Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 8 στ. 357-424
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, γυρνώντας αποκρίθη:
«Νά ᾽ταν ετούτος ―πώς θα τό ᾽θελα!― ζωή κι αντρειά να χάσει,
πεσμένος από χέρια αργίτικα στη γη την πατρική του!
Μα τώρα ο κύρης μου φρενιάζοντας κακά στο νου του κλώθει, 360
πίβουλος, φταίχτης πάντα, αμπόδιστρο σ᾽ όποια βουλή κι αν πάρω.
Και δε θυμάται εγώ πως γλίτωσα τόσες φορές το γιο του,
σαν ο Ευρυσθέας με τις αγγάρειες του βαριά τον τυραννούσε;
κι έκλαιγε αυτός στα ουράνια ασκώνοντας την κεφαλή, και μένα
ψηλά απ᾽ τα ουράνια ο Δίας με πρόσταζε βοηθός του να κατέβω. 365
Όμως εγώ όλα αυτά αν τα κάτεχα μες στα βαθιά μου φρένα,
σύντας στον Άδη τον ξαπόστειλε τον κλειδαμπαρωμένο,
το σκύλο του άγριου του Άδη απ᾽ το Έρεβος να πάει να φέρει απάνω,
τα κρεμαστά νερά δε γλίτωνε της Στύγας, όξω νά ᾽βγει!
Τώρα με οχτρεύεται και σύγκλινε στο θέλημα της Θέτης, 370
που τού ᾽πεσε στα πόδια, τού ᾽πιασε τα γένια, να τιμήσει
τον Αχιλλέα παρακαλώντας τον τον καστροπολεμίτη.
Μα θά ᾽ρθει μέρα ‛Γλαυκομάτα μου’ που θα με κράξει πάλε!
Ας είναι· τώρα τα μονόνυχα γιά σύνταξε άλογά μας,
κι εγώ στου Δία του βροντοσκούταρου θα τρέξω το παλάτι, 375
να βάλω του πολέμου τ᾽ άρματα, και τότε του Πριάμου
ο γιος, ο κρανοσείστης Έχτορας, θα ιδούμε αν θα γελάσει
από αναγάλλιαση, στα διάβατα καθώς μας δει της μάχης.
Αλήθεια, κάποιος Τρώας με ξίγκια του και σάρκες θα χορτάσει
όρνια και σκύλους, δίπλα πέφτοντας στ᾽ αργίτικα καράβια.» 380
Αυτά ειπε, κι άκουσε τα λόγια της η κρουσταλλόχερη Ήρα,
και τ᾽ άλογα με βιάση εσύνταζε τα χρυσοχαλινάτα,
μες στις θεές η πρώτη, του τρανού του Κρόνου η θυγατέρα.
Πήρε η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του Δία η κόρη, ωστόσο
και το αγανό μαντί της έβγαλε στο πατρικό παλάτι, 385
το πλουμιστό, που ατή της ύφανε με τα δικά της χέρια.
Του Δία μετά φοράει το θώρακα του νεφελοστοιβάχτη
για τον πολύδακρο τον πόλεμο, και τ᾽ άρματά του βάζει.
Κι απά στο αμάξι τότε ανέβηκε το λιόφωτο, κι αδράχνει
το δυνατό, βαρύ, θεόρατο κοντάρι, που σκοτώνει 390
όσους ηρώους του Τρανοδύναμου την κόρη έχουν θυμώσει.
Κι η Ήρα με βιάση τότε τ᾽ άλογα χτυπά με το μαστίγι,
κι οι πύλες τ᾽ ουρανού από μόνες τους βροντήξαν, που απ᾽ τις Ώρες
φυλάγουνται· τι αυτές τον Όλυμπο και τα πλατιά τα ουράνια
πήραν χρεή με σύγνεφο πυκνό να τ᾽ ανοιγοσφαλνούνε. 395
Μέσα απ᾽ αυτές τα μαστιγόλαμνα περάσαν άτια τώρα.
Κι ο κύρης Δίας, ως τις αντίκρισεν από την Ίδα, οργίστη,
και τη χρυσόφτερη την Ίριδα μαντατοφόρα στέλνει:
«Ίριδα, τρέχα, γοργοπόδαρη, γύρνα τις πίσω, ανάντια
να μη μου πάνε πια· τι αν πιάσουμε και χτυπηθούμε, αλί τους! 400
Κι ας τον ακούσουνε το λόγο μου, που σίγουρα θα γένει:
Τα γρήγορα φαριά στο αμάξι τους θα σακατέψω, πέρα
θα ρίξω εκείνες απ᾽ το κάθισμα, θα σπάσω και τ᾽ αμάξι·
κι ουδέ σε δέκα αναγυρίσματα του χρόνου θα μπορέσουν
να γιάνουν οι πληγές, που πέφτοντας θ᾽ ανοίξει ο κεραυνός μου· 405
η Γλαυκομάτα με τον κύρη της να μάθει να τα βάζει.
Μα με την Ήρα δε συχύζομαι κι ουδέ χολιάζω τόσο,
τι εκείνη στέκει πάντα αμπόδιστρο σ᾽ ό,τι κι αν πω να κάνω.»
Αυτά ειπε, κι η ανεμόποδη Ίριδα χιμάει μαντατοφόρα,
κι απ᾽ τις κορφές της Ίδας έφτασε στον Όλυμπο το μέγα· 410
κι εκεί στου Ολύμπου του πολύκορφου καταμπροστά τις πύλες
τις βρήκε, κι είπε, ανακρατώντας τις, την προσταγή του Δία:
«Γιά πού τραβάτε; Ποιό ξεφρένιασμα το νου σας συνεπήρε;
Δε θέλει ο γιος του Κρόνου βόηθηση να δώστε στους Αργίτες.
Κι ακούστε τώρα τις φοβέρες του, που δε θα μείνουν λόγια: 415
Τα γρήγορα φαριά στο αμάξι σας θα σακατέψει, πέρα
θα ρίξει εσάς από το κάθισμα, θα σπάσει και τ᾽ αμάξι·
κι ουδέ σε δέκα αναγυρίσματα του χρόνου θα μπορέσουν
να γιάνουν οι πληγές, που πέφτοντας θ᾽ ανοίξει ο κεραυνός του·
η Γλαυκομάτα με τον κύρη της να μάθει να τα βάζει. 420
Μα με την Ήρα δε συχύζεται κι ουδέ χολιάζει τόσο,
τι εκείνη στέκει πάντα αμπόδιστρο σ᾽ ό,τι κι αν πει να κάνει.
Μα εσύ ᾽σαι ανήλεη, σκύλα αδιάντροπη, κουράγιο αν πάρεις τώρα
στο Δία κατάντικρα θεόρατο κοντάρι να σηκώσεις.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«καὶ λίην οὗτός γε μένος θυμόν τ᾽ ὀλέσειε,
χερσὶν ὑπ᾽ Ἀργείων φθίμενος ἐν πατρίδι γαίῃ·
ἀλλὰ πατὴρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι, 360
σχέτλιος, αἰὲν ἀλιτρός, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς·
οὐδέ τι τῶν μέμνηται, ὅ οἱ μάλα πολλάκις υἱὸν
τειρόμενον σώεσκον ὑπ᾽ Εὐρυσθῆος ἀέθλων.
ἤτοι ὁ μὲν κλαίεσκε πρὸς οὐρανόν, αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς
τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ᾽ οὐρανόθεν προΐαλλεν. 365
εἰ γὰρ ἐγὼ τάδε ᾔδε᾽ ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν,
εὖτέ μιν εἰς Ἀΐδαο πυλάρταο προὔπεμψεν
ἐξ Ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῦ Ἀΐδαο,
οὐκ ἂν ὑπεξέφυγε Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα.
νῦν δ᾽ ἐμὲ μὲν στυγέει, Θέτιδος δ᾽ ἐξήνυσε βουλάς, 370
ἥ οἱ γούνατ᾽ ἔκυσσε καὶ ἔλλαβε χειρὶ γενείου,
λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον.
ἔσται μὰν ὅτ᾽ ἂν αὖτε φίλην γλαυκώπιδα εἴπῃ.
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν νῶϊν ἐπέντυε μώνυχας ἵππους,
ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼ καταδῦσα Διὸς δόμον αἰγιόχοιο 375
τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήξομαι, ὄφρα ἴδωμαι
ἢ νῶϊ Πριάμοιο πάϊς κορυθαίολος Ἕκτωρ
γηθήσει προφανέντε ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας,
ἦ τις καὶ Τρώων κορέει κύνας ἠδ᾽ οἰωνοὺς
δημῷ καὶ σάρκεσσι, πεσὼν ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.» 380
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη.
ἡ μὲν ἐποιχομένη χρυσάμπυκας ἔντυεν ἵππους
Ἥρη, πρέσβα θεά, θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο·
αὐτὰρ Ἀθηναίη κούρη Διὸς αἰγιόχοιο
πέπλον μὲν κατέχευεν ἑανὸν πατρὸς ἐπ᾽ οὔδει 385
ποικίλον, ὅν ῥ᾽ αὐτὴ ποιήσατο καὶ κάμε χερσίν,
ἡ δὲ χιτῶν᾽ ἐνδῦσα Διὸς νεφεληγερέταο
τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήσσετο δακρυόεντα.
ἐς δ᾽ ὄχεα φλόγεα ποσὶ βήσετο, λάζετο δ᾽ ἔγχος
βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν 390
ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη.
Ἥρη δὲ μάστιγι θοῶς ἐπεμαίετ᾽ ἄρ᾽ ἵππους·
αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι,
τῇς ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανὸς Οὔλυμπός τε,
ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ᾽ ἐπιθεῖναι. 395
τῇ ῥα δι᾽ αὐτάων κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους.
Ζεὺς δὲ πατὴρ Ἴδηθεν ἐπεὶ ἴδε χώσατ᾽ ἄρ᾽ αἰνῶς,
Ἶριν δ᾽ ὤτρυνε χρυσόπτερον ἀγγελέουσαν·
«βάσκ᾽ ἴθι, Ἶρι ταχεῖα, πάλιν τρέπε μηδ᾽ ἔα ἄντην
ἔρχεσθ᾽· οὐ γὰρ καλὰ συνοισόμεθα πτόλεμόνδε. 400
ὧδε γὰρ ἐξερέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
γυιώσω μέν σφωϊν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
αὐτὰς δ᾽ ἐκ δίφρου βαλέω κατά θ᾽ ἅρματα ἄξω·
οὐδέ κεν ἐς δεκάτους περιτελλομένους ἐνιαυτοὺς
ἕλκε᾽ ἀπαλθήσεσθον, ἅ κεν μάρπτῃσι κεραυνός· 405
ὄφρα ἰδῇ γλαυκῶπις ὅτ᾽ ἂν ᾧ πατρὶ μάχηται.
Ἥρῃ δ᾽ οὔ τι τόσον νεμεσίζομαι οὐδὲ χολοῦμαι·
αἰεὶ γάρ μοι ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττι κεν εἴπω.»
Ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα,
βῆ δ᾽ ἐξ Ἰδαίων ὀρέων ἐς μακρὸν Ὄλυμπον. 410
πρώτῃσιν δὲ πύλῃσι πολυπτύχου Οὐλύμποιο
ἀντομένη κατέρυκε, Διὸς δέ σφ᾽ ἔννεπε μῦθον·
«πῇ μέματον; τί σφῶϊν ἐνὶ φρεσὶ μαίνεται ἦτορ;
οὐκ ἐάᾳ Κρονίδης ἐπαμυνέμεν Ἀργείοισιν.
ὧδε γὰρ ἠπείλησε Κρόνου πάϊς, ᾗ τελέει περ, 415
γυιώσειν μὲν σφῶϊν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
αὐτὰς δ᾽ ἐκ δίφρου βαλέειν κατά θ᾽ ἅρματα ἄξειν·
οὐδέ κεν ἐς δεκάτους περιτελλομένους ἐνιαυτοὺς
ἕλκε᾽ ἀπαλθήσεσθον, ἅ κεν μάρπτῃσι κεραυνός·
ὄφρα ἰδῇς, γλαυκῶπι, ὅτ᾽ ἂν σῷ πατρὶ μάχηαι. 420
Ἥρῃ δ᾽ οὔ τι τόσον νεμεσίζεται οὐδὲ χολοῦται·
αἰεὶ γάρ οἱ ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττι κεν εἴπῃ·
ἀλλὰ σύ γ᾽ αἰνοτάτη, κύον ἀδεές, εἰ ἐτεόν γε
τολμήσεις Διὸς ἄντα πελώριον ἔγχος ἀεῖραι.»