Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 23 στ. 349-416
Σαν είπε τούτα ο γέρο Νέστορας κι αρμήνεψε του γιου του
το κάθε τι ως την άκρη, κάθισε στη θέση του γυρνώντας. 350
Και πέμπτος ο Μηριόνης έζεψε τα ωριότριχα άλογά του.
Κι όλοι στ᾽ αμάξια τότε ανέβηκαν και ρίξανε τους κλήρους·
κι ως ο Αχιλλέας τούς ανατάραζε, πρώτος πετιέται ο κλήρος
του Αντίλοχου, του γιου του Νέστορα, κι από κοντά του Ευμήλου·
μετά ο Μενέλαος βγαίνει, ο αντρόκαρδος υγιός του Ατρέα, στον κλήρο, 355
μετά ο Μηριόνης βγαίνει τέταρτος να τρέξει, κι ο Διομήδης,
περίσσια ο κάλλιος τους, στο αμάξι του στερνός να τρέξει βγαίνει.
Κι ως πήραν θέση, το ακροσήμαδο τους έδειξε ο Αχιλλέας.
πέρα μακριά στον κάμπο, κι έβαλε σιμά του εκεί να στέκει
ο ισόθεος Φοίνικας βλεπάτορας, ο ακράνης του κυρού του, 360
νά ᾽χει την έγνοια του στο τρέξιμο, να πει την πάσα αλήθεια.
Κι εκείνοι όλοι μαζί πα στ᾽ άτια τους σηκώσαν τα μαστίγια,
και τα χτυπούσαν με τα νιόλουρα, και με φωνές τ᾽ αγγρίζαν,
γιομάτοι ορμή· κι αυτά δρασκέλιζαν φτερόποδα τον κάμπο,
γοργά από τ᾽ άρμενα αλαργαίνοντας· κι ανέβαινε τ᾽ αψήλου 365
κάτω απ᾽ τα στήθη τους σα σύγνεφο γιά ανεμοζάλη η σκόνη,
κι οι πλούσιες χήτες τους κυμάτιζαν με την πνοή του ανέμου·
και μια στη γη τ᾽ αμάξια εσούρνονταν την πολυθρόφα απάνω,
και μια ψηλά πηδούσαν μέτωρα· κι εντός οι αμαξολάτες
στέκαν ολόρθοι, και σπαρτάριζε βαθιά η καρδιά τους, όλοι 370
τη νίκη ως λαχταρούσαν· κι έσκουζε καθένας στ᾽ άλογά του
να πιλαλούν, κι αυτά πετούσανε στον κάμπο μες στη σκόνη.
Μα ως το στερνό το δρόμο τ᾽ άλογα κάναν γοργά, να γείρουν
στο ψαρί πέλαο πίσω, φάνηκε του καθενούς η αξιότη.
Πετούσαν τρέχοντας τ᾽ αλόγατα, κι απ᾽ όλα πρώτες πρώτες 375
του γιου του Αδμήτου οι γοργοπόδαρες ξεχύνουνταν φοράδες·
ξοπίσω τους του Τρώα τ᾽ αλόγατα χιμούσαν τα βαρβάτα,
πού ᾽χε ο Διομήδης, όχι αλάργα του, σιμά σιμά του, τόσο
που να θαρρείς πως καβαλίκευαν κάθε στιγμή τ᾽ αμάξι·
κι ο Εύμηλος πλάτη κι ώμους ένιωθε την καφτερή πνοή τους, 380
κι όπως πετούσαν, τα κεφάλια τους απάνω του ακουμπούσαν.
Και θα τον πέρναε, γιά θα τού ᾽παιρνε τη σιγουριά της νίκης,
αν του Διομήδη ξάφνου ο Απόλλωνας το αστραφτερό μαστίγι
μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια του δεν τίναζε στη γη, θυμό γιομάτος.
Κι εκείνον απ᾽ το πείσμα κλάματα τον πήραν, τις φοράδες 385
ακόμα πιο γοργά ξανοίγοντας να ξεμακραίνουν μπρος του,
και τα δικά του πίσω πού ᾽μεναν, χωρίς μαστίγι ως τρέχαν.
Ωστόσο η πονηριά του Απόλλωνα δεν ξέφυγε το μάτι
της Αθηνάς, που εχύθη τρέχοντας, και το μαστίγι βάζει
στο χέρι του Διομήδη, δίνοντας και στ᾽ άλογά του φόρα. 390
Μετά πεισματωμένη στου Άδμητου το γιο με βιάση τρέχει,
και σπάζει το ζυγό απ᾽ τ᾽ αμάξι του· δεξιά ζερβά εχωρίσαν
στη δημοσιά οι φοράδες τρέχοντας, και το τιμόνι πέφτει·
κι αυτός γκρεμίστη από το αμάξι του κυλώντας πλάι στη ρόδα,
κι αγκώνες γύρα ολούθε ξέγδαρε και στόμα και ρουθούνια, 395
κι απά στα φρύδια του το μέτωπο τσακίστη, και γιομώσαν
δάκρυα τα μάτια του, και πιάστηκεν η δυνατή φωνή του.
Τότε ο Διομήδης, τα μονόνυχα λοξεύοντας φαριά του,
πήρε να τρέχει, πίσω αφήνοντας τους άλλους· τι η Παλλάδα
τ᾽ άτια του εφτέρωνε, χαρίζοντας τρανή στον ίδιο δόξα. 400
Πίσω ο ξανθός Μενέλαος έρχουνταν, ο γιος του Ατρέα, τρεχάτος·
και τότε ο Αντίλοχος εφώναξε στα γονικά φαριά του:
«Ομπρός και σεις, βιαστείτε! Γρήγορα τραβάτε όσο μπορείτε!
Να παραβγείτε δε σας γύρεψα μαθές εγώ μ᾽ εκείνα,
του αντρόκαρδου Διομήδη τ᾽ άλογα, που τώρα γρηγοράδα 405
τούς έδωκε η Αθηνά, χαρίζοντας τρανή στον ίδιο δόξα·
καν όμως του Μενέλαου τ᾽ άλογα προφτάστε χέρι χέρι,
πίσω μη μένετε, κι απάνω σας της Αίθης ―μιας φοράδας!―
πέσει η ντροπή. Τί μου αργοσούρνεστε, τέτοια φαριά αντρειωμένα;
Ακούστε τώρα κάποιο λόγο μου, που σίγουρα θα γένει: 410
Δεν έχει πια ακριβοταγίσματα να ιδείτε από το ρήγα
το Νέστορα· τι ευτύς σας έσφαξε με κοφτερό μαχαίρι,
βραβείο πιο δεύτερο αν κερδίσουμε με την οκνιά μας τώρα.
Τρέχτε λοιπόν και κυνηγάτε τα, τα δυνατά σας βάλτε !
Τ᾽ άλλα τα γνοιάζομαι μονάχος μου, θα βρώ μαθές τον τρόπο, 415
στη στενωσιά του δρόμου μπαίνοντας· δεν το ξεχνώ καθόλου!»
Ὣς εἰπὼν Νέστωρ Νηλήϊος ἂψ ἐνὶ χώρῃ
ἕζετ᾽, ἐπεὶ ᾧ παιδὶ ἑκάστου πείρατ᾽ ἔειπε. 350
Μηριόνης δ᾽ ἄρα πέμπτος ἐΰτριχας ὡπλίσαθ᾽ ἵππους.
ἂν δ᾽ ἔβαν ἐς δίφρους, ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο·
πάλλ᾽ Ἀχιλεύς, ἐκ δὲ κλῆρος θόρε Νεστορίδαο
Ἀντιλόχου· μετὰ τὸν δὲ λάχε κρείων Εὔμηλος·
τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀτρεΐδης, δουρικλειτὸς Μενέλαος, 355
τῷ δ᾽ ἐπὶ Μηριόνης λάχ᾽ ἐλαυνέμεν· ὕστατος αὖτε
Τυδεΐδης ὄχ᾽ ἄριστος ἐὼν λάχ᾽ ἐλαυνέμεν ἵππους.
στὰν δὲ μεταστοιχί, σήμηνε δὲ τέρματ᾽ Ἀχιλλεὺς
τηλόθεν ἐν λείῳ πεδίῳ· παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν
ἀντίθεον Φοίνικα, ὀπάονα πατρὸς ἑοῖο, 360
ὡς μεμνέῳτο δρόμους καὶ ἀληθείην ἀποείποι.
Οἱ δ᾽ ἅμα πάντες ἐφ᾽ ἵπποιιν μάστιγας ἄειραν,
πέπληγόν θ᾽ ἱμᾶσιν, ὁμόκλησάν τ᾽ ἐπέεσσιν
ἐσσυμένως· οἱ δ᾽ ὦκα διέπρησσον πεδίοιο
νόσφι νεῶν ταχέως· ὑπὸ δὲ στέρνοισι κονίη 365
ἵστατ᾽ ἀειρομένη ὥς τε νέφος ἠὲ θύελλα,
χαῖται δ᾽ ἐρρώοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο.
ἅρματα δ᾽ ἄλλοτε μὲν χθονὶ πίλνατο πουλυβοτείρῃ,
ἄλλοτε δ᾽ ἀΐξασκε μετήορα· τοὶ δ᾽ ἐλατῆρες
ἕστασαν ἐν δίφροισι, πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου 370
νίκης ἱεμένων· κέκλοντο δὲ οἷσιν ἕκαστος
ἵπποις, οἱ δὲ πέτοντο κονίοντες πεδίοιο.
Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πύματον τέλεον δρόμον ὠκέες ἵπποι
ἂψ ἐφ᾽ ἁλὸς πολιῆς, τότε δὴ ἀρετή γε ἑκάστου
φαίνετ᾽, ἄφαρ δ᾽ ἵπποισι τάθη δρόμος· ὦκα δ᾽ ἔπειτα 375
αἱ Φηρητιάδαο ποδώκεες ἔκφερον ἵπποι.
τὰς δὲ μετ᾽ ἐξέφερον Διομήδεος ἄρσενες ἵπποι,
Τρώϊοι, οὐδέ τι πολλὸν ἄνευθ᾽ ἔσαν, ἀλλὰ μάλ᾽ ἐγγύς·
αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην,
πνοιῇ δ᾽ Εὐμήλοιο μετάφρενον εὐρέε τ᾽ ὤμω 380
θέρμετ᾽· ἐπ᾽ αὐτῷ γὰρ κεφαλὰς καταθέντε πετέσθην.
καί νύ κεν ἢ παρέλασσ᾽ ἢ ἀμφήριστον ἔθηκεν,
εἰ μὴ Τυδέος υἷϊ κοτέσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων,
ὅς ῥά οἱ ἐκ χειρῶν ἔβαλεν μάστιγα φαεινήν.
τοῖο δ᾽ ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν χύτο δάκρυα χωομένοιο, 385
οὕνεκα τὰς μὲν ὅρα ἔτι καὶ πολὺ μᾶλλον ἰούσας,
οἱ δέ οἱ ἐβλάφθησαν ἄνευ κέντροιο θέοντες.
οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ἀθηναίην ἐλεφηράμενος λάθ᾽ Ἀπόλλων
Τυδεΐδην, μάλα δ᾽ ὦκα μετέσσυτο ποιμένα λαῶν,
δῶκε δέ οἱ μάστιγα, μένος δ᾽ ἵπποισιν ἐνῆκεν· 390
ἡ δὲ μετ᾽ Ἀδμήτου υἱὸν κοτέουσα βεβήκει,
ἵππειον δέ οἱ ἦξε θεὰ ζυγόν· αἱ δέ οἱ ἵπποι
ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην, ῥυμὸς δ᾽ ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη.
αὐτὸς δ᾽ ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη,
ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη στόμα τε ῥῖνάς τε, 395
θρυλίχθη δὲ μέτωπον ἐπ᾽ ὀφρύσι· τὼ δέ οἱ ὄσσε
δακρυόφι πλῆσθεν, θαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή.
Τυδεΐδης δὲ παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους,
πολλὸν τῶν ἄλλων ἐξάλμενος· ἐν γὰρ Ἀθήνη
ἵπποις ἧκε μένος καὶ ἐπ᾽ αὐτῷ κῦδος ἔθηκε. 400
τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀτρεΐδης εἶχε ξανθὸς Μενέλαος.
Ἀντίλοχος δ᾽ ἵπποισιν ἐκέκλετο πατρὸς ἑοῖο·
«ἔμβητον καὶ σφῶϊ· τιταίνετον ὅττι τάχιστα.
ἤτοι μὲν κείνοισιν ἐριζέμεν οὔ τι κελεύω,
Τυδεΐδεω ἵπποισι δαΐφρονος, οἷσιν Ἀθήνη 405
νῦν ὤρεξε τάχος καὶ ἐπ᾽ αὐτῷ κῦδος ἔθηκεν·
ἵππους δ᾽ Ἀτρεΐδαο κιχάνετε, μηδὲ λίπησθον,
καρπαλίμως, μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ
Αἴθη θῆλυς ἐοῦσα· τίη λείπεσθε, φέριστοι;
ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται· 410
οὐ σφῶϊν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ποιμένι λαῶν
ἔσσεται, αὐτίκα δ᾽ ὔμμε κατακτενεῖ ὀξέϊ χαλκῷ,
αἴ κ᾽ ἀποκηδήσαντε φερώμεθα χεῖρον ἄεθλον.
ἀλλ᾽ ἐφομαρτεῖτον καὶ σπεύδετον ὅττι τάχιστα·
ταῦτα δ᾽ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι ἠδὲ νοήσω, 415
στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι, οὐδέ με λήσει.»