Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 10 στ. 465-511
Είπε, και πάνω απ᾽ το κεφάλι του ψηλά τα κούρσα ασκώνει 465
και σε αρμυρίχι τά ᾽κρυψε, άσφαλτο σημάδι βάζοντάς τους
καλάμια, πού ᾽δεσε στα σύχλωρα του αρμυριχιού κλωνάρια,
μην τα λαθέψουν μες στην άφωτη γοργή νυχτιά, γυρνώντας.
Μετά τραβούσαν μέσα απ᾽ άρματα, μέσα από μαύρον αίμα,
κι ευτύς σε λίγο στους βαρδιάτορες των Θρακιωτών εφτάσαν. 470
Κι αυτοί εκοιμόνταν απ᾽ τον κάματο βαλαντωμένοι, κι είχαν
πλάι τους στη γη τα ώρια τους άρματα με τάξη απιθωμένα
σε τρεις σειρές, και δίπλα του άλογα ζευγάρι ειχε ο καθένας.
Στη μέση τους ο Ρήσος ύπνωνε, και τα γοργά φαριά του
πλάι του είχε δέσει, από το αμάξι του, στον κάτω κάτω γύρο. 475
Κι ως πρώτος ο Οδυσσέας τον ξέκρινε, τον δείχνει του Διομήδη:
«Διομήδη, τούτος είναι, κοίταξε, και τούτα τ᾽ άλογά του·
γι᾽ αυτά μάς μίλησεν ο Δόλωνας, που έχουμε εμείς σκοτώσει.
Ομπρός, καιρός την αντρειοσύνη σου να δείξεις· δε σου πρέπει
έτσι με τ᾽ άρματα ανωφέλευτος να στέκεις· τ᾽ άτια λύσε, 480
γιά αρχίνα τη σφαγή, και τ᾽ άλογα θα τα φροντίσω ατός μου.»
Αυτά ειπε, κι η Αθηνά η γλαυκόματη τον γέμισε κουράγιο
κι έσφαζε ολόγυρα· και γόζουνταν ολούθε οι χτυπημένοι
απ᾽ το σπαθί του· και κοκκίνιζε το χώμα από το γαίμα.
Πώς σε κοπάδια ξάφνου αφύλαχτα χιμίζει απάνω λιόντας, 485
γίδια γιά πρόβατα, και ρίχνεται κακιά γιομάτος λύσσα·
παρόμοια κι ο Διομήδης χύθηκε πα στους Θρακιώτες τότε,
κι έσφαξε δώδεκα· και πίσω του στεκόταν ο Οδυσσέας
ο μυαλωμένος, κι όποιον έσφαζε με το σπαθί του εκείνος,
απ᾽ το ποδάρι αυτός τον άρπαζε και τον τραβούσε πέρα· 490
τι λόγιαζε στο νου τα ωριότριχα πώς θα περνούσαν άτια
με δίχως κόπο, κι ουδέ θά ᾽νιωθαν τρομάρα δρασκελώντας
τόσα κουφάρια, τι ήταν άμαθα μαθές στα τέτοια ακόμα.
Μα σύντας ζύγωσε το ρήγα τους ―και δώδεκα ειχε ως τώρα
σκοτώσει Θράκες― τη μελόγλυκια ζωή μεμιάς του επήρε, 495
καθώς βογγούσε, τι τον παίδευε βαρύς βραχνάς τη νύχτα,
του Οινέα το αγγόνι, μες στον ύπνο του, που τού ᾽στειλε η Παλλάδα.
Τότε ο Οδυσσέας ο καρτερόψυχος λύνει απ᾽ τ᾽ αμάξι τ᾽ άτια,
μετά τα δένει με τα νιόλουρα κι έξω μακριά τα σέρνει
κεντρίζοντάς τα με το τόξο του, τι αστόχησε να πάρει, 500
από το αμάξι τ᾽ ωριοπλούμιστο το λαμπερό μαστίγι.
Και του Διομήδη εσφύριξε έπειτα, σημάδι δίνοντάς του.
Αυτός, ασάλευτος, λογάριαζε την πιο τρανή να κάνει
αποκοτιά: συρτό, συνάρματο το αμάξι απ᾽ το τιμόνι
να το τραβήξει, γιά στα χέρια του ψηλά να το σηκώσει, 505
γιά να σκοτώσει ακόμα πιότερους εκεί μπροστά Θρακιώτες;
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του, νά τη η Αθηνά που φτάνει,
και στο θεϊκό Διομήδη στέκοντας σιμά, τον αρμηνεύει:
«Γιε του Τυδέα του λιονταρόκαρδου, το γυρισμό στοχάσου,
στα βαθουλά μη γείρεις άρμενα κυνηγημένος πίσω, 510
άλλος αν τύχει απ᾽ τους αθάνατους τους Τρώες να ξεσηκώσει.»
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, καὶ ἀπὸ ἕθεν ὑψόσ᾽ ἀείρας 465
θῆκεν ἀνὰ μυρίκην· δέελον δ᾽ ἐπὶ σῆμά τ᾽ ἔθηκε,
συμμάρψας δόνακας μυρίκης τ᾽ ἐριθηλέας ὄζους,
μὴ λάθοι αὖτις ἰόντε θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν.
τὼ δὲ βάτην προτέρω διά τ᾽ ἔντεα καὶ μέλαν αἷμα,
αἶψα δ᾽ ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν τέλος ἷξον ἰόντες. 470
οἱ δ᾽ εὗδον καμάτῳ ἀδηκότες, ἔντεα δέ σφιν
καλὰ παρ᾽ αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο εὖ κατὰ κόσμον
τριστοιχί· παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι.
Ῥῆσος δ᾽ ἐν μέσῳ εὗδε, παρ᾽ αὐτῷ δ᾽ ὠκέες ἵπποι
ἐξ ἐπιδιφριάδος πυμάτης ἱμᾶσι δέδεντο. 475
τὸν δ᾽ Ὀδυσεὺς προπάροιθεν ἰδὼν Διομήδεϊ δεῖξεν·
«οὗτός τοι, Διόμηδες, ἀνήρ, οὗτοι δέ τοι ἵπποι,
οὓς νῶϊν πίφαυσκε Δόλων, ὃν ἐπέφνομεν ἡμεῖς.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ πρόφερε κρατερὸν μένος· οὐδέ τί σε χρὴ
ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν, ἀλλὰ λύ᾽ ἵππους· 480
ἠὲ σύ γ᾽ ἄνδρας ἔναιρε, μελήσουσιν δ᾽ ἐμοὶ ἵπποι.»
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἔμπνευσε μένος γλαυκῶπις Ἀθήνη,
κτεῖνε δ᾽ ἐπιστροφάδην· τῶν δὲ στόνος ὄρνυτ᾽ ἀεικὴς
ἄορι θεινομένων, ἐρυθαίνετο δ᾽ αἵματι γαῖα.
ὡς δὲ λέων μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών, 485
αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι, κακὰ φρονέων ἐνορούσῃ,
ὣς μὲν Θρήϊκας ἄνδρας ἐπῴχετο Τυδέος υἱός,
ὄφρα δυώδεκ᾽ ἔπεφνεν· ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεὺς
ὅν τινα Τυδεΐδης ἄορι πλήξειε παραστάς,
τὸν δ᾽ Ὀδυσεὺς μετόπισθε λαβὼν ποδὸς ἐξερύσασκε, 490
τὰ φρονέων κατὰ θυμόν, ὅπως καλλίτριχες ἵπποι
ῥεῖα διέλθοιεν μηδὲ τρομεοίατο θυμῷ
νεκροῖς ἐμβαίνοντες· ἀήθεσσον γὰρ ἔτ᾽ αὐτῶν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ βασιλῆα κιχήσατο Τυδέος υἱός,
τὸν τρισκαιδέκατον μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα 495
ἀσθμαίνοντα· κακὸν γὰρ ὄναρ κεφαλῆφιν ἐπέστη
τὴν νύκτ᾽, Οἰνεΐδαο πάϊς, διὰ μῆτιν Ἀθήνης.
τόφρα δ᾽ ἄρ᾽ ὁ τλήμων Ὀδυσεὺς λύε μώνυχας ἵππους,
σὺν δ᾽ ἤειρεν ἱμᾶσι καὶ ἐξήλαυνεν ὁμίλου
τόξῳ ἐπιπλήσσων, ἐπεὶ οὐ μάστιγα φαεινὴν 500
ποικίλου ἐκ δίφροιο νοήσατο χερσὶν ἑλέσθαι·
ῥοίζησεν δ᾽ ἄρα πιφαύσκων Διομήδεϊ δίῳ.
Αὐτὰρ ὁ μερμήριζε μένων ὅ τι κύντατον ἕρδοι,
ἢ ὅ γε δίφρον ἑλών, ὅθι ποικίλα τεύχεα κεῖτο,
ῥυμοῦ ἐξερύοι ἢ ἐκφέροι ὑψόσ᾽ ἀείρας, 505
ἦ ἔτι τῶν πλεόνων Θρῃκῶν ἀπὸ θυμὸν ἕλοιτο.
ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὥρμαινε κατὰ φρένα, τόφρα δ᾽ Ἀθήνη
ἐγγύθεν ἱσταμένη προσέφη Διομήδεα δῖον·
«νόστου δὴ μνῆσαι, μεγαθύμου Τυδέος υἱέ,
νῆας ἔπι γλαφυράς, μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθῃς, 510
μή πού τις καὶ Τρῶας ἐγείρῃσιν θεὸς ἄλλος.»