Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 455-525
Είπε, κι ο Δήφοβος διχόγνωμος αναρωτήθη τότε, 455
πίσω να στρέψει, στους αντρόκαρδους τους Τρώες, να βρεί κανένα
μαζί του να τον πάρει σύντροφο, γιά να χυθεί μονάχος.
Κι αυτό τού εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι,
να τρέξει στον Αινεία· τον πέτυχε να στέκει από τους άλλους
μακριά, στερνός, τι ο αρχοντογέννητος ο Πρίαμος την αντρειά του 460
δεν την τιμούσε όπως της άξιζε, και χόλιαζε μαζί του.
Κι ως ήρθε ομπρός του, με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Αινεία, των Τρώων ρηγάρχη, πρόφτασε νά τώρα το γαμπρό σου
να διαφεντέψεις, αν σου κόστισε στ᾽ αλήθεια ο σκοτωμός του.
Έλα μαζί να διαφεντέψουμε του Αλκάθοου το κουφάρι· 465
σ᾽ είχε κουνιάδο και σε ανάστησε, μικρό παιδί σαν ήσουν,
και τώρα ο Ιδομενέας τον σκότωσε, τρανός κονταρομάχος.»
Είπε, και την καρδιά συντάραξε μέσα στου Αινεία τα στήθη,
κι ευτύς κινάει διψώντας πόλεμο, το Δομενέα να σμίξει·
μ᾽ αυτός, καθώς παιδάκι ανήλικο δεν τό ᾽βαλε στα πόδια, 470
μόνο στεκόταν και τον πρόσμενε, καθώς βουνίσιος κάπρος,
που πλήθος κυνηγοί χουγιάζοντας σ᾽ ερημοτόπι ζώνουν,
κι αυτός δε χάνει το κουράγιο του, μόν᾽ στέκεται· κι η ράχη
τού αναχαιντρώνεται, τα μάτια του πετούν φωτιές, και τρίζει
τα δόντια του, να διώξει θέλοντας κι αγριμολόους και σκύλους· 475
παρόμοια ο Ιδομενέας ο αντρόκαρδος δεν έκανε να φύγει
μπρος στον Αινεία που ερχόταν τρέχοντας, μόν᾽ κράζει τους συντρόφους,
τον Αφαρέα και τον Ασκάλαφο και το Μηριόνη ως είδε,
το Δήπυρο και τον Αντίλοχο, τους γαύρους πολεμάρχους·
και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα, κουράγιο δίνοντάς τους: 480
«Μονάχος είμαι, χέρι δώστε μου, συντρόφοι, τι φοβούμαι
μπρος στον Αινεία το γοργοπόδαρο, που απάνω μου χιμίζει.
Με την αντρειά του πλήθος δύνεται στη μάχη να σκοτώσει·
πα στον ανθό της είναι η νιότη του και πλήθια η δύναμή της.
Τα ίδια τα χρόνια ας ήταν νά ᾽χαμε, με την καρδιά την ίδια, 485
και ποιός το ξέρει ποιός θα κέρδιζε, γιά αυτός γιά εγώ, τη νίκη!»
Αυτά ειπε, κι όλοι αυτοί ως τον άκουσαν, με μια καρδιά στα στήθη,
δίπλα του παν και στέκουν, γέρνοντας στους ώμους τα σκουτάρια.
Κι από την άλλη ο Αινείας εφώναξε τους σύντροφους κοντά του,
το Δήφοβο και τον Αντήνορα θωρώντας και τον Πάρη· 490
τι όμοια κι αυτοί τους Τρώες ρηγάδευαν, και πίσω τους φουσάτα
τούς ακλουθούσαν, ως τα πρόβατα ξοπίσω απ᾽ τον προλάτη,
απ᾽ τη βοσκή ως τραβούν για πότισμα, και χαίρεται ο τσοπάνης·
παρόμοια κι η καρδιά αναγάλλιασε μέσα στου Αινεία τα στήθη,
πλήθος φουσάτα ως είδε πίσω του να ξεκινούν μαζί του. 495
Και τότε στον Αλκάθο ολόγυρα ζυγώνοντας χυθήκαν
κρατώντας τα μακριά κοντάρια τους, κι άγρια ο χαλκός αχούσε
γύρω στα στήθη, όπως σημάδευαν ο ένας του αλλού στο πλήθος.
Μα δυο πολέμαρχοι ξεχώριζαν με την περίσσια αντρειά τους,
ο Αινείας κι ο Ιδομενέας, και γύρευαν, παρόμοιοι με τον Άρη, 500
ο ένας τον άλλο με το ανέσπλαχνο κοντάρι να λαβώσει.
Πρόφτασε ο Αινείας και πρώτος έριξε του Ιδομενέα, μα εκείνος
το χάλκινο κοντάρι εξέφυγε θωρώντας το απαντίκρυ·
κι εκείνο προσπερνώντας χώθηκε σεινάμενο στο χώμα,
του κάκου από του Αινεία τ᾽ αδάμαστα ξετιναγμένο χέρια. 505
Ωστόσο τον Οινόμαο πέτυχεν ο Ιδομενέας στ᾽ αφάλι,
κι ως έσπασε ο χαλκός το θώρακα, μες στ᾽ άντερά του εχώθη,
κι αυτός στη γη σωριάστη σφίγγοντας το χώμα στις παλάμες.
Κι ο Ιδομενέας το μακρογίσκιωτο κοντάρι ανατραβούσε
απ᾽ το νεκρό, μ᾽ από τους ώμους του δεν μπόρεσε να βγάλει 510
την ώρια αρματωσιά, τι τού ᾽ριχναν ολούθε γύρα οι Τρώες·
τι στέρια τώρα πια δεν τά ᾽νιωθε τα πόδια για γιουρούσι,
γιά να χυθεί μπροστά ως κοντάρεψε, γιά κι άλλον να ξεφύγει·
στήθος με στήθος κι αν εμάχουνταν και γλίτωνε του Χάρου,
μα δεν τον φέρναν πια τα πόδια του γοργά απ᾽ τη μάχη αλάργα. 515
Και βήμα βήμα ως πισωπόδιζε, με αστραφτερό τού ρίχνει
κοντάρι ο Δήφοβος· τι ασίγαστο θυμό τού εκράτειε πάντα.
Μ᾽ αντί για τούτον, τον Ασκάλαφο, του Άρη το γιο, καρφώνει,
και το βαρύ κοντάρι επρόβαλε πίσω μεριά απ᾽ τον ώμο,
κι αυτός στη γη σωριάστη σφίγγοντας το χώμα στις παλάμες. 520
Μ᾽ ακόμα ο δυνατός, βροντόλαλος δε θα το μάθαινε Άρης,
νεκρός στο ανήμερο αντροπάλεμα πως έπεσεν ο γιος του·
στον Όλυμπο, κάτω από σύγνεφα χρυσομαργελωμένα
καθόταν, απ᾽ του Δία το θέλημα δεμένος, όπου κι οι άλλοι
αθάνατοι θεοί απ᾽ τον πόλεμο μακριά κλεισμένοι εμέναν. 525
Ὣς φάτο, Δηΐφοβος δὲ διάνδιχα μερμήριξεν, 455
ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων
ἂψ ἀναχωρήσας, ἦ πειρήσαιτο καὶ οἶος.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
βῆναι ἐπ᾽ Αἰνείαν· τὸν δ᾽ ὕστατον εὗρεν ὁμίλου
ἑσταότ᾽· αἰεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ, 460
οὕνεκ᾽ ἄρ᾽ ἐσθλὸν ἐόντα μετ᾽ ἀνδράσιν οὔ τι τίεσκεν.
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Αἰνεία, Τρώων βουληφόρε, νῦν σε μάλα χρὴ
γαμβρῷ ἀμυνέμεναι, εἴ πέρ τί σε κῆδος ἱκάνει.
ἀλλ᾽ ἕπευ, Ἀλκαθόῳ ἐπαμύνομεν, ὅς σε πάρος γε 465
γαμβρὸς ἐὼν ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα·
τὸν δέ τοι Ἰδομενεὺς δουρικλυτὸς ἐξενάριξεν.»
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε,
βῆ δὲ μετ᾽ Ἰδομενῆα μέγα πτολέμοιο μεμηλώς.
ἀλλ᾽ οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε τηλύγετον ὥς, 470
ἀλλ᾽ ἔμεν᾽, ὡς ὅτε τις σῦς οὔρεσιν ἀλκὶ πεποιθώς,
ὅς τε μένει κολοσυρτὸν ἐπερχόμενον πολὺν ἀνδρῶν
χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ, φρίσσει δέ τε νῶτον ὕπερθεν·
ὀφθαλμὼ δ᾽ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον· αὐτὰρ ὀδόντας
θήγει, ἀλέξασθαι μεμαὼς κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας· 475
ὣς μένεν Ἰδομενεὺς δουρικλυτός, οὐδ᾽ ὑπεχώρει,
Αἰνείαν ἐπιόντα βοηθόον· αὖε δ᾽ ἑταίρους,
Ἀσκάλαφόν τ᾽ ἐσορῶν Ἀφαρῆά τε Δηΐπυρόν τε
Μηριόνην τε καὶ Ἀντίλοχον, μήστωρας ἀϋτῆς·
τοὺς ὅ γ᾽ ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 480
«δεῦτε, φίλοι, καί μ᾽ οἴῳ ἀμύνετε· δείδια δ᾽ αἰνῶς
Αἰνείαν ἐπιόντα πόδας ταχύν, ὅς μοι ἔπεισιν,
ὃς μάλα καρτερός ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν·
καὶ δ᾽ ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον.
εἰ γὰρ ὁμηλικίη γε γενοίμεθα τῷδ᾽ ἐπὶ θυμῷ, 485
αἶψά κεν ἠὲ φέροιτο μέγα κράτος, ἠὲ φεροίμην.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες
πλησίοι ἔστησαν, σάκε᾽ ὤμοισι κλίναντες.
Αἰνείας δ᾽ ἑτέρωθεν ἐκέκλετο οἷς ἑτάροισι,
Δηΐφοβόν τε Πάριν τ᾽ ἐσορῶν καὶ Ἀγήνορα δῖον, 490
οἵ οἱ ἅμ᾽ ἡγεμόνες Τρώων ἔσαν· αὐτὰρ ἔπειτα
λαοὶ ἕπονθ᾽, ὡς εἴ τε μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα
πιόμεν᾽ ἐκ βοτάνης· γάνυται δ᾽ ἄρα τε φρένα ποιμήν·
ὣς Αἰνείᾳ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι γεγήθει,
ὡς ἴδε λαῶν ἔθνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ. 495
Οἱ δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀλκαθόῳ αὐτοσχεδὸν ὡρμήθησαν
μακροῖσι ξυστοῖσι· περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς
σμερδαλέον κονάβιζε τιτυσκομένων καθ᾽ ὅμιλον
ἀλλήλων· δύο δ᾽ ἄνδρες ἀρήϊοι ἔξοχον ἄλλων,
Αἰνείας τε καὶ Ἰδομενεύς, ἀτάλαντοι Ἄρηϊ, 500
ἵεντ᾽ ἀλλήλων ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ.
Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Ἰδομενῆος·
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος,
αἰχμὴ δ᾽ Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης
ᾤχετ᾽, ἐπεί ῥ᾽ ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν. 505
Ἰδομενεὺς δ᾽ ἄρα Οἰνόμαον βάλε γαστέρα μέσσην,
ῥῆξε δὲ θώρηκος γύαλον, διὰ δ᾽ ἔντερα χαλκὸς
ἤφυσ᾽· ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.
Ἰδομενεὺς δ᾽ ἐκ μὲν νέκυος δολιχόσκιον ἔγχος
ἐσπάσατ᾽, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτ᾽ ἄλλα δυνήσατο τεύχεα καλὰ 510
ὤμοιιν ἀφελέσθαι· ἐπείγετο γὰρ βελέεσσιν.
οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἔμπεδα γυῖα ποδῶν ἦν ὁρμηθέντι,
οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἐπαΐξαι μεθ᾽ ἑὸν βέλος οὔτ᾽ ἀλέασθαι.
τῶ ῥα καὶ ἐν σταδίῃ μὲν ἀμύνετο νηλεὲς ἦμαρ,
τρέσσαι δ᾽ οὐκέτι ῥίμφα πόδες φέρον ἐκ πολέμοιο. 515
τοῦ δὲ βάδην ἀπιόντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ
Δηΐφοβος· δὴ γάρ οἱ ἔχεν κότον ἐμμενὲς αἰεί.
ἀλλ᾽ ὅ γε καὶ τόθ᾽ ἅμαρτεν, ὁ δ᾽ Ἀσκάλαφον βάλε δουρί,
υἱὸν Ἐνυαλίοιο· δι᾽ ὤμου δ᾽ ὄβριμον ἔγχος
ἔσχεν· ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ. 520
οὐδ᾽ ἄρα πώ τι πέπυστο βριήπυος ὄβριμος Ἄρης
υἷος ἑοῖο πεσόντος ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ ἄκρῳ Ὀλύμπῳ ὑπὸ χρυσέοισι νέφεσσιν
ἧστο, Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος, ἔνθα περ ἄλλοι
ἀθάνατοι θεοὶ ἦσαν ἐεργόμενοι πολέμοιο. 525