Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 22 στ. 375-436
Έτσι ο καθείς μιλώντας τού ᾽δινε και μια χτυπιά αποδίπλα. 375
Κι ως ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος τον έγδυσε, πετιέται,
και στους Αργίτες με ανεμάρπαστα μιλάει και κρένει λόγια:
«Φίλοι μου εσείς, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες,
μια κι οι θεοί μ᾽ αξιώσαν κι έριξα τον άντρα ετούτον, που όσα
κακά δεν κάμαν οι άλλοι σύψυχοι μας τά ᾽χει κάμει ετούτος, 380
ομπρός, ας πέσουμε συνάρματοι στο κάστρο πάνω ολούθε·
κι έτσι να ιδούμε, οι Τρώες στα στήθη τους σαν τί βουλή κρατούνε:
τώρα που αυτός εδώ σκοτώθηκε, θ᾽ αφήσουν το καστρί τους
γιά και να μείνουν λεν, κι ας έχασαν τον Έχτορα για πάντα;
Όμως γιατί η καρδιά μου κάθεται και τ᾽ αναδεύει ετούτα; 385
Άκλαφτος, άθαφτος, κειτάμενος στα πλοία νεκρός προσμένει
ο Πάτροκλος, που εγώ δε γίνεται να τον ξεχάσω, ωσόπου
στους ζωντανούς λογιέμαι ανάμεσα και με βαστούν τα γόνα.
Μα και στον Άδη αν όσοι βρίσκουνται ξεχνούν τους πεθαμένους,
εγώ κι εκεί θα συλλογίζομαι τον γκαρδιακό μου ακράνη. 390
Μα τώρα ομπρός, Αργίτες! Ψέλνοντας της νίκης το τραγούδι
στα βαθουλά καράβια ας γείρουμε, κι ας σύρουμε και τούτον:
Τρανή είναι η δόξα μας, τον Έχτορα σκοτώσαμε το γαύρο,
που οι Τρώες στο κάστρο τού προσεύκουνταν, θεός θαρρείς πως ήταν!»
Αυτά ειπε, και δουλειές αταίριαστες του Εχτόρου κάνει τότε: 395
των δυο ποδιών του πίσω ετρύπησε τα νεύρα, από τις φτέρνες
ως τ᾽ αστραγάλια, και τους πέρασε λουριά βοδιού από μέσα,
και τά ᾽δεσε στο αμάξι, αφήνοντας να σούρνει η κεφαλή του.
Κι απά στο αμάξι ανέβη· τ᾽ άρματα τα ξακουστά φορτώνει,
και δίνει ευτύς βιτσιά στ᾽ αλόγατα, που πρόθυμα πετάξαν. 400
Κι ως σούρνονταν, η σκόνη εφούντωνε· τα μαύρα τα μαλλιά του
σκορπίζαν γύρα· το κεφάλι του στον κουρνιαχτό εβουλούσε,
που τόσες χάρες πριν το στόλιζαν, και τώρα ο Δίας αφήκε
οχτροί να το ντροπιάσουν άπρεπα στο γονικό του χώμα.
Έτσι στη σκόνη το κεφάλι του σουρνόταν όλο· ωστόσο 405
συρομαδιόταν η μητέρα του, κι ως είδε τον υγιό της,
τη στραφτερή της μπόλια επέταξε και τις σκληριές αρχίζει.
Σε θρηνολόι ξεσπάει κι ο κύρης του σπαραχτικό, και γύρα
μες στο καστρί οι γυναίκες γόζουνταν, θρηνολογούσαν οι άντρες.
Κι έμοιαζε ο θρήνος τους σα νά ᾽πιασε φωτιά και καταλυούσε 410
όλη την Τροία την αψηλόχτιστη, κορφή του κάστρου ως κάτω.
Μεβιάς αμπόδιζε το γέροντα το φρενιασμένο ο κόσμος,
ως λαχταρούσε απ᾽ την καστρόπορτα του Δάρδανου όξω νά ᾽βγει.
Τα παρακάλια σε όλους άρχισε κυλούμενος στη λάσπη,
κι όλους τούς έκραζε με τ᾽ όνομα, γυρνώντας σ᾽ έναν έναν: 415
«Μη με κρατάτε, φίλοι, αφήστε με, κι ας με πονάει η καρδιά σας,
να βγώ απ᾽ το κάστρο μόνος, στ᾽ άρμενα τ᾽ αργίτικα να φτάσω,
και να προσπέσω στον ανήμερο, στον άγριο ετούτον άντρα·
μπορεί και να ντραπεί τα χρόνια μου, μπορεί τα γερατιά μου
να συμπονέσει· τι είναι γέροντας κι ο κύρης ο δικός του, 420
που τον γεννούσε και τον έθρεφε, βαρύ κακό να γένει
στους Τρώες, μα εμένα απ᾽ όλους πότισε τα πιο πικρά φαρμάκια·
τι τόσους γιους τρανούς μού εσκότωσε πα στον ανθό της νιότης.
Για όλους αυτούς βαριά κι αν πόνεσα, μα δε χτυπιέμαι τόσο,
ως για τον έναν, που η λαχτάρα του στον Άδη θα με σύρει, 425
τον Έχτορα! Αχ, ας ήταν νά ᾽σβηνε μες στα δικά μου χέρια!
Καν τότε οι δυο μας θα χορταίναμε και βογγητό και θρήνο,
ατός μου εγώ κι η που τον γέννησε βαριόμοιρή του μάνα.»
Αυτά θρηνώντας έλεε, κι έκλαιγε κι ο κόσμος όλος γύρα.
Κι η Εκάβη στις γυναίκες άρχισε πικρό το μοιρολόγι: 430
«Παιδί μου, τί να ζω η τρισάμοιρη, τέτοιο κακό που μέ ᾽βρε
με το χαμό σου τώρα; Κι ήσουνα για μένα το καμάρι
μέρα και νύχτα μες στο κάστρο μας, και σ᾽ όλους μας η σκέπη,
σ᾽ όλους τους Τρώες και στις γυναίκες τους, που ίδια θεό σε βλέπαν·
τι ήσουν αλήθεια εσύ η περφάνια τους η πιο τρανή, όσο ζούσες. 435
Νά που όμως τώρα ο μαύρος θάνατος κι η Μοίρα σε κρατούνε»
Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε καὶ οὐτήσασκε παραστάς. 375
τὸν δ᾽ ἐπεὶ ἐξενάριξε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς,
στὰς ἐν Ἀχαιοῖσιν ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευεν·
«ὦ φίλοι, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ἐπεὶ δὴ τόνδ᾽ ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν,
ὃς κακὰ πόλλ᾽ ἔρρεξεν, ὅσ᾽ οὐ σύμπαντες οἱ ἄλλοι, 380
εἰ δ᾽ ἄγετ᾽ ἀμφὶ πόλιν σὺν τεύχεσι πειρηθέωμεν,
ὄφρα κ᾽ ἔτι γνῶμεν Τρώων νόον, ὅν τιν᾽ ἔχουσιν,
ἢ καταλείψουσιν πόλιν ἄκρην τοῦδε πεσόντος,
ἦε μένειν μεμάασι καὶ Ἕκτορος οὐκέτ᾽ ἐόντος.
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός; 385
κεῖται πὰρ νήεσσι νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος
Πάτροκλος· τοῦ δ᾽ οὐκ ἐπιλήσομαι, ὄφρ᾽ ἂν ἔγωγε
ζωοῖσιν μετέω καί μοι φίλα γούνατ᾽ ὀρώρῃ·
εἰ δὲ θανόντων περ καταλήθοντ᾽ εἰν Ἀΐδαο,
αὐτὰρ ἐγὼ καὶ κεῖθι φίλου μεμνήσομ᾽ ἑταίρου. 390
νῦν δ᾽ ἄγ᾽ ἀείδοντες παιήονα κοῦροι Ἀχαιῶν
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι νεώμεθα, τόνδε δ᾽ ἄγωμεν.
ἠράμεθα μέγα κῦδος· ἐπέφνομεν Ἕκτορα δῖον,
ᾧ Τρῶες κατὰ ἄστυ θεῷ ὣς εὐχετόωντο.»
Ἦ ῥα, καὶ Ἕκτορα δῖον ἀεικέα μήδετο ἔργα. 395
ἀμφοτέρων μετόπισθε ποδῶν τέτρηνε τένοντε
ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, βοέους δ᾽ ἐξῆπτεν ἱμάντας,
ἐκ δίφροιο δ᾽ ἔδησε, κάρη δ᾽ ἕλκεσθαι ἔασεν·
ἐς δίφρον δ᾽ ἀναβὰς ἀνά τε κλυτὰ τεύχε᾽ ἀείρας
μάστιξέν ῥ᾽ ἐλάαν, τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην. 400
τοῦ δ᾽ ἦν ἑλκομένοιο κονίσαλος, ἀμφὶ δὲ χαῖται
κυάνεαι πίτναντο, κάρη δ᾽ ἅπαν ἐν κονίῃσι
κεῖτο πάρος χαρίεν· τότε δὲ Ζεὺς δυσμενέεσσι
δῶκεν ἀεικίσσασθαι ἑῇ ἐν πατρίδι γαίῃ.
Ὣς τοῦ μὲν κεκόνιτο κάρη ἅπαν· ἡ δέ νυ μήτηρ 405
τίλλε κόμην, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην
τηλόσε, κώκυσεν δὲ μάλα μέγα παῖδ᾽ ἐσιδοῦσα·
ᾤμωξεν δ᾽ ἐλεεινὰ πατὴρ φίλος, ἀμφὶ δὲ λαοὶ
κωκυτῷ τ᾽ εἴχοντο καὶ οἰμωγῇ κατὰ ἄστυ.
τῷ δὲ μάλιστ᾽ ἄρ᾽ ἔην ἐναλίγκιον, ὡς εἰ ἅπασα 410
Ἴλιος ὀφρυόεσσα πυρὶ σμύχοιτο κατ᾽ ἄκρης.
λαοὶ μέν ῥα γέροντα μόγις ἔχον ἀσχαλόωντα,
ἐξελθεῖν μεμαῶτα πυλάων Δαρδανιάων.
πάντας δὲ λιτάνευε κυλινδόμενος κατὰ κόπρον,
ἐξ ὀνομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον· 415
«σχέσθε, φίλοι, καί μ᾽ οἶον ἐάσατε κηδόμενοί περ
ἐξελθόντα πόληος ἱκέσθ᾽ ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν·
λίσσωμ᾽ ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργόν,
ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ᾽ ἐλεήσῃ
γῆρας· καὶ δέ νυ τῷ γε πατὴρ τοιόσδε τέτυκται, 420
Πηλεύς, ὅς μιν ἔτικτε καὶ ἔτρεφε πῆμα γενέσθαι
Τρωσί· μάλιστα δ᾽ ἐμοὶ περὶ πάντων ἄλγε᾽ ἔθηκε.
τόσσους γάρ μοι παῖδας ἀπέκτανε τηλεθάοντας·
τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι ἀχνύμενός περ
ὡς ἑνός, οὗ μ᾽ ἄχος ὀξὺ κατοίσεται Ἄϊδος εἴσω, 425
Ἕκτορος· ὡς ὄφελεν θανέειν ἐν χερσὶν ἐμῇσι·
τῶ κε κορεσσάμεθα κλαίοντέ τε μυρομένω τε,
μήτηρ θ᾽, ἥ μιν ἔτικτε δυσάμμορος, ἠδ᾽ ἐγὼ αὐτός.»
Ὣς ἔφατο κλαίων, ἐπὶ δὲ στενάχοντο πολῖται·
Τρῳῇσιν δ᾽ Ἑκάβη ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο· 430
«τέκνον, ἐγὼ δειλή· τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα,
σεῦ ἀποτεθνηῶτος; ὅ μοι νύκτας τε καὶ ἦμαρ
εὐχωλὴ κατὰ ἄστυ πελέσκεο, πᾶσί τ᾽ ὄνειαρ
Τρωσί τε καὶ Τρῳῇσι κατὰ πτόλιν, οἵ σε θεὸν ὣς
δειδέχατ᾽· ἦ γὰρ καί σφι μάλα μέγα κῦδος ἔησθα 435
ζωὸς ἐών· νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖρα κιχάνει.»