Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 7 στ. 303-364
Είπε, και παίρνει ασημοκάρφωτο σπαθί και του χαρίζει·
μες στο θηκάρι του, που εκρέμουνταν από λουρί πανώριο.
Κι ο Αίας ζουνάρι λαμπροπόρφυρο στον Έχτορα χαρίζει. 305
Κι ως εχωρίσαν, τούτος τράβηξε για τους Αργίτες πίσω,
κι ο άλλος στων Τρώων το ασκέρι κίνησε· κι εκείνοι αναγαλλιάσαν,
κοντά τους να τον δουν αλάβωτος και ζωντανός να φτάνει,
νά ᾽χει ξεφύγει του Αία τ᾽ ανίκητα τα χέρια και τη λύσσα·
τον παν στο κάστρο και πως γλίτωσε δεν πίστευαν ακόμα. 310
Τον Αίαντα απ᾽ την άλλη επήγαιναν οι Αργίτες οι αντρειωμένοι
στον αρχοντόγεννο Αγαμέμνονα, χαρούμενο απ᾽ τη νίκη.
Και σύντας στις καλύβες έφτασαν του γιου του Ατρέα, μοσκάρι
ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας αναμεσό τους σφάζει,
αρσενικό, πενταχρονίτικο, στο γαύρο γιο του Κρόνου. 315
Κι αφού το γδάραν και το γνοιάστηκαν και τό ᾽κοψαν πιδέξια,
το λιάνισαν μετά και πέρασαν στις σούβλες τα κομμάτια·
κι ως στη φωτιά με τέχνη τά ᾽ψησαν, τ᾽ αποτραβήξαν όλα.
Κι απ᾽ τις δουλειές αυτές σα σκόλασαν κι ετοίμασαν τις τάβλες,
ετρώγαν, κι είχεν, ως εταίριαζε, καθείς το μερτικό του. 320
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, τιμώντας
τον Αίαντα πλήθος μπρος του σώριαζε μερίδες απ᾽ την πλάτη.
Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
πρώτος ο γέροντας ο Νέστορας, που η γνώμη του είχε δείξει
και πριν η πιο καλή, στοχάστηκε βουλή καινούργια πάλε· 325
κι έτσι τους μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσό τους είπε:
«Υγιέ του Ατρέα και σεις οι επίλοιποι των Αχαιών αρχόντοι,
τώρα στερνά πολλοί μακρόμαλλοι σκοτώθηκαν Αργίτες,
και σκόρπισε το μαύρο γαίμα τους ο γαύρος Άρης γύρω
στου Σκάμαντρου το ρέμα, κι έστειλε στον Άδη τις ψυχές τους. 330
Γι᾽ αυτό των Αχαιών τον πόλεμο, μόλις που φέξει, σκόλνα,
και τους νεκρούς να κουβαλήσουμε με βόδια, με μουλάρια,
όλοι μαζί, και να τους κάψουμε παρέκει απ᾽ τα καράβια.
Και σύντας γείρει πια ο καθένας μας στη γη την πατρική του,
να δώσει στα παιδιά, τα κόκαλα να θάψουν των γονιών τους. 335
Και γύρω απ᾽ την πυρά ν᾽ ασκώσουμε κοινό μνημούρι σ᾽ όλους,
χώμα απ᾽ τον κάμπο ολούθε υψώνοντας, και πλάι του πυργοτείχι
ψηλό στα πεταχτά να χτίσουμε, κι εμάς και τ᾽ άρμενά μας
να κλείνει γύρα· και να βάλουμε καλαρμοσμένες πόρτες,
πλατύς για να περνά από μέσα τους για τ᾽ άλογά μας δρόμος. 340
Κι απόξω εδώ κοντά ν᾽ ανοίξουμε βαθύ χαντάκι ελάτε,
γύρα τρογύρα, και τ᾽ αλόγατα και μας να διαφεντεύει,
μπας και μια μέρα οι Τρώες οι πέρφανοι χιμώντας μάς στριμώξουν.»
Είπε, και στη βουλή του εσύγκλιναν οι βασιλιάδες όλοι.
Κάναν κι οι Τρώες ωστόσο σύναξη πα στην κορφή του κάστρου 345
όλο βοή, φωνές και τάραχο, στου Πρίαμου πλάι τις πόρτες·
κι ο γνωστικός αρχίζει Αντήνορας τέτοια να λέει μπροστά τους:
«Ακούστε, Τρώες εσείς και Δάρδανοι και σύμμαχοί μας όλοι,
το τί η καρδιά στα στήθη μέσα μου με σπρώχνει να μιλήσω:
Λέω την Ελένη την αργίτισσα κι όλο το βιος στου Ατρέα 350
τους γιους να δώσουμε, τι αμάλαγους εμείς πατώντας όρκους
ξανασηκώσαμε τον πόλεμο· κι αλήθεια εγώ φοβούμαι,
τη συβουλή μου αν δεν ακούσετε, δε θά ᾽βγει σε καλό μας.»
Είπε και κάθισε· κι ο Αλέξαντρος, της ομορφομαλλούσας
Ελένης ο άντρας ο αρχοντόγεννος, σηκώθη τότε ομπρός τους, 355
κι αντιμιλώντας με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Τα λόγια που μας λες, Αντήνορα, καθόλου δε μ᾽ αρέσουν·
κι άλλη βουλή να δώσεις δύνεσαι καλύτερη από τούτη.
Όμως αλήθεια, τούτα πού ᾽λεγες, με τα σωστά σου αν τά ᾽πες,
ατοί τους οι θεοί σού σήκωσαν τα φρένα δίχως άλλο. 360
Τώρα στους Τρώες τους αλογάρηδες εγώ θα πω τί θέλω:
Δε δίνω πίσω τη γυναίκα μου, το διαλαλώ μπρος σ᾽ όλους·
όμως το βιος που απ᾽ το Άργος έφερα στο σπιτικό μου, ακέριο
το δίνω πίσω, κι από πάνωθε δικά μου κι άλλα ακόμα.»
Ὣς ἄρα φωνήσας δῶκε ξίφος ἀργυρόηλον,
σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι·
Αἴας δὲ ζωστῆρα δίδου φοίνικι φαεινόν. 305
τὼ δὲ διακρινθέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν
ἤϊ᾽, ὁ δ᾽ ἐς Τρώων ὅμαδον κίε· τοὶ δὲ χάρησαν,
ὡς εἶδον ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα προσιόντα,
Αἴαντος προφυγόντα μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους·
καί ῥ᾽ ἦγον προτὶ ἄστυ, ἀελπτέοντες σόον εἶναι. 310
Αἴαντ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ
εἰς Ἀγαμέμνονα δῖον ἄγον, κεχαρηότα νίκῃ.
Οἱ δ᾽ ὅτε δὴ κλισίῃσιν ἐν Ἀτρεΐδαο γένοντο,
τοῖσι δὲ βοῦν ἱέρευσεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
ἄρσενα πενταέτηρον ὑπερμενέϊ Κρονίωνι. 315
τὸν δέρον ἀμφί θ᾽ ἕπον, καί μιν διέχευαν ἅπαντα,
μίστυλλόν τ᾽ ἄρ᾽ ἐπισταμένως πεῖράν τ᾽ ὀβελοῖσιν,
ὄπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα.
αὐτὰρ ἐπεὶ παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα,
δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης· 320
νώτοισιν δ᾽ Αἴαντα διηνεκέεσσι γέραιρεν
ἥρως Ἀτρεΐδης, εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖς ὁ γέρων πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν
Νέστωρ, οὗ καὶ πρόσθεν ἀρίστη φαίνετο βουλή· 325
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«Ἀτρεΐδη τε καὶ ἄλλοι ἀριστῆες Παναχαιῶν,
πολλοὶ γὰρ τεθνᾶσι κάρη κομόωντες Ἀχαιοί,
τῶν νῦν αἷμα κελαινὸν ἐΰρροον ἀμφὶ Σκάμανδρον
ἐσκέδασ᾽ ὀξὺς Ἄρης, ψυχαὶ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθον· 330
τῶ σε χρὴ πόλεμον μὲν ἅμ᾽ ἠοῖ παῦσαι Ἀχαιῶν,
αὐτοὶ δ᾽ ἀγρόμενοι κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκροὺς
βουσὶ καὶ ἡμιόνοισιν· ἀτὰρ κατακήομεν αὐτοὺς
τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν, ὥς κ᾽ ὀστέα παισὶν ἕκαστος
οἴκαδ᾽ ἄγῃ, ὅτ᾽ ἂν αὖτε νεώμεθα πατρίδα γαῖαν. 335
τύμβον δ᾽ ἀμφὶ πυρὴν ἕνα χεύομεν ἐξαγαγόντες
ἄκριτον ἐκ πεδίου· ποτὶ δ᾽ αὐτὸν δείμομεν ὦκα
πύργους ὑψηλούς, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν.
ἐν δ᾽ αὐτοῖσι πύλας ποιήσομεν εὖ ἀραρυίας,
ὄφρα δι᾽ αὐτάων ἱππηλασίη ὁδὸς εἴη· 340
ἔκτοσθεν δὲ βαθεῖαν ὀρύξομεν ἐγγύθι τάφρον,
ἥ χ᾽ ἵππον καὶ λαὸν ἐρυκάκοι ἀμφὶς ἐοῦσα,
μή ποτ᾽ ἐπιβρίσῃ πόλεμος Τρώων ἀγερώχων.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπῄνησαν βασιλῆες.
Τρώων αὖτ᾽ ἀγορὴ γένετ᾽ Ἰλίου ἐν πόλει ἄκρῃ, 345
δεινὴ τετρηχυῖα, παρὰ Πριάμοιο θύρῃσι·
τοῖσιν δ᾽ Ἀντήνωρ πεπνυμένος ἦρχ᾽ ἀγορεύειν·
«κέκλυτέ μευ, Τρῶες καὶ Δάρδανοι ἠδ᾽ ἐπίκουροι,
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
δεῦτ᾽ ἄγετ᾽, Ἀργείην Ἑλένην καὶ κτήμαθ᾽ ἅμ᾽ αὐτῇ 350
δώομεν Ἀτρεΐδῃσιν ἄγειν· νῦν δ᾽ ὅρκια πιστὰ
ψευσάμενοι μαχόμεσθα· τῶ οὔ νύ τι κέρδιον ἡμῖν
ἔλπομαι ἐκτελέεσθαι, ἵνα μὴ ῥέξομεν ὧδε.»
Ἤτοι ὅ γ᾽ ὣς εἰπὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο· τοῖσι δ᾽ ἀνέστη
δῖος Ἀλέξανδρος, Ἑλένης πόσις ἠϋκόμοιο, 355
ὅς μιν ἀμειβόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ἀντῆνορ, σὺ μὲν οὐκέτ᾽ ἐμοὶ φίλα ταῦτ᾽ ἀγορεύεις·
οἶσθα καὶ ἄλλον μῦθον ἀμείνονα τοῦδε νοῆσαι.
εἰ δ᾽ ἐτεὸν δὴ τοῦτον ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις,
ἐξ ἄρα δή τοι ἔπειτα θεοὶ φρένας ὤλεσαν αὐτοί. 360
αὐτὰρ ἐγὼ Τρώεσσι μεθ᾽ ἱπποδάμοις ἀγορεύσω·
ἀντικρὺ δ᾽ ἀπόφημι, γυναῖκα μὲν οὐκ ἀποδώσω·
κτήματα δ᾽ ὅσσ᾽ ἀγόμην ἐξ Ἄργεος ἡμέτερον δῶ
πάντ᾽ ἐθέλω δόμεναι καὶ οἴκοθεν ἄλλ᾽ ἐπιθεῖναι.»