Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 16 στ. 419-486
Κι ο Σαρπηδόνας τους ξεζώνατους τους σύντροφούς του ως είδε
να πέφτουν κάτω από του Πάτροκλου τα μανιασμένα χέρια, 420
με οργή φωνάζει τους ισόθεους προστάζοντας Λυκιώτες:
«Ντροπή, Λυκιώτες! Πού μου φεύγετε; Γοργοποδαριαστείτε!
τι εγώ με τούτον τον πολέμαρχο θ᾽ αντικριστώ, να μάθω,
ποιός νά ᾽ναι τάχα μ᾽ έτοια δύναμη, και τόση θράψη κάνει
στους Τρώες· πολλών αλήθεια αντρόκαρδων τα γόνατα έχει λύσει.» 425
Είπε, κι από το αμάξι επήδηξε συνάρματος στο χώμα·
κι ως να τον δει, πετάχτη ο Πάτροκλος, κι αυτός από τ᾽ αμάξι.
Κι όπως δυο αγιούπες γαντζομύτηδες και νυχοποδαράτοι
παλεύουν δυνατά στρηνιάζοντας σε ολόρθο βράχο απάνω·
όμοια και τούτοι οι δυο σκληρίζοντας ο ένας του αλλού χιμίξαν. 430
Κι όπως τους είδε, τους σπλαχνίστηκε βαθιά του ο γιος του Κρόνου,
κι είπε στην Ήρα, που και ταίρι του μαζί ήταν κι αδερφή του:
«Ωχού μου εμένα, ο πιο που αγάπησα θνητός, ο Σαρπηδόνας,
γραφτό ᾽ναι τώρα από τον Πάτροκλο να κατεβεί στον Άδη.
Και μέσα μου η καρδιά διχόγνωμη σαλεύει, ως διαλογούμαι, 435
να τον αρπάξω απ᾽ την πολύδακρη τη μάχη και στης πλούσιας
Λυκίας τα μέρη, πριν ο θάνατος τον έβρει, να τον φέρω,
γιά και ν᾽ αφήσω τώρα ο Πάτροκλος να πάρει τη ζωή του;»
Και τότε η σεβαστή τού απάντησε βοϊδόματη Ήρα κι είπε:
«Υγιέ του Κρόνου τρομερότατε, τί λόγια αυτά που κρένεις; 440
Έναν θνητό πώς θες, που θάνατο τού ᾽χει γραμμένα η Μοίρα,
τώρα ξανά απ᾽ τον πολυστέναχτο να τον γλιτώσεις Χάρο;
Κάμε ό,τι θες, μα κι όλοι οι αθάνατοι δεν έχουμε ίδια γνώμη.
Άκου, ένα λόγο τώρα θά ᾽λεγα, και συ στο νου σου βάλ᾽ τον:
Αν στείλεις ζωντανό στο σπίτι του το Σαρπηδόνα πίσω, 445
κι άλλος θεός, στοχάσου, αργότερα θα θέλει σαν και σένα
τον ακριβό του γιο απ᾽ τον πόλεμο τον άγριο να γλιτώσει·
γιατί πολλοί στου Πρίαμου μάχουνται το μέγα κάστρο γύρα
θεών υγιοί, και συ θα θύμωνες περίσσια τους γονιούς τους.
Αν όμως είναι τόση η αγάπη σου και σκίζεται η καρδιά σου, 450
τώρα άφησέ τον μες στον πόλεμο να σκοτωθεί τον άγριο,
κάτω απ᾽ του Πάτροκλου τ᾽ ανίκητα τα χέρια δαμασμένος·
κι έπειτα, σαν τον έβρει ο Χάροντας και ξεψυχήσει, στείλε
το γλυκόν Ύπνο και το Θάνατο, στα χέρια να τον πάρουν
και να τον πάνε στης απλόχωρης Λυκίας τα μέρη πέρα. 455
Μνημούρι εκεί οι δικοί κι οι φίλοι του με μια κολόνα απάνω
θα του σηκώσουν· τι όσοι πέθαναν άλλη δε λάχαν χάρη.»
Είπε, κι ο κύρης των αθάνατων και των θνητών το δέχτη,
και ματερές ψιχάλες έριξε στο χώμα, να τιμήσει
τον ακριβό το γιο του θέλοντας, που τού ᾽μελλε στην πλούσια 460
την Τροία να τον σκοτώσει ο Πάτροκλος απ᾽ την πατρίδα αλάργα.
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν χιμώντας ο ένας του άλλου,
χτυπάει τον ξακουστόν ο Πάτροκλος Θρασύμηλο χιμώντας,
που αμαξολάτης ήταν έμνοστος του ρήγα Σαρπηδόνα·
στο κατωκοίλι τον εχτύπησε και την ορμή τού κόβει. 465
Κι ο Σαρπηδόνας χύθη δεύτερος, μα το λαμπρό κοντάρι
τού λάθεψε, και μόνο το άλογο, τον Πήδασο, στην πλάτη
βρίσκει δεξιά· και κείνο εμούγκρισε, και ξεψυχώντας κάτω
στον κουρνιαχτό βογγώντας έπεσε, και πέταξε η ψυχή του.
Χωρίζουν τ᾽ άλλα δυο τ᾽ αλόγατα, τριζοκοπά ο ζυγός τους, 470
και μπλέκουν τα λουριά, το τρίζυγο σαν έπεσε άτι κάτω.
Μα ο ψυχωμένος Αυτομέδοντας ευτύς θαράπιο βρίσκει:
Το ολόμακρο σπαθί του ετράβηξε πλάι στο παχύ μερί του,
και κόβει τα λουριά του τρίζυγου, δίχως στιγμή να χάνει.
Και πήραν ίσιο δρόμο τ᾽ άλογα και στα λουριά στρωθήκαν. 475
Κι εκείνοι οι δυο τους ξανασίμωσαν με λυσσασμένη αμάχη·
μα πάλε ο Σαρπηδόνας λάθεψε με το λαμπρό κοντάρι,
και πέρασε ο χαλός στου Πάτροκλου τον ζερβόν ώμο απάνω,
δίχως ν᾽ αγγίξει· τότε ο Πάτροκλος χιμάει με τη σειρά του,
και το κοντάρι από το χέρι του δεν έφυγε του κάκου, 480
μόν᾽ πέτυχε η καρδιά όπου βρίσκεται ζωσμένη απ᾽ τ᾽ άλλα σπλάχνα·
κι αυτός σωριάστη, όπως σωριάζεται γιά δρυς γιά λεύκα χάμω
γιά πεύκο τρισμεγάλο, πού ᾽κοψαν πα στα βουνά οι μαστόροι
με τα νιοτρόχιστα τσεκούρια τους, καρένα να το κάνουν·
όμοια κι αυτός ομπρός στο αμάξι του και στ᾽ άλογα ξαπλώθη 485
βρουχιώντας, με τα νύχια ξύνοντας τη ματωμένη σκόνη.
Σαρπηδὼν δ᾽ ὡς οὖν ἴδ᾽ ἀμιτροχίτωνας ἑταίρους
χέρσ᾽ ὕπο Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαμέντας, 420
κέκλετ᾽ ἄρ᾽ ἀντιθέοισι καθαπτόμενος Λυκίοισιν·
«αἰδώς, ὦ Λύκιοι· πόσε φεύγετε; νῦν θοοὶ ἔστε.
ἀντήσω γὰρ ἐγὼ τοῦδ᾽ ἀνέρος, ὄφρα δαείω
ὅς τις ὅδε κρατέει καὶ δὴ κακὰ πολλὰ ἔοργε
Τρῶας, ἐπεὶ πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶν γούνατ᾽ ἔλυσεν.» 425
Ἦ ῥα, καὶ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε.
Πάτροκλος δ᾽ ἑτέρωθεν, ἐπεὶ ἴδεν, ἔκθορε δίφρου.
οἱ δ᾽ ὥς τ᾽ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι
πέτρῃ ἐφ᾽ ὑψηλῇ μεγάλα κλάζοντε μάχωνται,
ὣς οἱ κεκλήγοντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὄρουσαν. 430
τοὺς δὲ ἰδὼν ἐλέησε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω,
Ἥρην δὲ προσέειπε κασιγνήτην ἄλοχόν τε·
«ὤ μοι ἐγών, ὅ τέ μοι Σαρπηδόνα, φίλτατον ἀνδρῶν,
μοῖρ᾽ ὑπὸ Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαμῆναι.
διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε φρεσὶν ὁρμαίνοντι, 435
ἤ μιν ζωὸν ἐόντα μάχης ἄπο δακρυοέσσης
θείω ἀναρπάξας Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ,
ἦ ἤδη ὑπὸ χερσὶ Μενοιτιάδαο δαμάσσω.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη·
«αἰνότατε Κρονίδη, ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες. 440
ἄνδρα θνητὸν ἐόντα, πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ,
ἂψ ἐθέλεις θανάτοιο δυσηχέος ἐξαναλῦσαι;
ἔρδ᾽· ἀτὰρ οὔ τοι πάντες ἐπαινέομεν θεοὶ ἄλλοι.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
αἴ κε ζὼν πέμψῃς Σαρπηδόνα ὅνδε δόμονδε, 445
φράζεο μή τις ἔπειτα θεῶν ἐθέλῃσι καὶ ἄλλος
πέμπειν ὃν φίλον υἱὸν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης·
πολλοὶ γὰρ περὶ ἄστυ μέγα Πριάμοιο μάχονται
υἱέες ἀθανάτων, τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις.
ἀλλ᾽ εἴ τοι φίλος ἐστί, τεὸν δ᾽ ὀλοφύρεται ἦτορ, 450
ἤτοι μέν μιν ἔασον ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ
χέρσ᾽ ὕπο Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαμῆναι·
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τόν γε λίπῃ ψυχή τε καὶ αἰών,
πέμπειν μιν Θάνατόν τε φέρειν καὶ νήδυμον Ὕπνον,
εἰς ὅ κε δὴ Λυκίης εὐρείης δῆμον ἵκωνται, 455
ἔνθα ἑ ταρχύσουσι κασίγνητοί τε ἔται τε
τύμβῳ τε στήλῃ τε· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
αἱματοέσσας δὲ ψιάδας κατέχευεν ἔραζε
παῖδα φίλον τιμῶν, τόν οἱ Πάτροκλος ἔμελλε 460
φθίσειν ἐν Τροίῃ ἐριβώλακι, τηλόθι πάτρης.
Οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
ἔνθ᾽ ἤτοι Πάτροκλος ἀγακλειτὸν Θρασύμηλον,
ὅς ῥ᾽ ἠῢς θεράπων Σαρπηδόνος ἦεν ἄνακτος,
τὸν βάλε νείαιραν κατὰ γαστέρα, λῦσε δὲ γυῖα. 465
Σαρπηδὼν δ᾽ αὐτοῦ μὲν ἀπήμβροτε δουρὶ φαεινῷ
δεύτερον ὁρμηθείς, ὁ δὲ Πήδασον οὔτασεν ἵππον
ἔγχεϊ δεξιὸν ὦμον· ὁ δ᾽ ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων,
κὰδ δὲ πέσ᾽ ἐν κονίῃσι μακών, ἀπὸ δ᾽ ἔπτατο θυμός.
τὼ δὲ διαστήτην, κρίκε δὲ ζυγόν, ἡνία δέ σφι 470
σύγχυτ᾽, ἐπεὶ δὴ κεῖτο παρήορος ἐν κονίῃσι.
τοῖο μὲν Αὐτομέδων δουρικλυτὸς εὕρετο τέκμωρ·
σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ,
ἀΐξας ἀπέκοψε παρήορον οὐδὲ μάτησε·
τὼ δ᾽ ἰθυνθήτην, ἐν δὲ ῥυτῆρσι τάνυσθεν· 475
τὼ δ᾽ αὖτις συνίτην ἔριδος πέρι θυμοβόροιο.
Ἔνθ᾽ αὖ Σαρπηδὼν μὲν ἀπήμβροτε δουρὶ φαεινῷ,
Πατρόκλου δ᾽ ὑπὲρ ὦμον ἀριστερὸν ἤλυθ᾽ ἀκωκὴ
ἔγχεος, οὐδ᾽ ἔβαλ᾽ αὐτόν· ὁ δ᾽ ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ
Πάτροκλος· τοῦ δ᾽ οὐχ ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός, 480
ἀλλ᾽ ἔβαλ᾽ ἔνθ᾽ ἄρα τε φρένες ἔρχαται ἀμφ᾽ ἁδινὸν κῆρ.
ἤριπε δ᾽ ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωΐς,
ἠὲ πίτυς βλωθρή, τήν τ᾽ οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες
ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήϊον εἶναι·
ὣς ὁ πρόσθ᾽ ἵππων καὶ δίφρου κεῖτο τανυσθείς, 485
βεβρυχώς, κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης.