Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 21 στ. 400-467
Είπε, κι απά στο βροντοσκούταρο το τρομερό τής ρίχνει, 400
αυτό που μήτε το αστροπέλεκο το διαπερνάει του Δία.
Εκεί τη βρήκε ο αιματοστάλαχτος με το κοντάρι του Άρης.
Κι αυτή, πισωδρομώντας, άρπαξε με το βαρύ της χέρι
μια πέτρα από τη γη, θεόρατη κι αγκαθωτή και μαύρη,
που σύνορο οι παλιοί την είχανε στα χτήματά τους στήσει. 405
Μ᾽ αυτήν τον χτύπησε κατάσβερκα και τού ᾽λυσε τα γόνα.
Κι έπιασε ο γαύρος Άρης πέφτοντας στρέμματα εφτά, και σκόνη
γιομίζει στα μαλλιά, και βρόντηξαν τρογύρα τ᾽ άρματά του.
Γελώντας η Αθηνά τού φώναξε κι όλο καμάρι τού ᾽πε:
«Άμυαλε εσύ, που δεν κατάλαβες ακόμα πόσο εγώ ειμαι 410
πιο δυνατή σου, μόνο γύρεψες να μετρηθείς μαζί μου!
Έτσι πλερώνεις τ᾽ αναθέματα της μάνας σου, που τώρα
χολιάει μαζί σου και σ᾽ οχτρεύεται, τι αφήκες τους Αργίτες,
και χέρι για να δώσεις έτρεξες στους Τρώες τους φαντασμένους.»
Ως μίλησε έτσι, την ολάστραφτη γυρίζει αλλού ματιά της· 415
κι εκείνον η Αφροδίτη η πάγκαλη τον πήρε από το χέρι,
βαριά που βόγγιζε και πάσκιζε μεβιάς να πάρει ανάσα.
Κι η Ήρα ως τους είδε, η κρουσταλλόχερη θεά, γυρνάει με βιάση
στην Αθηνά και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«Ωχού μου, θυγατέρα αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου! 420
Γιά κοίτα πάλε τη σκυλόμυγα, που το φονιά τον Άρη
όξω τον βγάνει από τον πόλεμο· μόν᾽ τρέξε πίσωθέ της!»
Αυτά ειπε, κι η Αθηνά τής χύθηκε, χαρά βαθιά νογώντας,
και φτάνοντάς τη πα στο στήθος της με το βαρύ της χέρι
χτυπά την, κι εκεινής τα γόνατα λυθήκαν κι η καρδιά της. 425
Αντάμα εκείνοι οι δυο τους κείτουνταν στη γη την πολυθρόφα,
κι όλο καμάρι αυτή ανεμάρπαστα πετά από πάνω λόγια:
«Μακάρι τέτοιοι νά ᾽ταν όλοι τους, όσοι τους Τρώες βοηθάνε,
κάθε φορά τους χαλκοθώρακους που πολεμούν Αργίτες―
τόσο αντρειωμένοι, τόσο ανάθαρροι, καθώς την Αφροδίτη, 430
που ήρθε στον Άρη παραστάτισσα, τη λύσσα μου αψηφώντας!
Αν ήταν έτσι, εμείς στον πόλεμο θά ᾽χαμε βάλει τέλος
τώρα καιρό, τ᾽ ομορφοτείχιστο της Τροίας πατώντας κάστρο.»
Αυτά ειπε, κι η Ήρα, η κρουσταλλόχερη θεά, χαμογελούσε.
Τότε γυρνώντας στον Απόλλωνα φωνάζει ο Κοσμοσείστης: 435
«Αλάργα, Φοίβε, εμείς τί στέκουμε; κι ουδέ ταιριάζει αλήθεια,
μια κι οι άλλοι αρχίσαν. Απολέμιστοι θά ᾽ταν ντροπή να πάμε
στον Όλυμπο, στο χαλκοκάτωφλο του Δία παλάτι, πίσω.
Μόν᾽ κάμε αρχή, τι εσύ ᾽σαι νιότερος· δε μου ταιριάζει εμένα,
πού ᾽μαι στα χρόνια μεγαλύτερος και πιο πολλά κατέχω. 440
Τον έχασες το νου σου, ανέμυαλε! Δε βάζεις στο μυαλό σου
τις πλήθιες συφορές που επάθαμε στης Τροίας το κάστρο οι δυο μας,
εμείς μονάχα απ᾽ τους αθάνατους, σαν ήρθαμε σταλμένοι
από το Δία και ρογιαστήκαμε για μια χρονιά στον άγριο
το Λαομέδοντα, που αφέντης μας εγίνη κι όριζέ μας. 445
Και τότε εγώ καστρότειχο έχτισα στων Τρώων την πόλη γύρα,
πλατύ, γερό πολύ, το κάστρο τους απάτητο να μένει·
Φοίβε, και συ τα στριφτοζάλικα βουκόλευές του βόδια
μες στις πλαγιές της πολυφάραγγης και δασωμένης Ίδας.
Μα σύντας οι εποχές ολόχαρες την ώρα εφέραν τέλος 450
της πλερωμής, ο Λαομέδοντας αλάκερη τη ρόγα
μάς κράτησε, και μας απόδιωξε με άγριες φοβέρες πίσω·
πως θα μας δέσει χεροπόδαρα φοβέριζε, και πέρα
πως θα μας έστελνε στ᾽ απόμακρα νησιά να μας πουλήσει,
κι ακόμα των δυονώ μας θά ᾽κοβε τ᾽ αφτιά με το μαχαίρι. 455
Κι εμείς του γυρισμού τραβούσαμε το δρόμο θυμωμένοι
για το μιστό που δε μας πλέρωσε, κι ας μας τον είχε τάξει.
Και τώρα εσύ βοηθάς το γένος του κι ουδέ μαζί μας στέκεις,
να ιδούμε πώς θα ξεκληρίσουμε τους Τρώες τους φαντασμένους
πέρα για πέρα, με τα τέκνα τους και τ᾽ ακριβά τους ταίρια.» 460
Κι ο μακροδόξαρος Απόλλωνας του απηλογήθη τότε:
«Αλήθεια, Κοσμοσείστη, θά ᾽λεγες πως τά ᾽χω πια χαμένα,
αν σου κινούσα τώρα πόλεμο για των θνητών τη χάρη,
των άμοιρων, που μια τρανεύουνε σαν των δεντρών τα φύλλα,
όλο ζωή και φλόγα, τρώγοντας απ᾽ τον καρπό της γης τους, 460
και μια πεθαίνουν κι αφανίζουνται. Μα εμείς γοργά απ᾽ τη μάχη
χέρι ας τραβήξουμε· μονάχοι τους αυτοί ας χτυπιούνται τώρα.»
Ὣς εἰπὼν οὔτησε κατ᾽ αἰγίδα θυσσανόεσσαν 400
σμερδαλέην, ἣν οὐδὲ Διὸς δάμνησι κεραυνός·
τῇ μιν Ἄρης οὔτησε μιαιφόνος ἔγχεϊ μακρῷ.
ἡ δ᾽ ἀναχασσαμένη λίθον εἵλετο χειρὶ παχείῃ
κείμενον ἐν πεδίῳ μέλανα, τρηχύν τε μέγαν τε,
τόν ῥ᾽ ἄνδρες πρότεροι θέσαν ἔμμεναι οὖρον ἀρούρης· 405
τῷ βάλε θοῦρον Ἄρηα κατ᾽ αὐχένα, λῦσε δὲ γυῖα.
ἑπτὰ δ᾽ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας,
τεύχεά τ᾽ ἀμφαράβησε· γέλασσε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη,
καί οἱ ἐπευχομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«νηπύτι᾽, οὐδέ νύ πώ περ ἐπεφράσω ὅσσον ἀρείων 410
εὔχομ᾽ ἐγὼν ἔμεναι, ὅτι μοι μένος ἰσοφαρίζεις.
οὕτω κεν τῆς μητρὸς ἐρινύας ἐξαποτίνοις,
ἥ τοι χωομένη κακὰ μήδεται, οὕνεκ᾽ Ἀχαιοὺς
κάλλιπες, αὐτὰρ Τρωσὶν ὑπερφιάλοισιν ἀμύνεις.»
Ὣς ἄρα φωνήσασα πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ· 415
τὸν δ᾽ ἄγε χειρὸς ἑλοῦσα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη
πυκνὰ μάλα στενάχοντα· μόγις δ᾽ ἐσαγείρετο θυμόν.
τὴν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
αὐτίκ᾽ Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὢ πόποι, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη, 420
καὶ δὴ αὖθ᾽ ἡ κυνάμυια ἄγει βροτολοιγὸν Ἄρηα
δηΐου ἐκ πολέμοιο κατὰ κλόνον· ἀλλὰ μέτελθε.»
Ὣς φάτ᾽, Ἀθηναίη δὲ μετέσσυτο, χαῖρε δὲ θυμῷ,
καί ῥ᾽ ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ
ἤλασε· τῆς δ᾽ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ. 425
τὼ μὲν ἄρ᾽ ἄμφω κεῖντο ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ,
ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπευχομένη ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευε·
«τοιοῦτοι νῦν πάντες, ὅσοι Τρώεσσιν ἀρωγοί,
εἶεν, ὅτ᾽ Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν,
ὧδέ τε θαρσαλέοι καὶ τλήμονες, ὡς Ἀφροδίτη 430
ἦλθεν Ἄρῃ ἐπίκουρος ἐμῷ μένει ἀντιόωσα·
τῶ κεν δὴ πάλαι ἄμμες ἐπαυσάμεθα πτολέμοιο,
Ἰλίου ἐκπέρσαντες ἐϋκτίμενον πτολίεθρον.»
Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ θεὰ λευκώλενος Ἥρη.
αὐτὰρ Ἀπόλλωνα προσέφη κρείων ἐνοσίχθων· 435
«Φοῖβε, τίη δὴ νῶϊ διέσταμεν; οὐδὲ ἔοικεν
ἀρξάντων ἑτέρων· τὸ μὲν αἴσχιον, αἴ κ᾽ ἀμαχητὶ
ἴομεν Οὔλυμπόνδε Διὸς ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ.
ἄρχε· σὺ γὰρ γενεῆφι νεώτερος· οὐ γὰρ ἔμοιγε
καλόν, ἐπεὶ πρότερος γενόμην καὶ πλείονα οἶδα. 440
νηπύτι᾽, ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες· οὐδέ νυ τῶν περ
μέμνηαι, ὅσα δὴ πάθομεν κακὰ Ἴλιον ἀμφὶ
μοῦνοι νῶϊ θεῶν, ὅτ᾽ ἀγήνορι Λαομέδοντι
πὰρ Διὸς ἐλθόντες θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν
μισθῷ ἔπι ῥητῷ· ὁ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν. 445
ἤτοι ἐγὼ Τρώεσσι πόλιν πέρι τεῖχος ἔδειμα
εὐρύ τε καὶ μάλα καλόν, ἵν᾽ ἄρρηκτος πόλις εἴη·
Φοῖβε, σὺ δ᾽ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς βουκολέεσκες
Ἴδης ἐν κνημοῖσι πολυπτύχου ὑληέσσης.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μισθοῖο τέλος πολυγηθέες ὧραι 450
ἐξέφερον, τότε νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα
Λαομέδων ἔκπαγλος, ἀπειλήσας δ᾽ ἀπέπεμπε.
σὺν μὲν ὅ γ᾽ ἠπείλησε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθε
δήσειν, καὶ περάαν νήσων ἔπι τηλεδαπάων·
στεῦτο δ᾽ ὅ γ᾽ ἀμφοτέρων ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ. 455
νῶϊ δὲ ἄψορροι κίομεν κεκοτηότι θυμῷ,
μισθοῦ χωόμενοι, τὸν ὑποστὰς οὐκ ἐτέλεσσε.
τοῦ δὴ νῦν λαοῖσι φέρεις χάριν, οὐδὲ μεθ᾽ ἡμέων
πειρᾷ ὥς κε Τρῶες ὑπερφίαλοι ἀπόλωνται
πρόχνυ κακῶς, σὺν παισὶ καὶ αἰδοίῃς ἀλόχοισι.» 460
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων·
«ἐννοσίγαι᾽, οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο
ἔμμεναι, εἰ δὴ σοί γε βροτῶν ἕνεκα πτολεμίξω
δειλῶν, οἳ φύλλοισιν ἐοικότες ἄλλοτε μέν τε
ζαφλεγέες τελέθουσιν, ἀρούρης καρπὸν ἔδοντες, 465
ἄλλοτε δὲ φθινύθουσιν ἀκήριοι. ἀλλὰ τάχιστα
παυώμεσθα μάχης· οἱ δ᾽ αὐτοὶ δηριαάσθων.»