Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 4 στ. 364-456
Ως είπε αυτά, τους απαράτησε και τράβηξε πιο κάτω,
και του Τυδέα το γιο, τον άτρομο Διομήδη, πετυχαίνει 365
πίσω από τ᾽ άλογα να στέκεται πα στο γερό του αμάξι,
και πλάι του εστέκουνταν ο Σθένελος, ο γιος του Καπανέα.
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας τον μάλωσε, ως τον είδε,
και κράζοντάς τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Γιε του Τυδέα του πολεμόχαρου, του αλογατάρη, αλί μου! 370
Τί μου ζαρώνεις; τί τα διάβατα της μάχης βλέπεις γύρα;
Αλήθεια, στον Τυδέα δεν άρεσε νά ᾽ναι έτσι ζαρωμένος,
μόν᾽ πιό μπροστά πολύ απ᾽ τους σύντροφους να μάχεται· έτσι ελέγαν
όσοι τον είδαν μες στον πόλεμο· τι αλήθεια δεν τον είδα
ποτέ μου εγώ, μηδέ τον έσμιξα, μα ασύγκριτο τον λέγαν. 375
Μπήκε μια μέρα δίχως πόλεμο μες στη Μυκήνα, ως φίλος,
στρατό για να μαζέψει· αντάμα του κι ο ισόθεος Πολυνείκης,
τότε που θέλαν να πατήσουνε τ᾽ άγια τειχιά της Θήβας.
Κι από τους Μυκηναίους εγύρευαν τρανούς βοηθούς να δώσουν·
κι εκείνοι να τους δώσουν ήθελαν, στα λόγια τους γρικώντας. 380
Μα ο Δίας τη γνώμη τους μετάλλαξε με δίσεχτα σημάδια.
Και τούτοι πήραν δρόμο κι έφυγαν, κι ως έφτασαν τραβώντας
στον παχιολίβαδο, πυκνόβουρλο τον Ασωπό, λογιάσαν
οι Αργίτες, ο Τυδέας μαντάτορας γι᾽ αλλού ξανά να φύγει.
Και πήγε αυτός και συναπάντησε πλήθος Καδμείους, την ώρα 385
που στο παλάτι ετρώγαν κι έπιναν του Ετεοκλή του γαύρου.
Κι ο αλογατάρης δε φοβήθηκε Τυδέας, κι ας ήταν ξένος,
έτσι ολομόναχος που βρέθηκε μες των Καδμείων το πλήθος.
Να παραβγούν τους αντροκάλεσε, και σε όλα τούς νικούσε
ανέκοπα, τι παραστάτισσα την Αθηνά ειχε δίπλα. 390
Τότε οι Καδμείοι βαριά αραθύμησαν οι αλογοφτερνιστάδες
και πίβουλο καρτέρι τού ᾽στησαν στου γυρισμού τη στράτα,
πενήντα παλικάρια, κι έβαλαν και δυο αρχηγούς, του Αιμόνου
το γιο το Μαίονα, που συνόμοιαζε με τους θεούς στην όψη,
και τον αντρόκαρδο του Αυτόφονου το γιο, τον Πολυφόντη. 395
Και τούτοι απ᾽ τον Τυδέα καλύτερη δεν ήβραν μοίρα ωστόσο·
τους σκότωσε όλους· έναν άφησε μονάχα να γυρίσει·
το Μαίονα αφήκε μόνο, ακούγοντας σε θεοτικά σημάδια.
Έτσι ο Αιτωλός Τυδέας πολέμησε, μα γέννησε το γιο του
χειρότερό του στο αντροκάλεσμα, καλύτερο στα λόγια.» 400
Είπε, κι ωστόσο ο τρανοδύναμος Διομήδης του ρηγάρχη
του σεβαστού τα λόγια ντράπηκε και δεν του απηλογήθη.
Μα ο γιος του Καπανέα του πέρφανου του γύρισε το λόγο:
«Παράτα, υγιέ του Ατρέα, τα ψέματα, και τα σωστά τα ξέρεις!
Εμείς, καυκιόμαστε, στον πόλεμο περνούμε τους γονιούς μας· 405
εμείς τη Θήβα την εφτάπορτη πατήσαμε, κι ας ήταν
πιο λίγος ο στρατός που εφέραμε μπρος στα τρανά τειχιά της,
γιατί είχαμε στο Δία τα θάρρη μας και στα θεϊκά σημάδια.
Όμως εκείνοι από την ίδια τους κακογνωμιά εχαθήκαν.
Στην ίδια την τιμή μη βάζεις μας λοιπόν με τους γονιούς μας.» 410
Ταυροκοιτώντας τόν αντίσκοψε τότε ο τρανός Διομήδης:
«Σύντροφε, κάθου τώρα αμίλητος κι ό,τι σου πω ν᾽ ακούσεις·
του πρωταφέντη του Αγαμέμνονα δε με πικραίνει ο λόγος,
τους Αχαιούς τους πολεμόχαρους να βγούν στη μάχη ως σπρώχνει·
τι αν ίσως οι Αχαιοί χαλάσουνε τους Τρώες και το άγιο κάστρο 415
της Τροίας πατήσουν, κοσμοξάκουστο θα γίνει τ᾽ όνομά του.
M᾽ αν χαλαστούν οι Αργίτες, άμετρη θα νιώσει εκείνος πίκρα.
Μόν᾽ έλα τώρα, την αδάμαστη να θυμηθούμε αντρειά μας.»
Είπε, κι από το αμάξι επήδηξε συνάρματος στο χώμα,
κι άγρια βροντήξαν τα χαλκάρματα στου ρήγα απά τα στήθη, 420
ως πήρε φόρα· τρόμος θά ᾽πιανε και ψυχωμένο ακόμα.
Πώς σε γιαλό μπροστά πολύβογγο της θάλασσας το κύμα
ασκώνει ο Ζέφυρος, και χύνεται ξοπίσω τό ᾽να στ᾽ άλλο·
βαθιά στο πέλαο πρώτα υψώνεται, μετά στην ξέρα απάνω
σπάζει με ορμή και με άγριο βρούχισμα, κι ολόγυρα στους κάβους 425
δοξαρωτό κορφοσηκώνεται ξερνώντας αλισάχνη·
όμοια κι οι φάλαγγες οι αργίτικες απανωτές τραβούσαν
δίχως σωμό στη μάχη· φώναζε στο ασκέρι το δικό του
κάθε ρηγάρχης· οι άλλοι αμίλητοι τραβούσαν (τόσα πλήθη
πως ακλουθούν ποτέ δε θά ᾽λεγες κι έχουν φωνή στο στήθος) 430
βουβοί, από φόβο στους ρηγάρχες τους μπροστά· κι ολόγυρά τους
οι πλουμιστές αρμάτες έλαμπαν, που ως όδευαν φορούσαν.
Κι οι Τρώες, ως πρόβατα σε τσέλιγκα τρανού τη μάντρα στέκουν
μύρια, ν᾽ αρμέξουν το άσπρο γάλα τους, κι ως καρτερούν, βελάζουν
χωρίς αναπαμό, τ᾽ αρνάκια τους γρικώντας· όμοια τότε 435
των Τρώων ο αλαλητός ασκώνουνταν μες στο φαρδύ τ᾽ ασκέρι.
Ίδια λαλιά δεν είχαν όλοι τους μηδέ μιλούσαν όμοια,
τι ήταν το ασκέρι χιλιομάζωχτο κι οι γλώσσες μπερδεμένες.
Και τούτους ο Άρης τούς ξεσήκωνε, τους άλλους η Παλλάδα,
κι ο Φόβος κι η Τρομάρα κι η άπαυτα ξεφρενιασμένη Αμάχη, 440
του Άρη του αντροφονιά η συντρόφισσα κι αντάμα κι αδερφή του·
που λίγο λίγο πρώτα ασκώνεται, μα γρήγορα στυλώνει
ψηλά στα ουράνια το κεφάλι της και περπατάει στο χώμα.
Αυτή και τότε πηγαινόρχουνταν αναμεσός στ᾽ ασκέρια,
την άγρια αμάχη τους κεντρίζοντας κι αυξαίνοντας το βόγγο. 445
Κι όπως τα δυο τ᾽ ασκέρια τρέχοντας σμίξαν μαζί, σκουντρήξαν
τό ᾽να με τ᾽ άλλο τα κοντάρια τους, σκουντρήξαν τα σκουτάρια
και των αντρών των χαλκοθώρακων η αντρειά, κι αντιχτυπούσαν
οι αφαλωτές ασπίδες, κι έβραζεν ο σάλαγος περίσσιος·
και γρίκαες καυκησιές και γόσματα μαζί την ίδιαν ώρα, 450
αυτών που εσφάζαν και που εσφάζουνταν, κι η γης πλημμύριζε αίμα.
Καθώς φουσκώνουν ξεροπόταμα κι απ᾽ τα βουνά κυλούνε
και σμίγουν κάτω στο συλλάγκαδο τα ξέχειλα νερά τους,
που από κρουνούς τρανούς ξεχύνουνται μες σε βαθιά χαράδρα,
κι ακούει το βρουχισμό τους ξέμακρα πα στο βουνό ο τσοπάνος, 455
όμοια κι αυτοί, σα σμίξαν, έβγαζαν αλαλαγμούς και βόγγους.
Ὣς εἰπὼν τοὺς μὲν λίπεν αὐτοῦ, βῆ δὲ μετ᾽ ἄλλους.
εὗρε δὲ Τυδέος υἱόν, ὑπέρθυμον Διομήδεα, 365
ἑσταότ᾽ ἔν θ᾽ ἵπποισι καὶ ἅρμασι κολλητοῖσι·
πὰρ δέ οἱ ἑστήκει Σθένελος, Καπανήϊος υἱός.
καὶ τὸν μὲν νείκεσσεν ἰδὼν κρείων Ἀγαμέμνων,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὤ μοι, Τυδέος υἱὲ δαΐφρονος ἱπποδάμοιο, 370
τί πτώσσεις, τί δ᾽ ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας;
οὐ μὲν Τυδέϊ γ᾽ ὧδε φίλον πτωσκαζέμεν ἦεν,
ἀλλὰ πολὺ πρὸ φίλων ἑτάρων δηΐοισι μάχεσθαι,
ὡς φάσαν οἵ μιν ἴδοντο πονεύμενον· οὐ γὰρ ἔγωγε
ἤντησ᾽ οὐδὲ ἴδον· περὶ δ᾽ ἄλλων φασὶ γενέσθαι. 375
ἤτοι μὲν γὰρ ἄτερ πολέμου εἰσῆλθε Μυκήνας
ξεῖνος ἅμ᾽ ἀντιθέῳ Πολυνείκεϊ, λαὸν ἀγείρων·
οἱ δὲ τότ᾽ ἐστρατόωνθ᾽ ἱερὰ πρὸς τείχεα Θήβης,
καί ῥα μάλα λίσσοντο δόμεν κλειτοὺς ἐπικούρους·
οἱ δ᾽ ἔθελον δόμεναι καὶ ἐπῄνεον ὡς ἐκέλευον· 380
ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε παραίσια σήματα φαίνων.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο,
Ἀσωπὸν δ᾽ ἵκοντο βαθύσχοινον λεχεποίην,
ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἀγγελίην ἐπὶ Τυδῆ στεῖλαν Ἀχαιοί.
αὐτὰρ ὁ βῆ, πολέας δὲ κιχήσατο Καδμεΐωνας 385
δαινυμένους κατὰ δῶμα βίης Ἐτεοκληείης.
ἔνθ᾽ οὐδὲ ξεῖνός περ ἐὼν ἱππηλάτα Τυδεὺς
τάρβει, μοῦνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἀεθλεύειν προκαλίζετο, πάντα δ᾽ ἐνίκα
ῥηϊδίως· τοίη οἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνη. 390
οἱ δὲ χολωσάμενοι Καδμεῖοι, κέντορες ἵππων,
ἂψ ἄρ᾽ ἀνερχομένῳ πυκινὸν λόχον εἷσαν ἄγοντες,
κούρους πεντήκοντα· δύω δ᾽ ἡγήτορες ἦσαν,
Μαίων Αἱμονίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν,
υἱός τ᾽ Αὐτοφόνοιο, μενεπτόλεμος Πολυφόντης. 395
Τυδεὺς μὲν καὶ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκε·
πάντας ἔπεφν᾽, ἕνα δ᾽ οἶον ἵει οἶκόνδε νέεσθαι·
Μαίον᾽ ἄρα προέηκε, θεῶν τεράεσσι πιθήσας.
τοῖος ἔην Τυδεὺς Αἰτώλιος· ἀλλὰ τὸν υἱὸν
γείνατο εἷο χέρεια μάχῃ, ἀγορῇ δέ τ᾽ ἀμείνω.» 400
Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὔ τι προσέφη κρατερὸς Διομήδης,
αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπὴν αἰδοίοιο·
τὸν δ᾽ υἱὸς Καπανῆος ἀμείψατο κυδαλίμοιο·
«Ἀτρεΐδη, μὴ ψεύδε᾽ ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῖν·
ἡμεῖς τοι πατέρων μέγ᾽ ἀμείνονες εὐχόμεθ᾽ εἶναι· 405
ἡμεῖς καὶ Θήβης ἕδος εἵλομεν ἑπταπύλοιο,
παυρότερον λαὸν ἀγαγόνθ᾽ ὑπὸ τεῖχος ἄρειον,
πειθόμενοι τεράεσσι θεῶν καὶ Ζηνὸς ἀρωγῇ·
κεῖνοι δὲ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο.
τῶ μή μοι πατέρας ποθ᾽ ὁμοίῃ ἔνθεο τιμῇ.» 410
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
«τέττα, σιωπῇ ἧσο, ἐμῷ δ᾽ ἐπιπείθεο μύθῳ·
οὐ γὰρ ἐγὼ νεμεσῶ Ἀγαμέμνονι, ποιμένι λαῶν,
ὀτρύνοντι μάχεσθαι ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς·
τούτῳ μὲν γὰρ κῦδος ἅμ᾽ ἕψεται, εἴ κεν Ἀχαιοὶ 415
Τρῶας δῃώσωσιν ἕλωσί τε Ἴλιον ἱρήν,
τούτῳ δ᾽ αὖ μέγα πένθος Ἀχαιῶν δῃωθέντων.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς.»
Ἦ ῥα, καὶ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε·
δεινὸν δ᾽ ἔβραχε χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσιν ἄνακτος 420
ὀρνυμένου· ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν.
Ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέϊ κῦμα θαλάσσης
ὄρνυτ᾽ ἐπασσύτερον Ζεφύρου ὕπο κινήσαντος·
πόντῳ μέν τε πρῶτα κορύσσεται, αὐτὰρ ἔπειτα
χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει, ἀμφὶ δέ τ᾽ ἄκρας 425
κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται, ἀποπτύει δ᾽ ἁλὸς ἄχνην·
ὣς τότ᾽ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες
νωλεμέως πόλεμόνδε· κέλευε δὲ οἷσιν ἕκαστος
ἡγεμόνων· οἱ δ᾽ ἄλλοι ἀκὴν ἴσαν, οὐδέ κε φαίης
τόσσον λαὸν ἕπεσθαι ἔχοντ᾽ ἐν στήθεσιν αὐδήν, 430
σιγῇ δειδιότες σημάντορας· ἀμφὶ δὲ πᾶσι
τεύχεα ποικίλ᾽ ἔλαμπε, τὰ εἱμένοι ἐστιχόωντο.
Τρῶες δ᾽, ὥς τ᾽ ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ
μυρίαι ἑστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν,
ἀζηχὲς μεμακυῖαι ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν, 435
ὣς Τρώων ἀλαλητὸς ἀνὰ στρατὸν εὐρὺν ὀρώρει·
οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος οὐδ᾽ ἴα γῆρυς,
ἀλλὰ γλῶσσ᾽ ἐμέμικτο, πολύκλητοι δ᾽ ἔσαν ἄνδρες.
ὦρσε δὲ τοὺς μὲν Ἄρης, τοὺς δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη
Δεῖμός τ᾽ ἠδὲ Φόβος καὶ Ἔρις ἄμοτον μεμαυῖα, 440
Ἄρεος ἀνδροφόνοιο κασιγνήτη ἑτάρη τε,
ἥ τ᾽ ὀλίγη μὲν πρῶτα κορύσσεται, αὐτὰρ ἔπειτα
οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη καὶ ἐπὶ χθονὶ βαίνει·
ἥ σφιν καὶ τότε νεῖκος ὁμοίϊον ἔμβαλε μέσσῳ
ἐρχομένη καθ᾽ ὅμιλον, ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν. 445
Οἱ δ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο,
σύν ῥ᾽ ἔβαλον ῥινούς, σὺν δ᾽ ἔγχεα καὶ μένε᾽ ἀνδρῶν
χαλκεοθωρήκων· ἀτὰρ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι
ἔπληντ᾽ ἀλλήλῃσι, πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει.
ἔνθα δ᾽ ἅμ᾽ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 450
ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, ῥέε δ᾽ αἵματι γαῖα.
ὡς δ᾽ ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ᾽ ὄρεσφι ῥέοντες
ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὄβριμον ὕδωρ
κρουνῶν ἐκ μεγάλων κοίλης ἔντοσθε χαράδρης,
τῶν δέ τε τηλόσε δοῦπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν· 555
ὣς τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή τε πόνος τε.