Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 18 στ. 388-461
Ως είπε αυτά η θεά η πανέμνοστη, συνέμπασε τη Θέτη,
σε ασημοκάρφωτο την έβαλε θρονί για να καθίσει,
πανώριο, ξομπλιαστό, με κάτωθε προσκάμνι για τα πόδια, 390
και κάλεσε τον Ήφαιστο έπειτα, τον ξακουστό τεχνίτη:
«Ήφαιστε, ως είσαι τώρα, πρόβαλε, κι η Θέτη σ᾽ έχει ανάγκη.»
Κι ο ξακουσμένος κουτσοπόδαρος θεός απηλογήθη:
«Θεά ακριβή και πολυσέβαστη στο σπίτι μου ήρθε αλήθεια!
τι αυτή απ᾽ τη συφορά με γλίτωσε, σαν έπεφτα ψηλάθε, 395
κι ήταν η μάνα μου η ξαδιάντροπη που ζήταε να με κρύψει,
τι ήμουν κουτσός· και λέω θα πάθαινα κακά μεγάλα τότε,
βαθιά αν δε μ᾽ έκλεινε στον κόρφο της η Θέτη, κι η Ευρυνόμη,
που ο Ωκεανός ο κυκλορέματος πατέρας της λογιέται.
Χρόνους εννιά κοντά τους χάλκευα λογής λογής στολίδια· 400
θηλύκια και βραχιόλια εδούλευα, γιορντάνια, σκουλαρίκια,
μες στη βαθιά σπηλιά· και γύρα της του Ωκεανού το ρέμα
με αφρούς βροντοκυλούσε απέραντο· κι ουδέ κανένας άλλος
θεός εδώ πως ήμουν κάτεχε γιά και θνητός, μονάχα
η Θέτη κι η Ευρυνόμη τό ᾽ξεραν, που μ᾽ είχανε γλιτώσει. 405
Σωστό λοιπόν, σαν ήρθε σπίτι μου, για τη ζωή που μού ᾽χε
γλιτώσει τότε, την ωριόμαλλη να ξεπλερώσω Θέτη.
Εσύ να τη φιλέψεις κοίταξε τώρα ως ταιριάζει, ωσόπου
τα φυσερά και τ᾽ άλλα σύνεργα να βάλω εγώ στην άκρα.»
Είπε, κι απ᾽ του αμονιού το κούτσουρο σηκώθη ο γαύρος γίγας 410
κουτσαίνοντας, με ορμή τ᾽ αδύναμα κουνώντας αντικνήμια.
Τα φυσερά απ᾽ τη φλόγα ετράβηξε, με βιάση συμμαζεύει
τ᾽ άλλα του σύνεργα που εδούλευε μες σε αργυρή κασέλα,
και με σφουγγάρι ολούθε σκούπισε το πρόσωπο, τα χέρια,
το γερό σβέρκο και τα στήθη του τα μαλλιαρά· και ντύθη 415
με το χιτώνα, κι άδραξε ύστερα χοντρό ραβδί και βγήκε
κουτσαίνοντας· και τρέχαν δίπλα του ν᾽ ανεβαστούν το ρήγα
χρυσές δυο βάγιες, απαράλλαχτες με ζωντανές κοπέλες·
ξυπνάδα και μιλιά και δύναμη, τά ᾽χουν κι αυτές, κι ακόμα
οι αθάνατοι θεοί τούς έμαθαν πάσα γυναίκεια τέχνη. 420
Και τώρα ανεβαστούσαν πρόθυμα το ρήγα τους, κι εκείνος
στη Θέτη πλάι με κόπο κάθεται πα σε θρονί αστροβόλο,
σφίγγει το χέρι της, την έκραξε κι αυτά τής λέει τα λόγια:
«Τί τάχα να σε φέρνει σπίτι μας, μακρομαντούσα Θέτη,
σεβάσμια κι ακριβή; Δεν έρχεσαι συχνά εδώ πέρα αλήθεια. 425
Τί έχεις στο νου σου πες, κι ολόκαρδα θα κάμω εγώ ό,τι θέλεις,
μονάχα να περνά απ᾽ το χέρι μου και να μπορεί να γένει.»
Και τότε η Θέτιδα με κλάματα του απηλογήθη κι είπε:
«Ήφαιστε, απ᾽ όσες ζουν στον Όλυμπο θεές καμιά τους είναι
που τόσες πίκρες να ποτίστηκε βαριές στα σωθικά της, 430
όσες σε μένα ο Δίας εμοίρασε, του Κρόνου ο γιος, απ᾽ όλες;
Απ᾽ τις νεράιδες όλες πάντρεψε μονάχα εμένα με άντρα
θνητό, με τον Πηλέα, και βάστηξα μ᾽ έναν θνητό να πέφτω
μαζί στο στρώμα, κι ας μην τό ᾽θελα. Τώρα στο σπίτι εκείνος
μες σ᾽ έρμα κείτεται γεράματα, κι εγώ εχω πίκρες άλλες: 435
Γέννησα υγιό μ᾽ αυτόν κι ανάθρεψα, στους αντρειωμένους πρώτο,
κι ως τρυφερό κλωνάρι ανάδωσε· κι εγώ, που ανάστησά τον
σα ροδαμό που ξεπετάχτηκε σε χωραφιού τον όχτο,
πάνω στα πλοία τα δρεπανόγυρτα στην Τροία τον έχω στείλει,
τους Τρώες να πολεμήσει. Αλίμονο, δε θα τον δω να γέρνει 440
στο πατρικό ξοπίσω σπίτι του, να τον καλωσορίσω!
Μα κι όσο ακόμα ζει και χαίρεται το φως του γήλιου, πάντα
τραβάει καημούς, κι ουδέ πηγαίνοντας μπορώ να τον συντράμω.
Την κόρη, οι Αργίτες που του διάλεξαν γι᾽ αρχοντομοίρι πρώτα,
μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια του ο Αγαμέμνονας την πήρε πίσω ο γαύρος, 445
κι ο γιος μου απ᾽ τον καημό της έλιωνε· κι ωστόσο τους Αργίτες
οι Τρώες στις πρύμνες πάνω εστρίμωξαν, κι ουδέ και τους αφήναν
όξω να βγούν· και τότε πρόσπεσαν στα πόδια του οι γερόντοι
απ᾽ τους Αργίτες, κι αξετίμητα του τάζαν πλήθια δώρα.
Κι αυτός απ᾽ το κακό δε δέχτηκε να τους γλιτώσει ατός του, 450
μα είπε στον Πάτροκλο και ζώστηκε την εδική του αρμάτα,
και τον ξαπόστειλε στον πόλεμο, κι άλλους πολλούς μαζί του.
Κι ολημερίς εστήσαν πόλεμο στο Ζερβοπόρτι γύρα·
και μες στη μέρα εκείνη θά ᾽παιρναν το κάστρο, αν του Μενοίτιου
το γαύρο γιο, πολλούς που ερήμαξε, στους μπροστομάχους μέσα 455
δε σκότωνεν ο Φοίβος, δίνοντας στον Έχτορα τη νίκη.
Γι᾽ αυτό και φτάνω εδώ, στα γόνατα να σου προσπέσω, αν θέλεις
κράνος στο γιο μου το λιγόχρονο να δώσεις και σκουτάρι
κι ώριες κνημίδες, στους αστράγαλους σφιγμένες με θηλύκια,
και θώρακα· ο δικός του εχάθηκεν απ᾽ τον πιστό του ακράνη, 460
που οι Τρώες σκοτώσαν, κι έτσι κείτεται στη γη φαρμακωμένος.»
Ὣς ἄρα φωνήσασα πρόσω ἄγε δῖα θεάων.
τὴν μὲν ἔπειτα καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου ἀργυροήλου
καλοῦ δαιδαλέου· ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν· 390
κέκλετο δ᾽ Ἥφαιστον κλυτοτέχνην εἶπέ τε μῦθον·
«Ἥφαιστε, πρόμολ᾽ ὧδε· Θέτις νύ τι σεῖο χατίζει.»
τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις·
«ἦ ῥά νύ μοι δεινή τε καὶ αἰδοίη θεὸς ἔνδον,
ἥ μ᾽ ἐσάωσ᾽, ὅτε μ᾽ ἄλγος ἀφίκετο τῆλε πεσόντα 395
μητρὸς ἐμῆς ἰότητι κυνώπιδος, ἥ μ᾽ ἐθέλησε
κρύψαι χωλὸν ἐόντα· τότ᾽ ἂν πάθον ἄλγεα θυμῷ,
εἰ μή μ᾽ Εὐρυνόμη τε Θέτις θ᾽ ὑπεδέξατο κόλπῳ,
Εὐρυνόμη, θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο.
τῇσι παρ᾽ εἰνάετες χάλκευον δαίδαλα πολλά, 400
πόρπας τε γναμπτάς θ᾽ ἕλικας κάλυκάς τε καὶ ὅρμους
ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ· περὶ δὲ ῥόος Ὠκεανοῖο
ἀφρῷ μορμύρων ῥέεν ἄσπετος· οὐδέ τις ἄλλος
ᾔδεεν οὔτε θεῶν οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων,
ἀλλὰ Θέτις τε καὶ Εὐρυνόμη ἴσαν, αἵ μ᾽ ἐσάωσαν. 405
ἣ νῦν ἡμέτερον δόμον ἵκει· τῶ με μάλα χρεὼ
πάντα Θέτι καλλιπλοκάμῳ ζῳάγρια τίνειν.
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά,
ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼ φύσας ἀποθείομαι ὅπλά τε πάντα.»
Ἦ, καὶ ἀπ᾽ ἀκμοθέτοιο πέλωρ αἴητον ἀνέστη 410
χωλεύων· ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί.
φύσας μέν ῥ᾽ ἀπάνευθε τίθει πυρός, ὅπλά τε πάντα
λάρνακ᾽ ἐς ἀργυρέην συλλέξατο, τοῖς ἐπονεῖτο·
σπόγγῳ δ᾽ ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῖρ᾽ ἀπομόργνυ
αὐχένα τε στιβαρὸν καὶ στήθεα λαχνήεντα, 415
δῦ δὲ χιτῶν᾽, ἕλε δὲ σκῆπτρον παχύ, βῆ δὲ θύραζε
χωλεύων· ὑπὸ δ᾽ ἀμφίπολοι ῥώοντο ἄνακτι
χρύσειαι, ζωῇσι νεήνισιν εἰοικυῖαι.
τῇς ἐν μὲν νόος ἐστὶ μετὰ φρεσίν, ἐν δὲ καὶ αὐδὴ
καὶ σθένος, ἀθανάτων δὲ θεῶν ἄπο ἔργα ἴσασιν. 420
αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐποίπνυον· αὐτὰρ ὁ ἔρρων
πλησίον, ἔνθα Θέτις περ, ἐπὶ θρόνου ἷζε φαεινοῦ,
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«τίπτε, Θέτι τανύπεπλε, ἱκάνεις ἡμέτερον δῶ
αἰδοίη τε φίλη τε; πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις. 425
αὔδα ὅ τι φρονέεις· τελέσαι δέ με θυμὸς ἄνωγεν,
εἰ δύναμαι τελέσαι γε καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστίν.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Θέτις κατὰ δάκρυ χέουσα·
«Ἥφαιστ᾽, ἦ ἄρα δή τις, ὅσαι θεαί εἰσ᾽ ἐν Ὀλύμπῳ,
τοσσάδ᾽ ἐνὶ φρεσὶν ᾗσιν ἀνέσχετο κήδεα λυγρά, 430
ὅσσ᾽ ἐμοὶ ἐκ πασέων Κρονίδης Ζεὺς ἄλγε᾽ ἔδωκεν;
ἐκ μέν μ᾽ ἀλλάων ἁλιάων ἀνδρὶ δάμασσεν,
Αἰακίδῃ Πηλῆϊ, καὶ ἔτλην ἀνέρος εὐνὴν
πολλὰ μάλ᾽ οὐκ ἐθέλουσα. ὁ μὲν δὴ γήραϊ λυγρῷ
κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀρημένος, ἄλλα δέ μοι νῦν· 435
υἱὸν ἐπεί μοι δῶκε γενέσθαι τε τραφέμεν τε,
ἔξοχον ἡρώων· ὁ δ᾽ ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος·
τὸν μὲν ἐγὼ θρέψασα φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς,
νηυσὶν ἐπιπροέηκα κορωνίσιν Ἴλιον εἴσω
Τρωσὶ μαχησόμενον· τὸν δ᾽ οὐχ ὑποδέξομαι αὖτις 440
οἴκαδε νοστήσαντα δόμον Πηλήϊον εἴσω.
ὄφρα δέ μοι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο,
ἄχνυται, οὐδέ τί οἱ δύναμαι χραισμῆσαι ἰοῦσα.
κούρην ἣν ἄρα οἱ γέρας ἔξελον υἷες Ἀχαιῶν,
τὴν ἂψ ἐκ χειρῶν ἕλετο κρείων Ἀγαμέμνων. 445
ἤτοι ὁ τῆς ἀχέων φρένας ἔφθιεν· αὐτὰρ Ἀχαιοὺς
Τρῶες ἐπὶ πρύμνῃσιν ἐείλεον, οὐδὲ θύραζε
εἴων ἐξιέναι· τὸν δὲ λίσσοντο γέροντες
Ἀργείων, καὶ πολλὰ περικλυτὰ δῶρ᾽ ὀνόμαζον.
ἔνθ᾽ αὐτὸς μὲν ἔπειτ᾽ ἠναίνετο λοιγὸν ἀμῦναι, 450
αὐτὰρ ὁ Πάτροκλον περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε,
πέμπε δέ μιν πόλεμόνδε, πολὺν δ᾽ ἅμα λαὸν ὄπασσε.
πᾶν δ᾽ ἦμαρ μάρναντο περὶ Σκαιῇσι πύλῃσι·
καί νύ κεν αὐτῆμαρ πόλιν ἔπραθον, εἰ μὴ Ἀπόλλων
πολλὰ κακὰ ῥέξαντα Μενοιτίου ἄλκιμον υἱὸν 455
ἔκταν᾽ ἐνὶ προμάχοισι καὶ Ἕκτορι κῦδος ἔδωκε.
τοὔνεκα νῦν τὰ σὰ γούναθ᾽ ἱκάνομαι, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα
υἱεῖ ἐμῷ ὠκυμόρῳ δόμεν ἀσπίδα καὶ τρυφάλειαν
καὶ καλὰς κνημῖδας ἐπισφυρίοις ἀραρυίας,
καὶ θώρηχ᾽· ὃ γὰρ ἦν οἱ ἀπώλεσε πιστὸς ἑταῖρος 460
Τρωσὶ δαμείς· ὁ δὲ κεῖται ἐπὶ χθονὶ θυμὸν ἀχεύων.»