ, 445
ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ.»
Ἦ ῥα, καὶ ἄρχε λέχοσδε κιών· ἅμα δ᾽ εἵπετ᾽ ἄκοιτις.
Τὼ μὲν ἄρ᾽ ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν,
Ἀτρεΐδης δ᾽ ἀν᾽ ὅμιλον ἐφοίτα θηρὶ ἐοικώς,
εἴ που ἐσαθρήσειεν Ἀλέξανδρον θεοειδέα. 450
ἀλλ᾽ οὔ τις δύνατο Τρώων κλειτῶν τ᾽ ἐπικούρων
δεῖξαι Ἀλέξανδρον τότ᾽ ἀρηϊφίλῳ Μενελάῳ·
οὐ μὲν γὰρ φιλότητί γ᾽ ἐκεύθανον εἴ τις ἴδοιτο·
ἶσον γάρ σφιν πᾶσιν ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων· 455
«κέκλυτέ μευ, Τρῶες καὶ Δάρδανοι ἠδ᾽ ἐπίκουροι·
νίκη μὲν δὴ φαίνετ᾽ ἀρηϊφίλου Μενελάου,
ὑμεῖς δ᾽ Ἀργείην Ἑλένην καὶ κτήμαθ᾽ ἅμ᾽ αὐτῇ
ἔκδοτε, καὶ τιμὴν ἀποτινέμεν ἥν τιν᾽ ἔοικεν,
ἥ τε καὶ ἐσσομένοισι μετ᾽ ἀνθρώποισι πέληται.» 460
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ᾽ ᾔνεον ἄλλοι Ἀχαιοί.