Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 15 στ. 442-513
Είπε, κι αυτός τα λόγια του άκουσε και τρέχει ευτύς κοντά του·
το σαϊτολόγο μες στα χέρια του και το δοξάρι εκράτει
το λυγερό, και πήρε κι έριχνε βροχή στους Τρώες απάνω.
Και βρήκε πρώτα του Πεισήνορα το γιο τον ψυχωμένο, 445
τον Κλείτο, πού ᾽χε ο Πολυδάμαντας, ο γιος του Πάνθου, ακράνη,
τα νιόλουρα ως κρατούσε κι έβλεπε μονάχα τ᾽ άλογά του,
που τά ᾽ριχνε όπου ανακατώνουνταν τα πιο πολλά φουσάτα,
στους Τρώες για χάρη και στον Έχτορα· μα το κακό τον βρήκε
μεμιάς, κι ουδέ κανείς τον γλίτωσε, κι ας το λαχτάρουν τόσο· 450
τι ήρθε η σαγίτα και τον κάρφωσε στο σβέρκο η φαρμακούσα·
κι από το αμάξι εκατρακύλησε, και τ᾽ άτια εκάμαν πίσω,
με βρόντο το άδειο αμάξι σέρνοντας· κι ευτύς ο Πολυδάμας,
ως τά ᾽δε πού ᾽φευγαν, επρόφταξε και στάθηκε μπροστά τους,
και στον Αστύνοο τα παράδωσε, το γιο του Προτιώνα· 455
κι αφού τον πρόσταξε να γνοιάζεται, πλάι του να τά ᾽χει πάντα
τ᾽ άλογα, αυτός γυρνώντας έσμιξε τους μπροστομάχους πάλε.
Κι ο Τεύκρος βγάζει για τον Έχτορα το χαλκοκράνη κι άλλη
σαγίτα, κι έτσι τέλος θά ᾽δινε στη μάχη ομπρός στα πλοία,
αν τη ζωή χτυπώντας τού ᾽παιρνε στην αντριγιά του απάνω. 460
Μα το βαθύ μυαλό δεν ξέφυγε του Δία που τον γνοιαζόταν
τον Έχτορα, και δεν την έδωσε στον Τεύκρο τέτοια δόξα·
του σπάει την κόρδα την καλόστριφτη στο αλάθευτο δοξάρι,
ως το τραβούσε, κι η χαλκόβαρη σαγίτα ξεστρατίζει
και φεύγει πέρα, και του ξέφυγε το τόξο από τα χέρια. 465
Κι ο Τεύκρος πάγωσε, και μίλησε γυρνώντας του αδερφού του:
«Ωχού, κάποιος θεός τον κάθε μας σκοπό στη μάχη απάνω
μάς τον ζαβώνει, τι μου τίναξε το τόξο από το χέρι
τη νιοστριμμένη κόρδα σπάζοντας, που το πουρνό την είχα
στεριώσει, στις πυκνές που θά ᾽ριχνα σαγίτες να βαστήξει.» 470
Κι ο μέγας Αίαντας του αποκρίθηκεν, ο γιος του Τελαμώνα:
«Καλέ μου, το δοξάρι σου άφησε και τις πολλές σαγίτες,
με τους Αργίτες μια και τά ᾽βαλε θεός και μας ζαβώνει.
Πάρε στα χέρια το κοντάρι σου, στον ώμο το σκουτάρι,
και χύσου απά στους Τρώες χτυπώντας τους, και σπρώχνε και τους άλλους· 475
κι αν μας νικήσαν, όμως άμαχα μη μας τα πάρουν τώρα
τα γρήγορα άρμενα· να δείξουμε καιρός την αντριγιά μας!»
Είπε, και κείνος το δοξάρι του μες στο καλύβι αφήνει,
το τετραβόδινο σκουτάρι του περνάει στους ώμους γύρα,
και στο γερό κεφάλι του έβαλε καλοφτιασμένο κράνος, 480
κι άγρια ψηλά από πάνω ανέμιζεν η φούντα του η αλογίσια.
Το δυνατό κοντάρι του άρπαξε, περίσσια ακονισμένο,
κι έτσι κινάει και φεύγει τρέχοντας και πλάι στον Αίαντα στέκει.
Κι ο μέγας Έχτορας, ως ξέκρινε να σπάει του Τεύκρου η κόρδα,
σέρνει φωνή τους Τρώες γκαρδιώνοντας και τους Λυκιώτες όλους: 485
«Τρώες και Λυκιώτες κι όλοι οι Δάρδανοι, τρανοί κονταρομάχοι,
άντρες σταθείτε, ορθή κρατάτε τη της αντριγιάς τη φλόγα
εδώ στα βαθουλά πλεούμενα· τι με τα μάτια μου είδα
κάποιον τρανό που ο Δίας τού εχάλασε νά τώρα τη σαγίτα.
Ο Δίας βοηθός σαν έρχεται, εύκολα το καλοξεχωρίζεις, 490
και πότε δόξα δίνει αθάνατη σε κάποιους, άλλους πάλε
να παρατήσει λέει, και χάνουνται και δεν τους διαφεντεύει.
Νά τώρα εμάς συντρέχει κι έκοψε τη φόρα απ᾽ τους Αργίτες.
Όλοι μαζί λοιπόν χτυπάτε τους στα πλοία μπροστά, κι αν κάποιος
από κοντάρι βρει το θάνατο γιά από σαγίτα τώρα, 495
ας πέσει· αξίζει διαφεντεύοντας το πατρικό του χώμα
να πέσει· τα παιδιά του εγλίτωσαν και το ακριβό του ταίρι,
κι έμεινε απείραχτο το σπίτι του κι ο γονικός του ο κλήρος,
αν μπουν οι Αργίτες στα καραβιά τους και γείρουν στην πατρίδα.»
Αυτά ειπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους. 500
Κι ο Αίαντας απ᾽ την άλλη εγκάρδιωνε μιλώντας στους δικούς του:
«Ντροπής, Αργίτες, γιά χανόμαστε γιά και γλιτώνουμε όλοι
την ώρα αυτή, τη μαύρη αν διώξουμε φοβέρα απ᾽ τα καράβια.
Ο Έχτορας τώρα αν τα καράβια μας πατήσει, μη θαρρείτε
πως με τα πόδια στην πατρίδα σας θα φτάσετε ένας ένας; 505
Δεν τον ακούτε εσείς τον Έχτορα πώς κράζει και γκαρδιώνει
το ασκέρι του όλο, απά στη λύσσα του να κάψει τα καράβια;
Δεν τους καλνά χορό να στήσουνε, τους λέει να πολεμήσουν.
Άλλο δεν έχουμε καλύτερο κι εμείς παρά μαζί τους
στήθος με στήθος να παλέψουμε και νά ᾽ρθουμε στα χέρια. 510
Κάλλιο, ζωή μάς μένει ή θάνατος, να ιδούμε μια για πάντα,
παρά να τυραννιόμαστε άδικα μες σε σφαγές και μάχες,
χρόνια πολλά πλάι στα καράβια μας από αχαμνότερούς μας.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δὲ ξυνέηκε, θέων δέ οἱ ἄγχι παρέστη,
τόξον ἔχων ἐν χειρὶ παλίντονον ἠδὲ φαρέτρην
ἰοδόκον· μάλα δ᾽ ὦκα βέλεα Τρώεσσιν ἐφίει.
καί ῥ᾽ ἔβαλε Κλεῖτον, Πεισήνορος ἀγλαὸν υἱόν, 445
Πουλυδάμαντος ἑταῖρον, ἀγαυοῦ Πανθοΐδαο,
ἡνία χερσὶν ἔχοντα· ὁ μὲν πεπόνητο καθ᾽ ἵππους·
τῇ γὰρ ἔχ᾽ ᾗ ῥα πολὺ πλεῖσται κλονέοντο φάλαγγες,
Ἕκτορι καὶ Τρώεσσι χαριζόμενος· τάχα δ᾽ αὐτῷ
ἦλθε κακόν, τό οἱ οὔ τις ἐρύκακεν ἱεμένων περ. 450
αὐχένι γάρ οἱ ὄπισθε πολύστονος ἔμπεσεν ἰός·
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, ὑπερώησαν δέ οἱ ἵπποι
κείν᾽ ὄχεα κροτέοντες. ἄναξ δ᾽ ἐνόησε τάχιστα
Πουλυδάμας, καὶ πρῶτος ἐναντίος ἤλυθεν ἵππων.
τοὺς μὲν ὅ γ᾽ Ἀστυνόῳ Προτιάονος υἱέϊ δῶκε, 455
πολλὰ δ᾽ ἐπότρυνε σχεδὸν ἴσχειν εἰσορόωντα
ἵππους· αὐτὸς δ᾽ αὖτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη.
Τεῦκρος δ᾽ ἄλλον ὀϊστὸν ἐφ᾽ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ
αἴνυτο, καί κεν ἔπαυσε μάχης ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν,
εἴ μιν ἀριστεύοντα βαλὼν ἐξείλετο θυμόν. 460
ἀλλ᾽ οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν νόον, ὅς ῥ᾽ ἐφύλασσεν
Ἕκτορ᾽, ἀτὰρ Τεῦκρον Τελαμώνιον εὖχος ἀπηύρα,
ὅς οἱ ἐϋστρεφέα νευρὴν ἐν ἀμύμονι τόξῳ
ῥῆξ᾽ ἐπὶ τῷ ἐρύοντι· παρεπλάγχθη δέ οἱ ἄλλῃ
ἰὸς χαλκοβαρής, τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός. 465
Τεῦκρος δ᾽ ἐρρίγησε, κασίγνητον δὲ προσηύδα·
«ὢ πόποι, ἦ δὴ πάγχυ μάχης ἐπὶ μήδεα κείρει
δαίμων ἡμετέρης, ὅ τέ μοι βιὸν ἔκβαλε χειρός,
νευρὴν δ᾽ ἐξέρρηξε νεόστροφον, ἣν ἐνέδησα
πρώϊον, ὄφρ᾽ ἀνέχοιτο θαμὰ θρῴσκοντας ὀϊστούς.» 470
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα μέγας Τελαμώνιος Αἴας·
«ὦ πέπον, ἀλλὰ βιὸν μὲν ἔα καὶ ταρφέας ἰοὺς
κεῖσθαι, ἐπεὶ συνέχευε θεὸς Δαναοῖσι μεγήρας·
αὐτὰρ χερσὶν ἑλὼν δολιχὸν δόρυ καὶ σάκος ὤμῳ
μάρναό τε Τρώεσσι καὶ ἄλλους ὄρνυθι λαούς. 475
μὴ μὰν ἀσπουδί γε δαμασσάμενοί περ ἕλοιεν
νῆας ἐϋσσέλμους, ἀλλὰ μνησώμεθα χάρμης.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽αὖ τόξον μὲν ἐνὶ κλισίῃσιν ἔθηκεν,
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι σάκος θέτο τετραθέλυμνον,
κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν 480
ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν·
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ,
βῆ δ᾽ ἰέναι, μάλα δ᾽ ὦκα θέων Αἴαντι παρέστη.
Ἕκτωρ δ᾽ ὡς εἶδεν Τεύκρου βλαφθέντα βέλεμνα,
Τρωσί τε καὶ Λυκίοισιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας· 485
«Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταί,
ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς
νῆας ἀνὰ γλαφυράς· δὴ γὰρ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν
ἀνδρὸς ἀριστῆος Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα.
ῥεῖα δ᾽ ἀρίγνωτος Διὸς ἀνδράσι γίγνεται ἀλκή, 490
ἠμὲν ὁτέοισιν κῦδος ὑπέρτερον ἐγγυαλίξῃ,
ἠδ᾽ ὅτινας μινύθῃ τε καὶ οὐκ ἐθέλῃσιν ἀμύνειν,
ὡς νῦν Ἀργείων μινύθει μένος, ἄμμι δ᾽ ἀρήγει.
ἀλλὰ μάχεσθ᾽ ἐπὶ νηυσὶν ἀολλέες· ὃς δέ κεν ὑμέων
βλήμενος ἠὲ τυπεὶς θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ, 495
τεθνάτω· οὔ οἱ ἀεικὲς ἀμυνομένῳ περὶ πάτρης
τεθνάμεν· ἀλλ᾽ ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες ὀπίσσω,
καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος, εἴ κεν Ἀχαιοὶ
οἴχωνται σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.»
Ὣς εἰπὼν ὤτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου. 500
Αἴας δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἐκέκλετο οἷς ἑτάροισιν·
«αἰδώς, Ἀργεῖοι· νῦν ἄρκιον ἢ ἀπολέσθαι
ἠὲ σαωθῆναι καὶ ἀπώσασθαι κακὰ νηῶν.
ἦ ἔλπεσθ᾽, ἢν νῆας ἕλῃ κορυθαίολος Ἕκτωρ,
ἐμβαδὸν ἵξεσθαι ἣν πατρίδα γαῖαν ἕκαστος; 505
ἦ οὐκ ὀτρύνοντος ἀκούετε λαὸν ἅπαντα
Ἕκτορος, ὃς δὴ νῆας ἐνιπρῆσαι μενεαίνει;
οὐ μὰν ἔς γε χορὸν κέλετ᾽ ἐλθέμεν, ἀλλὰ μάχεσθαι.
ἡμῖν δ᾽ οὔ τις τοῦδε νόος καὶ μῆτις ἀμείνων,
ἢ αὐτοσχεδίῃ μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε. 510
βέλτερον, ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι,
ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι
ὧδ᾽ αὔτως παρὰ νηυσὶν ὑπ᾽ ἀνδράσι χειροτέροισιν.»