Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 2 στ. 394-454
Είπε, κι οι Αργίτες βροντοχούγιαξαν, ως κύμα που μουγκρίζει·
σε απόγκρεμο γιαλό, σαν έρχεται νοτιά και το σηκώσει 395
σε κάβο ξάγναντο, που κύματα ποτέ δεν του απολείπουν,
με όποιο λογής αγέρα, που φυσάει μια δώθε και μια κείθε.
Κι ως πεταχτήκαν όρθιοι, σκόρπισαν τραβώντας στα καράβια,
φωτιές ανάψαν στα καλύβια τους και σύνταζαν το γιόμα.
Κι έσφαζεν άλλος σε άλλο αθάνατο θεό, παρακαλώντας 400
να τον γλιτώσει από τα κίντυνα της μάχης κι απ᾽ το Χάρο.
Ωστόσο ο μέγας Αγαμέμνονας ο πρωταφέντης σφάζει
ταύρο παχύ, πενταχρονίτικο στο γαύρο υγιό του Κρόνου,
κι απ᾽ τους Αργίτες πήρε κάλεσε τους πιο τρανούς γερόντους.
Και πρώτα κράζει νά ᾽ρθει ο Νέστορας κι ο Ιδομενέας ο ρήγας, 405
μετά τους δυο τους Αίαντες φώναξε και τον τρανό Διομήδη,
στερνά τον Οδυσσέα προσκάλεσε, πού ᾽χε του Δία τη γνώση.
Μόνο ο Μενέλαος ο βροντόφωνος ακάλεστος επήγε,
καλά τον αδερφό του ξέροντας, το πόσες έγνοιες είχε.
Τ᾽ αγιοκριθάρια τότε παίρνοντας τριγύρισαν τον ταύρο, 410
κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας ευκήθη αναμεσό τους:
«Ουράνιε Δία, μελανοσύγνεφε, περίλαμπρε, μεγάλε,
δώσε, πριν πέσει ο γήλιος σήμερα και πάρει το σκοτάδι,
να ρίξω καταγής συθέμελο του Πρίαμου το παλάτι
αθαλωμένο, και τις πόρτες του να κάψω με άγρια φλόγα, 415
να σκίσω το χιτώνα του Έχτορα στο στήθος του ξεσκλίδια
με το κοντάρι, και τρογύρα του να κείτουνται οι συντρόφοι
στον κουρνιαχτό σωρός, τ᾽ απίστομα, δαγκώνοντας το χώμα.»
Έτσι είπε εκείνος, μα δεν τού ᾽στρεξε του Κρόνου ο γιος τη χάρη,
μόν᾽ δέχτη τα σφαχτά και τού ᾽γραφε κι άλλους καημούς περίσσιους, 420
Κι ως ευκηθήκαν και πασπάλισαν μετά τ᾽ αγιοκριθάρια,
τον ταύρο τον παχύ αναλαίμισαν, τον σφάξαν και τον γδάραν,
χώρισαν τα μεριά, τα τύλιξαν τρογύρα με τη σκέπη
διπλώνοντάς τη, κι από πάνω τους κομμάτια κρέας πιθώσαν.
Σε μαδημένα τότε τά ᾽καιγαν κλαριά, κι από τη σούβλα 425
τα σωθικά περνώντας ύστερα πα στη φωτιά τα ψήναν.
Και σύντας τα μεριά αποκάηκαν και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
λιανίσαν τ᾽ άλλα και περνώντας τα στις σούβλες να τα ψήνουν
επήραν γνοιαστικά, κι ως ψήθηκαν, τ᾽ αποτραβήξαν όλα.
Κι απ᾽ τις δουλειές αυτές σα σκόλασαν κι ετοίμασαν τις τάβλες, 430
ετρώγαν, κι είχεν, ως εταίριαζε, καθείς το μερτικό του.
Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
πρώτος κινάει το λόγο ο Νέστορας, ο γέρο αλογολάτης:
«Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
με την κουβέντα εδώ ας μη χάνουμε καιρό, κι ας μην ξαργούμε 435
πια τη δουλειά, που μες στα χέρια μας μάς έχει βάλει ο Δίας.
Ομπρός, τους Αχαιούς οι κράχτες μας τους χαλκοθωρακάτους
ας τους μαζέψουν όλους, κράζοντας ολούθε στα καράβια.
Κι εμείς, ως είμαστε, στ᾽ αργίτικα φαρδιά λημέρια ας πάμε
όλοι μαζί, μιαν ώρα αρχύτερα να κονταροκρουστούμε.» 440
Είπε, κι ο μέγας Αγαμέμνονας συνάκουσε το λόγο,
κι ευτύς τους κράχτες τους βροντόφωνους να κράξουνε προστάζει,
οι Αργίτες όλοι οι μακρομάλληδες στον πόλεμο να μπούνε.
Κι ως έκραζαν αυτοί, συνάζουνταν με βιάση ευτύς εκείνοι.
Κι όσοι τρανοί ρηγάδες βρέθηκαν στου γιου του Ατρέα, τ᾽ ασκέρια 445
γοργά ορδινιάζαν, κι η γλαυκόματη μαζί Αθηνά, κρατώντας
το βροντοσκούταρο το ατίμητο κι αθάνατο κι αιώνιο,
που κρόσσια ειχε εκατό και ολόχρυσα κρεμόνταν από κάτω,
όλα καλοπλεμένα, κι άξιζαν βόδια εκατό καθένα.
Με τούτο σύφλογη προσδιάβαινε τ᾽ αργίτικα τ᾽ ασκέρια 450
και να κινήσουν τους ξεσήκωνε, σε καθενός το στήθος
ξυπνώντας τη λαχτάρα γι᾽ άσωστους αγώνες και πολέμους.
Και ξάφνου πιο γλυκός ο πόλεμος τους φάνη τώρα απ᾽ ό,τι
με τα βαθιά καράβια νά ᾽γερναν στη γη την πατρική τους.
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀργεῖοι δὲ μέγ᾽ ἴαχον, ὡς ὅτε κῦμα
ἀκτῇ ἐφ᾽ ὑψηλῇ, ὅτε κινήσῃ Νότος ἐλθών, 395
προβλῆτι σκοπέλῳ· τὸν δ᾽ οὔ ποτε κύματα λείπει
παντοίων ἀνέμων, ὅτ᾽ ἂν ἔνθ᾽ ἢ ἔνθα γένωνται.
ἀνστάντες δ᾽ ὀρέοντο κεδασθέντες κατὰ νῆας,
κάπνισσάν τε κατὰ κλισίας, καὶ δεῖπνον ἕλοντο.
ἄλλος δ᾽ ἄλλῳ ἔρεζε θεῶν αἰειγενετάων, 400
εὐχόμενος θάνατόν τε φυγεῖν καὶ μῶλον Ἄρηος.
αὐτὰρ ὁ βοῦν ἱέρευσεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
πίονα πενταέτηρον ὑπερμενέϊ Κρονίωνι,
κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν,
Νέστορα μὲν πρώτιστα καὶ Ἰδομενῆα ἄνακτα, 405
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ Αἴαντε δύω καὶ Τυδέος υἱόν,
ἕκτον δ᾽ αὖτ᾽ Ὀδυσῆα, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντον.
αὐτόματος δέ οἱ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος·
ᾔδεε γὰρ κατὰ θυμὸν ἀδελφεὸν ὡς ἐπονεῖτο.
βοῦν δὲ περιστήσαντο καὶ οὐλοχύτας ἀνέλοντο· 410
τοῖσιν δ᾽ εὐχόμενος μετέφη κρείων Ἀγαμέμνων·
Ζεῦ κύδιστε μέγιστε, κελαινεφές, αἰθέρι ναίων,
μὴ πρὶν ἐπ᾽ ἠέλιον δῦναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῖν,
πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον
αἰθαλόεν, πρῆσαι δὲ πυρὸς δηΐοιο θύρετρα, 415
Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι
χαλκῷ ῥωγαλέον· πολέες δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροι
πρηνέες ἐν κονίῃσιν ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἄρα πώ οἱ ἐπεκραίαινε Κρονίων,
ἀλλ᾽ ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά, πόνον δ᾽ ἀμέγαρτον ὄφελλεν. 420
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο,
αὐέρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν,
μηρούς τ᾽ ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν
δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ᾽ αὐτῶν δ᾽ ὠμοθέτησαν.
καὶ τὰ μὲν ἂρ σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον, 425
σπλάγχνα δ᾽ ἄρ᾽ ἀμπείραντες ὑπείρεχον Ἡφαίστοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρ᾽ ἐκάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο,
μίστυλλόν τ᾽ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσιν ἔπειραν,
ὤπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα.
αὐτὰρ ἐπεὶ παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα, 430
δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,
μηκέτι νῦν δήθ᾽ αὖθι λεγώμεθα, μηδ᾽ ἔτι δηρὸν 435
ἀμβαλλώμεθα ἔργον, ὃ δὴ θεὸς ἐγγυαλίζει.
ἀλλ᾽ ἄγε, κήρυκες μὲν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
λαὸν κηρύσσοντες ἀγειρόντων κατὰ νῆας,
ἡμεῖς δ᾽ ἀθρόοι ὧδε κατὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν
ἴομεν, ὄφρα κε θᾶσσον ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα.» 440
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων.
αὐτίκα κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε
κηρύσσειν πόλεμόνδε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς·
οἱ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ᾽ ἠγείροντο μάλ᾽ ὦκα.
οἱ δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀτρεΐωνα διοτρεφέες βασιλῆες 445
θῦνον κρίνοντες, μετὰ δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
αἰγίδ᾽ ἔχουσ᾽ ἐρίτιμον ἀγήρων ἀθανάτην τε,
τῆς ἑκατὸν θύσανοι παγχρύσεοι ἠερέθονται,
πάντες ἐϋπλεκέες, ἑκατόμβοιος δὲ ἕκαστος·
σὺν τῇ παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν 450
ὀτρύνουσ᾽ ἰέναι· ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ
καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι.
τοῖσι δ᾽ ἄφαρ πόλεμος γλυκίων γένετ᾽ ἠὲ νέεσθαι
ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.