Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 5 στ. 375-459
Τότε η Αφροδίτη η αχνογελόχαρη της αποκρίθη κι είπε: 375
«Ο λιονταρόκαρδος με λάβωσε γιος του Τυδέα Διομήδης,
το γιο μου τον Αινεία σα γύρευα να βγάλω από τη μάχη,
που τού ᾽χω πάντα την αγάπη μου πιο απ᾽ όλους πα στον κόσμο·
τι δεν παλεύουν τώρα ανέσπλαχνα πια μόνο Τρώες κι Αργίτες,
παρά χτυπιούνται και με αθάνατους οι Δαναοί κει κάτω.» 380
Κι η Διώνη τότε, η πολυσέβαστη θεά, της αποκρίθη:
«Υπομονέψου τώρα, κόρη μου, κι αν και πονάς, κρατήσου·
τι απ᾽ όσους ζούμε απά στον Όλυμπο πολλοί τυραννιστήκαν
απ᾽ τους θνητούς, καθώς τρωγόμαστε κι εμείς αναμεσό μας.
Πολλά τυράννια κι ο Άρης τράβηξε, που μ᾽ αλυσίδες στέριες 385
ο Εφιάλτης κι ο Ώτος, οι αντροδύναμοι γιοι του Αλωέα, τον δέσαν,
και μήνες δεκατρείς τον έκλεισαν σε χάλκινο πιθάρι.
Κι ο Άρης, της μάχης ο ανεχόρταγος, θά ᾽χε χαθεί κει μέσα,
η μητρυγιά τους αν δεν έτρεχε του Ερμή να το μηνύσει,
η όμορφη Ηερίβοια· τους τον ξέκλεψε τον Άρη εκείνος τότε, 390
πού ᾽χε αποκάμει πια απ᾽ τις άλυσες, βαριά που τον παιδεύαν.
Πολλά τυράννια κι η Ήρα τράβηξε, που τρίκοχη σαγίτα
ο χεροδύναμος της έριξε γιος του Αμφιτρύωνα πάνω
στο στήθος το δεξιό, κι αλάγιαστος τη συνεπήρε ο πόνος.
Πολλά τυράννια κι ο Άδης τράβηξε, γοργή σαϊτιά που εδέχτη 395
από του Δία του βροντοσκούταρου τον ίδιο γιο, στην Πύλο,
μες στους νεκρούς, και τον παράτησε να τον πλαντούν οι πόνοι.
Στο αρχοντικό του Δία, στον Όλυμπο το μέγα, ανέβη, κι είχε
πίκρα τρανή που τον πιρούνιζαν οι πόνοι, τι η σαγίτα
μέσα τον είχε βρει στο στέριο του τον ώμο και πονούσε. 400
Τότε ο Παιήονας, απιθώνοντας πα στην πληγή βοτάνια
μαλαχτικά, μεμιάς τον έγιανε· θνητός μαθές δεν ήταν
―ο ανόσιος, ο άσεβος! που χαίρουνταν δουλειές κακές να κάνει
κι απ᾽ τα δοξάρια του κι οι αθάνατοι του Ολύμπου εμαρτυρήσαν.
Μα αυτόν τον έσπρωξε η Γλαυκόματη να σε χτυπήσει τώρα 405
―ο ανέμυαλος, κι ουδέ στα φρένα του τό ᾽χει ο Διομήδης νιώσει,
πως όποιος τά ᾽βαλε με αθάνατους ζωή πολλή δεν έχει,
κι ουδέ κρατά παιδιά στα γόνατα, πατέρα να τον κράζουν,
σύντας γυρίζει από τον πόλεμο κι απ᾽ τη σφαγή την άγρια.
Έτσι μαθές και τώρα, αντρόψυχος κι αν ο Διομήδης είναι, 410
το νου του ας έχει, πιο αντρειωμένος του μη βγει κανείς μπροστά του,
κι η Αιγιάλεια τότε πάρει, η γνωστικιά του Αδράστου θυγατέρα,
και μες στον ύπνο με τους θρήνους της το σπίτι αναστατώσει,
το ταίρι της να ᾽ρθεί φωνάζοντας, ο πιο αντρειανός Αργίτης,
του αλογατά Διομήδη η πέρφανη, στεφανωτή γυναίκα.» 415
Είπε, και το αίμα τής εσφούγγιξε και με τα δυο της χέρια,
κι έγιανε ευτύς το χέρι, εγλύκαναν κι οι πόνοι που τη σφάζαν.
Τότε η Αθηνά που τις εκοίταζε, μαζί της κι η Ήρα, αρχίσαν
με λόγια αγγιχτικά κι επείραζαν το Δία, το γιο του Κρόνου·
κι έτσι η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, πήρε να λέει μπροστά τους: 420
«Πατέρα Δία, γι᾽ αυτό που θά ᾽λεγα να μου θυμώσεις τάχα;
Λέω πάλι η Κύπρη κάποια Αργίτισσα ξελόγιαζε να φύγει
να πάει στους Τρώες, τι τους αγάπησε τώρα στερνά περίσσια·
κάποιαν Αργίτισσα χαϊδεύοντας λοιπόν ωριομαντούσα
το τρυφερό της χέρι θά ᾽σκισε πα στη χρυσή καρφίτσα.» 425
Είπε, κι ο κύρης αχνογέλασε των θεών και των ανθρώπων,
και τη χρυσή Αφροδίτη εφώναξε κι αυτά τής λέει τα λόγια:
«Όχι, οι δουλειές για σένα, κόρη μου, δεν είναι του πολέμου!
Εσύ μονάχα κοίτα τις δουλειές τις τρυφερές του γάμου.
Φτάνει η Αθηνά γι᾽ αυτά να γνοιάζεται κι ο γοργοπόδης Άρης.» 430
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους κουβέντιαζαν, κι ωστόσο
του Αινεία κυνήγι ο βροντερόφωνος Διομήδης είχε στήσει,
κι ας τό ᾽ξερε πως είχε απάνω του το χέρι απλώσει ο Φοίβος,
Το φοβερό θεό δε σκιάζουνταν, μονάχα λαχταρούσε
τα ξακουστά να πάρει τ᾽ άρματα του Αινεία σκοτώνοντάς τον. 435
Τρεις χύθηκε φορές απάνω του με ορμή να τον σκοτώσει,
και τρεις ο Φοίβος πίσω τού ᾽σπρώξε το λαμπερό σκουτάρι·
μα σύντας χίμιξε και τέταρτην ίδια θεός, ο Φοίβος
ο μακρορίχτης φοβερίζοντας άγρια φωνή τού σέρνει:
«Στάσου, Διομήδη, και στοχάσου το, με τους θεούς μη θέλεις 440
να παραβγαίνεις· των αθάνατων ίδια δεν είναι η φύτρα
μαθές με των θνητών, που σούρνονται στο χώμα, κάτεχέ το!»
Αυτά ειπε, κι ο Διομήδης έκανε μια στάλα πίσω τότε,
να λείψει απ᾽ το θυμό του Απόλλωνα του μακροσαγιτάρη.
Μακριά απ᾽ τ᾽ ασκέρια ωστόσο απίθωσεν ο Φοίβος τον Αινεία, 445
μες στ᾽ άγια Πέργαμα, όπου βρίσκουνταν χτισμένος ο ναός του.
Την ώρα που η Λητώ κι η Αρτέμιδα μαζί η σαϊτεύτρα εστέκαν
στο μέγα το άδυτο από πάνω του γιατροπορεύοντάς τον,
ο ασημοδόξαρος Απόλλωνας φτιάνει γοργά ενα σκιάχτρο,
με τον Αινεία τον ίδιο πού ᾽μοιαζε και στ᾽ άρματά του ακόμα. 450
Γύρω απ᾽ το σκιάχτρο τούτο αρχίνισαν ο ένας του αλλού να σπάζουν
οι Τρώες κι οι Αργίτες οι αρχοντόγεννοι στα στήθη τους τρογύρα
τα καλοστρόγγυλα σκουτάρια τους και τ᾽ αλαφριά τους σκούδα.
Και τότε ο Φοίβος κράζει ο Απόλλωνας τον αντρειωμένον Άρη:
«Άρη, φονιά κι αιματοστάλαχτε και καστροκαταλύτη, 455
δε θα μπορούσες απ᾽ τον πόλεμο να βγάλεις το Διομήδη;
τι ετούτος τώρα πια θα τά ᾽βαζε και με το Δία πατέρα.
Πρώτα ζυγώνοντας ελάβωσε στο χεραρμό την Κύπρη,
μετά, θεός λες κι ήταν, χίμιξε στον ίδιο εμένα πάνω.»
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη· 375
«οὖτά με Τυδέος υἱός, ὑπέρθυμος Διομήδης,
οὕνεκ᾽ ἐγὼ φίλον υἱὸν ὑπεξέφερον πολέμοιο,
Αἰνείαν, ὃς ἐμοὶ πάντων πολὺ φίλτατός ἐστιν.
οὐ γὰρ ἔτι Τρώων καὶ Ἀχαιῶν φύλοπις αἰνή,
ἀλλ᾽ ἤδη Δαναοί γε καὶ ἀθανάτοισι μάχονται.» 380
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Διώνη, δῖα θεάων·
«τέτλαθι, τέκνον ἐμόν, καὶ ἀνάσχεο κηδομένη περ·
πολλοὶ γὰρ δὴ τλῆμεν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες
ἐξ ἀνδρῶν, χαλέπ᾽ ἄλγε᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοισι τιθέντες.
τλῆ μὲν Ἄρης, ὅτε μιν Ὦτος κρατερός τ᾽ Ἐφιάλτης, 385
παῖδες Ἀλωῆος, δῆσαν κρατερῷ ἐνὶ δεσμῷ·
χαλκέῳ δ᾽ ἐν κεράμῳ δέδετο τρισκαίδεκα μῆνας·
καί νύ κεν ἔνθ᾽ ἀπόλοιτο Ἄρης ἆτος πολέμοιο,
εἰ μὴ μητρυιή, περικαλλὴς Ἠερίβοια,
Ἑρμέᾳ ἐξήγγειλεν· ὁ δ᾽ ἐξέκλεψεν Ἄρηα 390
ἤδη τειρόμενον, χαλεπὸς δέ ἑ δεσμὸς ἐδάμνα.
τλῆ δ᾽ Ἥρη, ὅτε μιν κρατερὸς πάϊς Ἀμφιτρύωνος
δεξιτερὸν κατὰ μαζὸν ὀϊστῷ τριγλώχινι
βεβλήκει· τότε καί μιν ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος.
τλῆ δ᾽ Ἀΐδης ἐν τοῖσι πελώριος ὠκὺν ὀϊστόν, 395
εὖτέ μιν ωὐτὸς ἀνήρ, υἱὸς Διὸς αἰγιόχοιο,
ἐν Πύλῳ ἐν νεκύεσσι βαλὼν ὀδύνῃσιν ἔδωκεν·
αὐτὰρ ὁ βῆ πρὸς δῶμα Διὸς καὶ μακρὸν Ὄλυμπον
κῆρ ἀχέων, ὀδύνῃσι πεπαρμένος· αὐτὰρ ὀϊστὸς
ὤμῳ ἔνι στιβαρῷ ἠλήλατο, κῆδε δὲ θυμόν. 400
τῷ δ᾽ ἐπὶ Παιήων ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων
ἠκέσατ᾽· οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γε τέτυκτο.
σχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὃς οὐκ ὄθετ᾽ αἴσυλα ῥέζων,
ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεούς, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι.
σοὶ δ᾽ ἐπὶ τοῦτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· 405
νήπιος, οὐδὲ τὸ οἶδε κατὰ φρένα Τυδέος υἱός,
ὅττι μάλ᾽ οὐ δηναιὸς ὃς ἀθανάτοισι μάχηται,
οὐδέ τί μιν παῖδες ποτὶ γούνασι παππάζουσιν
ἐλθόντ᾽ ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος.
τῶ νῦν Τυδεΐδης, εἰ καὶ μάλα καρτερός ἐστι, 410
φραζέσθω μή τίς οἱ ἀμείνων σεῖο μάχηται,
μὴ δὴν Αἰγιάλεια, περίφρων Ἀδρηστίνη,
ἐξ ὕπνου γοόωσα φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ,
κουρίδιον ποθέουσα πόσιν, τὸν ἄριστον Ἀχαιῶν,
ἰφθίμη ἄλοχος Διομήδεος ἱπποδάμοιο.» 415
Ἦ ῥα, καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἀπ᾽ ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ·
ἄλθετο χείρ, ὀδύναι δὲ κατηπιόωντο βαρεῖαι.
αἱ δ᾽ αὖτ᾽ εἰσορόωσαι Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη
κερτομίοις ἐπέεσσι Δία Κρονίδην ἐρέθιζον.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· 420
«Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τί μοι κεχολώσεαι, ὅττι κεν εἴπω;
ἦ μάλα δή τινα Κύπρις Ἀχαιϊάδων ἀνιεῖσα
Τρωσὶν ἅμα σπέσθαι, τοὺς νῦν ἔκπαγλα φίλησε,
τῶν τινα καρρέζουσα Ἀχαιϊάδων ἐϋπέπλων
πρὸς χρυσῇ περόνῃ καταμύξατο χεῖρα ἀραιήν.» 425
Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε,
καί ῥα καλεσσάμενος προσέφη χρυσῆν Ἀφροδίτην·
«οὔ τοι, τέκνον ἐμόν, δέδοται πολεμήϊα ἔργα,
ἀλλὰ σύ γ᾽ ἱμερόεντα μετέρχεο ἔργα γάμοιο,
ταῦτα δ᾽ Ἄρηϊ θοῷ καὶ Ἀθήνῃ πάντα μελήσει.» 430
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
Αἰνείᾳ δ᾽ ἐπόρουσε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης,
γιγνώσκων ὅ οἱ αὐτὸς ὑπείρεχε χεῖρας Ἀπόλλων·
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ οὐδὲ θεὸν μέγαν ἅζετο, ἵετο δ᾽ αἰεὶ
Αἰνείαν κτεῖναι καὶ ἀπὸ κλυτὰ τεύχεα δῦσαι. 435
τρὶς μὲν ἔπειτ᾽ ἐπόρουσε κατακτάμεναι μενεαίνων,
τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε φαεινὴν ἀσπίδ᾽ Ἀπόλλων·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸ τέταρτον ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος,
δεινὰ δ᾽ ὁμοκλήσας προσέφη ἑκάεργος Ἀπόλλων·
«φράζεο, Τυδεΐδη, καὶ χάζεο, μηδὲ θεοῖσιν 440
ἶσ᾽ ἔθελε φρονέειν, ἐπεὶ οὔ ποτε φῦλον ὁμοῖον
ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ᾽ ἀνθρώπων.»
Ὣς φάτο, Τυδεΐδης δ᾽ ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω,
μῆνιν ἀλευάμενος ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος.
Αἰνείαν δ᾽ ἀπάτερθεν ὁμίλου θῆκεν Ἀπόλλων 445
Περγάμῳ εἰν ἱερῇ, ὅθι οἱ νηός γε τέτυκτο.
ἤτοι τὸν Λητώ τε καὶ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα
ἐν μεγάλῳ ἀδύτῳ ἀκέοντό τε κύδαινόν τε·
αὐτὰρ ὁ εἴδωλον τεῦξ᾽ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
αὐτῷ τ᾽ Αἰνείᾳ ἴκελον καὶ τεύχεσι τοῖον, 450
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ εἰδώλῳ Τρῶες καὶ δῖοι Ἀχαιοὶ
δῄουν ἀλλήλων ἀμφὶ στήθεσσι βοείας
ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα.
δὴ τότε θοῦρον Ἄρηα προσηύδα Φοῖβος Ἀπόλλων·
«Ἆρες Ἄρες βροτολοιγέ, μιαιφόνε, τειχεσιπλῆτα, 455
οὐκ ἂν δὴ τόνδ᾽ ἄνδρα μάχης ἐρύσαιο μετελθών,
Τυδεΐδην, ὃς νῦν γε καὶ ἂν Διὶ πατρὶ μάχοιτο;
Κύπριδα μὲν πρῶτα σχεδὸν οὔτασε χεῖρ᾽ ἐπὶ καρπῷ,
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος.»