Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 20 στ. 419-503
Κι ως είδε τότε ο μέγας Έχτορας στο χώμα σωριασμένο
τον αδερφό του τον Πολύδωρο με τ᾽ άντερα στα χέρια, 420
σκοτάδι εχύθηκε στα μάτια του, και πια να μένει αλάργα
δε βάστηξε άλλο· απάνω εχύθηκε στον Αχιλλέα, κουνώντας,
παρόμοιος φλόγα, το κοντάρι του το μυτερό· μα εκείνος
τινάχτη απάνω, ως τον αντίκρισε, και με χαρά φωνάζει:
«Ζυγώνει αυτός που απ᾽ όλους πιότερο τα σπλάχνα μού ᾽χει κάψει, 425
αυτός τον ακριβό μου σύντροφο που εσκότωσε· μα τώρα
ο ένας του αλλού πια δε θα κρύβεται στα διάβατα της μάχης.»
Είπε, και φώναξε στον Έχτορα ταυροκοιτάζοντάς τον:
«Γιά σίμωσε, μιαν ώρα αρχύτερα το Χάρο ν᾽ ανταμώσεις!»
Και τότε ο κρανοσείστης Έχτορας του κάνει δίχως φόβο: 430
«Γιε του Πηλέα, γυρεύεις άδικα, μωρό παιδί σα νά ᾽μουν,
να με τρομάξεις με τη γλώσσα σου· καλά κι εγώ κατέχω
και λόγια αγγιχτικά απ᾽ το στόμα μου να βγάλω και φοβέρες.
Τρανός πως είσαι, κι αχαμνότερος εγώ πολύ, το ξέρω·
όμως στα χέρια των αθάνατων είναι όλα κρεμασμένα· 435
μπορεί, κι αν είμαι εγώ αχαμνότερος, να σε σκοτώσω· κόβει
κι εμένα η μύτη στο κοντάρι μου, να σε πετύχω μόνο!»
Είπε, και ρίχνει το κοντάρι του με ορμή, μα κείνο πίσω
φυσώντας η Αθηνά το απόδιωξεν απ᾽ τον τρανό Αχιλλέα
με ανάλαφρη πνοή· στον Έχτορα ξαναγυρίζει εκείνο 440
και πέφτει αυτού, μπροστά στα πόδια του· τότε ο Αχιλλέας λυσσώντας
χιμίζει απάνω του, γυρεύοντας να πάρει τη ζωή του,
με άγριες φωνές· όμως τον Έχτορα τρέχει κι αρπάζει ο Φοίβος
εύκολα, ωσάν θεός, κι απάνω του πυκνή σκορπίζει αντάρα.
Τρεις φορές χύθηκε ο φτερόποδος με το χαλκό κοντάρι 445
θείος Αχιλλέας, και τρεις εχτύπησε τη σύμπυκνην αντάρα·
μα σύντας χίμιξε και τέταρτην, ίδια θεός, φοβέρα
φριχτή πετάει, και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Του Χάρου, σκύλε, πάλι εξέφυγες! Μια τρίχα κι εχανόσουν!
Ξανά σε γλίτωσεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος, που ως στους χτύπους 450
των κονταριών κινάς, ταξίματα περίσσια θα του κάνεις.
Θα σε ξεκάμω εγώ κι αργότερα, να σε πετύχω μόνο,
κάποιος και μένα απ᾽ τους αθάνατους μαθές αν παραστέκει.
Τώρα η σειρά των άλλων· πάνω τους θα πέσω, κι όποιον έβρω!»
Είπε, και ρίχνει το κοντάρι του στο Δρύοπα, και τον βρίσκει 455
στο σβέρκο απάνω· μπρος στα πόδια του σωριάστη αυτός, μα εκείνος
τον παρατάει, και του Φιλήτορα το γιο, τον αντρειωμένο
Δημούχο, κάρφωσε στο γόνατο· κι ως τού ᾽κοψε τη φόρα,
του δίνει μια με το θεόρατο σπαθί και τον σκοτώνει.
Μετά χιμάει κι από το αμάξι τους μαζί στο χώμα ρίχνει 460
το Λαογόνο και το Δάρδανο, τους γιους του Βία, τον έναν
με το κοντάρι, και, σιμώνοντας, με το σπαθί τον άλλον.
Όμως τον Τρώα, το γιο του Αλάστορα ―τι ήρθε σιμά του εκείνος
κι από τα γόνατα τον έπιασε, μην τη ζωή από σπλάχνος
τού χάριζε κι ουδέ τον σκότωνε, της ελικιάς του ως ήταν· 465
ο ανέμυαλος! και δε στοχάζουνταν το νου πως δεν του αλλάζει.
Δεν είχε ομπρός του έναν καλόγνωμο κι ουδέ ψυχοπονιάρη·
είχε θεριό μονάχο· ως τού ᾽σφιγγε τα γόνα μες στα χέρια
παρακαλώντας, κείνος τού ᾽μπηξε στο σκώτι το σπαθί του,
κι όξω το σκώτι εχύθη· ολόμαυρο το γαίμα πλημμυρίζει 470
τον κόρφο του, και νύχτα εσκέπασε πυκνή τα δυο του μάτια,
ως τού ᾽φευγε η ζωή. Σιμώνοντας τότε ο Αχιλλέας το Μούλιο
στο αφτί με το κοντάρι τού ᾽δωσε, κι απ᾽ το άλλο αφτί του εβγήκε
ο χάλκινος χαλός. Του Αγήνορα μετά το γιο βαρίσκει,
τον Έχεκλο, με τ᾽ ωριομάνικο σπαθί μες στο κεφάλι. 475
Κι απ᾽ το αίμα το σπαθί του επύρωσε, κι εκείνου τα δυο μάτια
σφάλιξε η Μοίρα η τρανοδύναμη κι ο κόκκινος ο Χάρος.
Μετά στο Δευκαλίωνα εχίμιξε, κι όπου τα νεύρα σμίγουν
του αγκώνα, ως πέρα το βραχιόνι του με το χαλκό κοντάρι
τρυπάει· κι ως βάρυνε το χέρι του κι απόμεινε θωρώντας 480
το Χάρο ομπρός του, εκείνος τού ᾽δωκε με το σπαθί στο σβέρκο·
και πέρα η κεφαλή του σύγκρανη πετάχτη, κι ο μυαλός του
απ᾽ τα σφοντύλια ξεπετάχτηκε, κι αυτός στη γη εξαπλώθη.
Κι εκείνος πάλε στον αντρόκαρδο χιμίζει Ρίγμο απάνω,
το γιο του Πείρη, απ᾽ τη χοντρόβωλη τη Θράκη πού ᾽χεν έρθει· 485
κατάκορμα τον βρήκε, κι έμπηξε το χάλκινο κοντάρι
μες στην κοιλιά του, κι απ᾽ τ᾽ αμάξι του σωριάστη· πάλι εκείνος
το σύντροφό του Αρήθοο, τ᾽ άλογα που εγύρναε, κονταρεύει
στην πλάτη και πετά απ᾽ τ᾽ αμάξι του, και τ᾽ άλογα σκιαχτήκαν.
Πώς η φωτιά μανιάζει σύφλογη μες στα βαθιά φαράγγια 490
κάποιου βουνού ξερού, και καίγεται το σύμπυκνο ρουμάνι,
κι ολούθε η ανεμική, φυσώντας τη, κλωθογυρνάει τη φλόγα·
παρόμοια κι ο Αχιλλέας συνάρματος, ίδια θεός, εχίμα,
πατώντας τα κουφάρια, κι έπλεχεν η μαύρη γης στο γαίμα.
Πώς ζεύει ο αλωνιστής τους ταύρους του τους φαρδιοκουτελάτους, 495
άσπρο κριθάρι για να τρίψουνε στο πατημένο αλώνι,
κι έγινε ευτύς απ᾽ των βαριόμουγκρων βοδιών τα πόδια λιώμα·
όμοια και τ᾽ άτια τα μονόνυχα του αντρόκαρδου Αχιλλέα
σκουτάρια και νεκρούς ανάκατα πατούσαν, κι από κάτω
το αξόνι ακέριο αιματοβάφουνταν και του αμαξιού του οι γύροι 500
από τις στάλες που ξεπέταγαν τα νύχια των αλόγων
κι οι ρόδες έξω· όμως αδιάκοπα κι άλλη ο Αχιλλέας διψούσε
δόξα τρανή, κι ο λύθρος μόλευε τ᾽ ανίκητά του χέρια.
Ἕκτωρ δ᾽ ὡς ἐνόησε κασίγνητον Πολύδωρον
ἔντερα χερσὶν ἔχοντα, λιαζόμενον ποτὶ γαίῃ, 420
κάρ ῥά οἱ ὀφθαλμῶν κέχυτ᾽ ἀχλύς· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτ᾽ ἔτλη
δηρὸν ἑκὰς στρωφᾶσθ᾽, ἀλλ᾽ ἀντίος ἦλθ᾽ Ἀχιλῆϊ
ὀξὺ δόρυ κραδάων, φλογὶ εἴκελος· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
ὡς εἶδ᾽, ὣς ἀνεπᾶλτο, καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·
«ἐγγὺς ἀνὴρ ὃς ἐμόν γε μάλιστ᾽ ἐσεμάσσατο θυμόν, 425
ὅς μοι ἑταῖρον ἔπεφνε τετιμένον· οὐδ᾽ ἂν ἔτι δὴν
ἀλλήλους πτώσσοιμεν ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας.»
Ἦ, καὶ ὑπόδρα ἰδὼν προσεφώνεεν Ἕκτορα δῖον·
«ἆσσον ἴθ᾽, ὥς κεν θᾶσσον ὀλέθρου πείραθ᾽ ἵκηαι.»
Τὸν δ᾽ οὐ ταρβήσας προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ· 430
«Πηλεΐδη, μὴ δή μ᾽ ἐπέεσσί γε νηπύτιον ὣς
ἔλπεο δειδίξεσθαι, ἐπεὶ σάφα οἶδα καὶ αὐτὸς
ἠμὲν κερτομίας ἠδ᾽ αἴσυλα μυθήσασθαι.
οἶδα δ᾽ ὅτι σὺ μὲν ἐσθλός, ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων.
ἀλλ᾽ ἤτοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, 435
αἴ κέ σε χειρότερός περ ἐὼν ἀπὸ θυμὸν ἕλωμαι
δουρὶ βαλών, ἐπεὶ ἦ καὶ ἐμὸν βέλος ὀξὺ πάροιθεν.»
Ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δόρυ, καὶ τό γ᾽ Ἀθήνη
πνοιῇ Ἀχιλλῆος πάλιν ἔτραπε κυδαλίμοιο,
ἦκα μάλα ψύξασα· τὸ δ᾽ ἂψ ἵκεθ᾽ Ἕκτορα δῖον, 440
αὐτοῦ δὲ προπάροιθε ποδῶν πέσεν. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
ἐμμεμαὼς ἐπόρουσε κατακτάμεναι μενεαίνων,
σμερδαλέα ἰάχων· τὸν δ᾽ ἐξήρπαξεν Ἀπόλλων
ῥεῖα μάλ᾽ ὥς τε θεός, ἐκάλυψε δ᾽ ἄρ᾽ ἠέρι πολλῇ.
τρὶς μὲν ἔπειτ᾽ ἐπόρουσε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς 445
ἔγχεϊ χαλκείῳ, τρὶς δ᾽ ἠέρα τύψε βαθεῖαν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸ τέταρτον ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος,
δεινὰ δ᾽ ὁμοκλήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον, κύον· ἦ τέ τοι ἄγχι
ἦλθε κακόν· νῦν αὖτέ σ᾽ ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων, 450
ᾧ μέλλεις εὔχεσθαι ἰὼν ἐς δοῦπον ἀκόντων.
ἦ θήν σ᾽ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας,
εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι.
νῦν αὖ τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω.»
Ὣς εἰπὼν Δρύοπ᾽ οὖτα κατ᾽ αὐχένα μέσσον ἄκοντι· 455
ἤριπε δὲ προπάροιθε ποδῶν· ὁ δὲ τὸν μὲν ἔασε,
Δημοῦχον δὲ Φιλητορίδην, ἠΰν τε μέγαν τε,
κὰγ γόνυ δουρὶ βαλὼν ἠρύκακε. τὸν μὲν ἔπειτα
οὐτάζων ξίφεϊ μεγάλῳ ἐξαίνυτο θυμόν·
αὐτὰρ ὁ Λαόγονον καὶ Δάρδανον, υἷε Βίαντος, 460
ἄμφω ἐφορμηθεὶς ἐξ ἵππων ὦσε χαμᾶζε,
τὸν μὲν δουρὶ βαλών, τὸν δὲ σχεδὸν ἄορι τύψας.
Τρῶα δ᾽ Ἀλαστορίδην, ― ὁ μὲν ἀντίος ἤλυθε γούνων,
εἴ πώς εὑ πεφίδοιτο λαβὼν καὶ ζωὸν ἀφείη,
μηδὲ κατακτείνειεν ὁμηλικίην ἐλεήσας, 465
νήπιος, οὐδὲ τὸ ᾔδη, ὃ οὐ πείσεσθαι ἔμελλεν·
οὐ γάρ τι γλυκύθυμος ἀνὴρ ἦν οὐδ᾽ ἀγανόφρων,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἐμμεμαώς· ὁ μὲν ἥπτετο χείρεσι γούνων
ἱέμενος λίσσεσθ᾽, ὁ δὲ φασγάνῳ οὖτα καθ᾽ ἧπαρ·
ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν, ἀτὰρ μέλαν αἷμα κατ᾽ αὐτοῦ 470
κόλπον ἐνέπλησεν· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε
θυμοῦ δευόμενον· ὁ δὲ Μούλιον οὖτα παραστὰς
δουρὶ κατ᾽ οὖς· εἶθαρ δὲ δι᾽ οὔατος ἦλθ᾽ ἑτέροιο
αἰχμὴ χαλκείη· ὁ δ᾽ Ἀγήνορος υἱὸν Ἔχεκλον
μέσσην κὰκ κεφαλὴν ξίφει ἤλασε κωπήεντι, 475
πᾶν δ᾽ ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι· τὸν δὲ κατ᾽ ὄσσε
ἔλλαβε πορφύρεος θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή.
Δευκαλίωνα δ᾽ ἔπειθ᾽, ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες
ἀγκῶνος, τῇ τόν γε φίλης διὰ χειρὸς ἔπειρεν
αἰχμῇ χαλκείῃ· ὁ δέ μιν μένε χεῖρα βαρυνθείς, 480
πρόσθ᾽ ὁρόων θάνατον· ὁ δὲ φασγάνῳ αὐχένα θείνας
τῆλ᾽ αὐτῇ πήληκι κάρη βάλε· μυελὸς αὖτε
σφονδυλίων ἔκπαλθ᾽, ὁ δ᾽ ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς.
αὐτὰρ ὁ βῆ ῥ᾽ ἰέναι μετ᾽ ἀμύμονα Πείρεω υἱόν,
῾Ρίγμον, ὃς ἐκ Θρῄκης ἐριβώλακος εἰληλούθει· 485
τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι, πάγη δ᾽ ἐν νηδύϊ χαλκός,
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων· ὁ δ᾽ Ἀρηΐθοον θεράποντα
ἂψ ἵππους στρέψαντα μετάφρενον ὀξέϊ δουρὶ
νύξ᾽, ἀπὸ δ᾽ ἅρματος ὦσε· κυκήθησαν δέ οἱ ἵπποι.
Ὡς δ᾽ ἀναμαιμάει βαθέ᾽ ἄγκεα θεσπιδαὲς πῦρ 490
οὔρεος ἀζαλέοιο, βαθεῖα δὲ καίεται ὕλη,
πάντῃ τε κλονέων ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει,
ὣς ὅ γε πάντῃ θῦνε σὺν ἔγχεϊ δαίμονι ἶσος,
κτεινομένους ἐφέπων· ῥέε δ᾽ αἵματι γαῖα μέλαινα.
ὡς δ᾽ ὅτε τις ζεύξῃ βόας ἄρσενας εὐρυμετώπους 495
τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ,
ῥίμφα τε λέπτ᾽ ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ᾽ ἐριμύκων,
ὣς ὑπ᾽ Ἀχιλλῆος μεγαθύμου μώνυχες ἵπποι
στεῖβον ὁμοῦ νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας· αἵματι δ᾽ ἄξων
νέρθεν ἅπας πεπάλακτο καὶ ἄντυγες αἳ περὶ δίφρον, 500
ἃς ἄρ᾽ ἀφ᾽ ἱππείων ὁπλέων ῥαθάμιγγες ἔβαλλον
αἵ τ᾽ ἀπ᾽ ἐπισσώτρων· ὁ δὲ ἵετο κῦδος ἀρέσθαι
Πηλεΐδης, λύθρῳ δὲ παλάσσετο χεῖρας ἀάπτους.