Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 17 στ. 412-473
Κι εκείνοι στο κουφάρι ολόγυρα, τα σουβλερά κοντάρια
κρατώντας, άπαυτα χτυπιόντουσαν, κι ο ένας τον άλλο ερίχναν·
κι ο κάθε απ᾽ τους Αργίτες έλεγε τους χαλκοθωρακάτους:
«Συντρόφοι, πίσω να γυρίσουμε θά ᾽ναι ντροπή μεγάλη 415
στα βαθουλά καράβια· ας άνοιγε πιο πρώτα η γης η μαύρη
κι όλους εδώ να μας κατάπινε, χίλιες φορές μακάρι,
παρά μαθές να τον αφήσουμε στους Τρώες τους αλογάδες
να τον τραβήξουν μες στο κάστρο τους, να δοξαστούν περίσσια.»
Και πάλε οι Τρώες οι λιονταρόκαρδοι φωνοκοπούσαν έτσι: 420
«Γραφτό κι αν είναι ακόμα, σύντροφοι, να πέσουμε όλοι αντάμα
κοντά στον άντρα αυτόν, κανένας μας μη φύγει από τη μάχη!»
Έτσι μιλούσαν και συδαύλιζαν ο ένας του αλλού τη λύσσα.
Κι ως τούτοι εμάχουνταν κι ο σάλαγος ο σιδερένιος πάνω
στα χάλκινα τα ουράνια ανέβαινε μέσα απ᾽ τον άδειο αιθέρα, 425
του εγγόνου του Αιακού τ᾽ αλόγατα παράμερα απ᾽ τη μάχη
θρηνούσαν, απ᾽ την ώρα πού ᾽νιωσαν στον κουρνιαχτό να πέφτει
ο αμαξολάτης τους απ᾽ του Έχτορα του αντροφονιά το χέρι.
Του κάκου ο γαύρος Αυτομέδοντας, του Διώρη ο γιος, τα χτύπα
συχνά πυκνά με το μαστίγι του το λυγερό να φύγουν, 430
και πότε αρχίναε τα γλυκόλογα και πότε τις φοβέρες.
Εκείνα μήτε στον Ελλήσποντο μαθές να γείρουν θέλαν
πίσω στα πλοία, μήτε στον πόλεμο με τους Αργίτες πάλε·
μόν᾽ όπως η κολόνα ασάλευτη κρατιέται, που τη στήσαν
ορθή, στον τάφο ενούς που πέθανε γιά και γυναίκας πάνω, 435
όμοια έμεναν κι εκείνα ασάλευτα, ζεμένα στ᾽ ώριο αμάξι,
στη γη κολλώντας τα κεφάλια τους· κι από τα βλέφαρά τους
ζεστά τα δάκρυα κάτω ετρέχανε στο χώμα, και θρηνούσαν
ποθώντας τον αμαξολάτη τους· κι οι πλούσιες τους οι χήτες
στα πλάγια του ζυγού σκονίζουνταν, ξεφεύγοντας τη ζεύλα. 440
Κι ο γιος του Κρόνου, ως τά ᾽δε πού ᾽κλαιγαν, εψυχοπόνεσέ τα,
και το κεφάλι σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε:
«Δυστυχισμένα! τί σας χάρισα στο βασιλιά Πηλέα,
πού ᾽ναι θνητός, μα εσείς αγέραστα κι αθάνατα λογιέστε;
τάχα και σεις για να παιδεύεστε με τους θνητούς τους έρμους; 446
Πλάσμα κανένα από τον άνθρωπο πιο δύστυχο δεν είναι
άλλο στη γης, απ᾽ όσα πάνω της σαλεύουν κι ανασαίνουν.
Του Πρίαμου τον υγιό τον Έχτορα δε θα τον δείτε ωστόσο
ν᾽ ανέβει στο πλουμάτο αμάξι σας, τι δε θα τον αφήσω.
Δε φτάνει που κρατάει και τ᾽ άρματα και ψευτοκαμαρώνει; 450
Στα γόνατά σας τώρα δύναμη και στην καρδιά σας βάζω,
τον Αυτομέδοντα απ᾽ τον πόλεμο στα βαθουλά καράβια
για να γλιτώστε· τι τρανότερη στους Τρώες θα δώσω δόξα
να σφάζουν, ως στα καλοκούβερτα καράβια πια να φτάσουν
και πέσει ο γήλιος βασιλεύοντας και το άγιο απλώσει σκότος.» 455
Αυτά ειπε, και τα δυο τ᾽ αλόγατα περίσσια ορμή γιομίζει·
στη γη τινάζουν απ᾽ τις χήτες τους τη σκόνη, και με βιάση
το αμάξι εσέρναν το γοργόφτερο σε Τρώες κι Αργίτες μέσα.
Μ᾽ αυτούς χτυπιόταν ο Αυτομέδοντας, κι ας έκλαιγε το φίλο,
χιμώντας πάνω τους με τ᾽ άλογα, καθώς αϊτός σε χήνες. 460
Εύκολα ξέφευγε απ᾽ το σάλαγο των Τρώων μακριά τρεχάτος,
κι εύκολα εχίμιζε, τα ασκέρι τους το πλήθιο κυνηγώντας.
Μα όσες φορές κι αν χύθη απάνω τους, δε σκότωσε κανένα·
τι δεν μπορούσε, μόνος πού ᾽μεινε στο στέριο μέσα αμάξι,
μαζί κοντάρι κι άτια γρήγορα μαθές να κυβερνήσει. 465
Μα πια τον είδεν ο Αλκιμέδοντας, του Λαέρκη ο γιος, τ᾽ αγγόνι
του Αιμόνου, μπιστεμένος σύντροφος, και πίσω από τ᾽ αμάξι
στάθη, κι ευτύς τον Αυτομέδοντα φωνάζοντας του κράζει:
«Σαν ποιός να σού ᾽βαλε, Αυτομέδοντα, θεός στα στήθια μέσα
τέτοια στραβή βουλή και σάλεψε τα γνωστικά σου φρένα; 470
τι πολεμάς τους Τρώες μονάχος σου στους μπροστομάχους μέσα!
Μα ο σύντροφός σου εχάθη, κι ο Έχτορας ατός του την αρμάτα
του εγγόνου του Αιακού στους ώμους του φοράει και καμαρώνει.»
Οἱ δ᾽ αἰεὶ περὶ νεκρὸν ἀκαχμένα δούρατ᾽ ἔχοντες
νωλεμὲς ἐγχρίμπτοντο καὶ ἀλλήλους ἐνάριζον·
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων·
«ὦ φίλοι, οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι 415
νῆας ἔπι γλαφυράς, ἀλλ᾽ αὐτοῦ γαῖα μέλαινα
πᾶσι χάνοι· τό κεν ἧμιν ἄφαρ πολὺ κέρδιον εἴη,
εἰ τοῦτον Τρώεσσι μεθήσομεν ἱπποδάμοισιν
ἄστυ πότι σφέτερον ἐρύσαι καὶ κῦδος ἀρέσθαι.»
Ὣς δέ τις αὖ Τρώων μεγαθύμων αὐδήσασκεν· 420
«ὦ φίλοι, εἰ καὶ μοῖρα παρ᾽ ἀνέρι τῷδε δαμῆναι
πάντας ὁμῶς, μή πώ τις ἐρωείτω πολέμοιο.»
Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε, μένος δ᾽ ὄρσασκεν ἑκάστου.
ὣς οἱ μὲν μάρναντο, σιδήρειος δ᾽ ὀρυμαγδὸς
χάλκεον οὐρανὸν ἷκε δι᾽ αἰθέρος ἀτρυγέτοιο· 425
ἵπποι δ᾽ Αἰακίδαο μάχης ἀπάνευθεν ἐόντες
κλαῖον, ἐπεὶ δὴ πρῶτα πυθέσθην ἡνιόχοιο
ἐν κονίῃσι πεσόντος ὑφ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο.
ἦ μὰν Αὐτομέδων, Διώρεος ἄλκιμος υἱός,
πολλὰ μὲν ἂρ μάστιγι θοῇ ἐπεμαίετο θείνων, 430
πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ᾽ ἀρειῇ·
τὼ δ᾽ οὔτ᾽ ἂψ ἐπὶ νῆας ἐπὶ πλατὺν Ἑλλήσποντον
ἠθελέτην ἰέναι οὔτ᾽ ἐς πόλεμον μετ᾽ Ἀχαιούς,
ἀλλ᾽ ὥς τε στήλη μένει ἔμπεδον, ἥ τ᾽ ἐπὶ τύμβῳ
ἀνέρος ἑστήκῃ τεθνηότος ἠὲ γυναικός, 435
ὣς μένον ἀσφαλέως περικαλλέα δίφρον ἔχοντες,
οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα· δάκρυα δέ σφι
θερμὰ κατὰ βλεφάρων χαμάδις ῥέε μυρομένοισιν
ἡνιόχοιο πόθῳ· θαλερὴ δ᾽ ἐμιαίνετο χαίτη
ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγὸν ἀμφοτέρωθεν. 440
Μυρομένω δ᾽ ἄρα τώ γε ἰδὼν ἐλέησε Κρονίων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
«ἆ δειλώ, τί σφῶϊ δόμεν Πηλῆϊ ἄνακτι
θνητῷ, ὑμεῖς δ᾽ ἐστὸν ἀγήρω τ᾽ ἀθανάτω τε;
ἦ ἵνα δυστήνοισι μετ᾽ ἀνδράσιν ἄλγε᾽ ἔχητον; 445
οὐ μὲν γάρ τί πού ἐστιν ὀϊζυρώτερον ἀνδρὸς
πάντων, ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει.
ἀλλ᾽ οὐ μὰν ὑμῖν γε καὶ ἅρμασι δαιδαλέοισιν
Ἕκτωρ Πριαμίδης ἐποχήσεται· οὐ γὰρ ἐάσω.
ἦ οὐχ ἅλις ὡς καὶ τεύχε᾽ ἔχει καὶ ἐπεύχεται αὔτως; 450
σφῶϊν δ᾽ ἐν γούνεσσι βαλῶ μένος ἠδ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ὄφρα καὶ Αὐτομέδοντα σαώσετον ἐκ πολέμοιο
νῆας ἔπι γλαφυράς· ἔτι γάρ σφισι κῦδος ὀρέξω,
κτείνειν, εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκωνται
δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ.» 455
Ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐνέπνευσεν μένος ἠΰ.
τὼ δ᾽ ἀπὸ χαιτάων κονίην οὖδας δὲ βαλόντε
ῥίμφα φέρον θοὸν ἅρμα μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς.
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Αὐτομέδων μάχετ᾽ ἀχνύμενός περ ἑταίρου,
ἵπποις ἀΐσσων ὥς τ᾽ αἰγυπιὸς μετὰ χῆνας· 460
ῥέα μὲν γὰρ φεύγεσκεν ὑπὲκ Τρώων ὀρυμαγδοῦ,
ῥεῖα δ᾽ ἐπαΐξασκε πολὺν καθ᾽ ὅμιλον ὀπάζων.
ἀλλ᾽ οὐχ ᾕρει φῶτας, ὅτε σεύαιτο διώκειν·
οὐ γάρ πως ἦν οἶον ἐόνθ᾽ ἱερῷ ἐνὶ δίφρῳ
ἔγχει ἐφορμᾶσθαι καὶ ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους. 465
ὀψὲ δὲ δή μιν ἑταῖρος ἀνὴρ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν
Ἀλκιμέδων, υἱὸς Λαέρκεος Αἱμονίδαο·
στῆ δ᾽ ὄπιθεν δίφροιο, καὶ Αὐτομέδοντα προσηύδα·
«Αὐτόμεδον, τίς τοί νυ θεῶν νηκερδέα βουλὴν
ἐν στήθεσσιν ἔθηκε, καὶ ἐξέλετο φρένας ἐσθλάς; 470
οἷον πρὸς Τρῶας μάχεαι πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ
μοῦνος· ἀτάρ τοι ἑταῖρος ἀπέκτατο, τεύχεα δ᾽ Ἕκτωρ
αὐτὸς ἔχων ὤμοισιν ἀγάλλεται Αἰακίδαο.»