Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 3 στ. 369-417
Ως είπε αυτά, χιμάει, τ᾽ ολόφουντο του σφιχτοπιάνει κράνος
κι επήρε πίσω στους αντρόκαρδους Αργίτες να τον σέρνει. 370
Στον απαλό λαιμό τον έπνιγε ο ξομπλιαστός λουρίσκος,
που κάτω απ᾽ το σαγόνι τού ᾽σφιγγε το κράνος τεντωμένο.
Και θα τον έσερνε κι ανείπωτη θα κέρδιζε έτσι δόξα,
αν η Αφροδίτη, που τους ξέκρινε, δεν τού ᾽σπαε το λουρίσκο,
φτιαγμένο από βοδιού που σκότωσαν το δυνατό τομάρι. 375
Άδειο το κράνος έτσι απόμεινε στο δυνατό του χέρι.
Και τότε αυτός στριφογυρνώντας το στους αντρειανούς Αργίτες
το σφεντονάει, κι οι μπιστεμένοι του το σήκωσαν συντρόφοι·
κι ο πολεμάρχος πάλι εχίμιξε με το χαλκό κοντάρι
τον Πάρη να σκοτώσει θέλοντας, μα κείνον η Αφροδίτη, 380
θεά όπως ήταν, του τον άρπαξε μεμιάς, πυκνήν αντάρα
γύρω του απλώνει, στης γυναίκας του τη μοσκοβολισμένη
τον φέρνει κάμαρα, και γύρισε να κράξει την Ελένη.
Τη βρήκε με άλλες Τρωαδίτισσες πολλές στον πύργο απάνω·
απ᾽ το μαντί το μοσκομύριστο τη σέρνει πιάνοντάς τη 385
και της μιλάει, μιας γνέστρας παίρνοντας γερόντισσας το θώρι,
μαλλιά που της Ελένης δούλευε, στη Σπάρτη ως ζούσε ακόμα,
χρόνια παλιά, και την ξεχώριζε μέσ᾽ απ᾽ τις σκλάβες όλες.
Με τούτη μοιάζοντας η αρχόντισσα της μίλησε Αφροδίτη:
«Έλα μαζί, σε κράζει ο Αλέξαντρος στο σπίτι να γυρίσεις· 390
στην κάμαρά σας μέσα βρίσκεται, στο τορνευτό κλινάρι·
κορμί και ρούχα του πεντάμορφα στραφτοβολούν· πως φτάνει
από αντροπάλεμα δε θά ᾽λεγες, μόν᾽ για χορό πως φεύγει,
γιά από χορό πως μόλις γύρισε και ξαποσταίνει τώρα.»
Αυτά ειπε, κι εκεινής ταράχτηκε βαθιά η καρδιά στα στήθη, 395
κι ως τη θεά ψυχανεμίστηκεν απ᾽ του λαιμού τη χάρη,
από τα στήθη της τα μάργελα κι απ᾽ των ματιών τη φλόγα,
ξαφνιάστηκε, κι ευτύς της μίλησε κι απηλογιά τής δίνει:
«Πίβουλη εσύ, γιατί πεθύμησες με αυτά να με γελάσεις;
Γιά μπας και σ᾽ άλλο κάστρο σού ᾽τυχε πλουσιοκατοικημένο 400
κάποιο άλλον άντρα νά ᾽χεις φίλο σου, στη Μαιονία την ώρια
γιά στη Φρυγία, και τ᾽ αποφάσισες κει πέρα να με φέρεις;
Γιατί ο Μενέλαος τον Αλέξαντρο το ρήγα εχει νικήσει
και τώρα λέει να πάρει σπίτι του τη σιχαμένη εμένα,
γι᾽ αυτό λοιπόν δω πέρα μού ᾽ρχεσαι, για να με ξεπλανέψεις; 405
Εσύ κοντά του τράβα κάθισε, και των θεών αρνήσου
τις στράτες, κι ουδέ για τον Όλυμπο να πάρεις δρόμο πίσω.
Κείνον μονάχα βόηθα, γνοιάζου τον, με μόχτους, με τυράννια,
ώσπου στο τέλος πια γυναίκα του σε κάμει γιά και σκλάβα.
Εγώ δεν πάω, και νά ᾽σαι σίγουρη ―ντροπή μεγάλη θά ᾽ταν― 410
να πέσω πλάι του· οι Τρωαδίτισσες αν τό ᾽βλεπαν, μαζί μου
όλες θα τά ᾽βαζαν οι αρίφνητες μου φτάνουν πίκρες πού ᾽χω.»
Κι η αρχόντισσα Αφροδίτη θύμωσε κι απηλογιά τής δίνει:
«Μη με συχύζεις τώρα, ανέμυαλη, μη από θυμό σ᾽ αφήσω,
και σε μισήσω με όση δύναμη σε είχα αγαπήσει ως τώρα, 415
κι ανάμεσά τους έχτρα ανήμερη, στους Τρώες και στους Αργίτες,
σηκώσω εγώ, κι εσύ από θάνατο κακό χαθείς μαζί τους.»
Ἦ, καὶ ἐπαΐξας κόρυθος λάβεν ἱπποδασείης,
ἕλκε δ᾽ ἐπιστρέψας μετ᾽ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς· 370
ἄγχε δέ μιν πολύκεστος ἱμὰς ἁπαλὴν ὑπὸ δειρήν,
ὅς οἱ ὑπ᾽ ἀνθερεῶνος ὀχεὺς τέτατο τρυφαλείης.
καί νύ κεν εἴρυσσέν τε καὶ ἄσπετον ἤρατο κῦδος,
εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη,
ἥ οἱ ῥῆξεν ἱμάντα βοὸς ἶφι κταμένοιο· 375
κεινὴ δὲ τρυφάλεια ἅμ᾽ ἕσπετο χειρὶ παχείῃ.
τὴν μὲν ἔπειθ᾽ ἥρως μετ᾽ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς
ῥῖψ᾽ ἐπιδινήσας, κόμισαν δ᾽ ἐρίηρες ἑταῖροι·
αὐτὰρ ὁ ἂψ ἐπόρουσε κατακτάμεναι μενεαίνων
ἔγχεϊ χαλκείῳ· τὸν δ᾽ ἐξήρπαξ᾽ Ἀφροδίτη 380
ῥεῖα μάλ᾽ ὥς τε θεός, ἐκάλυψε δ᾽ ἄρ᾽ ἠέρι πολλῇ,
κὰδ δ᾽ εἷσ᾽ ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ κηώεντι.
αὐτὴ δ᾽ αὖθ᾽ Ἑλένην καλέουσ᾽ ἴε· τὴν δ᾽ ἐκίχανε
πύργῳ ἐφ᾽ ὑψηλῷ, περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅλις ἦσαν·
χειρὶ δὲ νεκταρέου ἑανοῦ ἐτίναξε λαβοῦσα, 385
γρηῒ δέ μιν ἐϊκυῖα παλαιγενέϊ προσέειπεν
εἰροκόμῳ, ἥ οἱ Λακεδαίμονι ναιεταώσῃ
ἤσκειν εἴρια καλά, μάλιστα δέ μιν φιλέεσκε·
τῇ μιν ἐεισαμένη προσεφώνεε δῖ᾽ Ἀφροδίτη·
«δεῦρ᾽ ἴθ᾽· Ἀλέξανδρός σε καλεῖ οἶκόνδε νέεσθαι. 390
κεῖνος ὅ γ᾽ ἐν θαλάμῳ καὶ δινωτοῖσι λέχεσσι,
κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν· οὐδέ κε φαίης
ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ᾽ ἐλθεῖν, ἀλλὰ χορόνδε
ἔρχεσθ᾽, ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν.»
Ὣς φάτο, τῇ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε· 395
καί ῥ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε θεᾶς περικαλλέα δειρὴν
στήθεά θ᾽ ἱμερόεντα καὶ ὄμματα μαρμαίροντα,
θάμβησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«δαιμονίη, τί με ταῦτα λιλαίεαι ἠπεροπεύειν;
ἦ πῄ με προτέρω πολίων εὖ ναιομενάων 400
ἄξεις, ἢ Φρυγίης ἢ Μῃονίης ἐρατεινῆς,
εἴ τίς τοι καὶ κεῖθι φίλος μερόπων ἀνθρώπων·
οὕνεκα δὴ νῦν δῖον Ἀλέξανδρον Μενέλαος
νικήσας ἐθέλει στυγερὴν ἐμὲ οἴκαδ᾽ ἄγεσθαι,
τοὔνεκα δὴ νῦν δεῦρο δολοφρονέουσα παρέστης; 405
ἧσο παρ᾽ αὐτὸν ἰοῦσα, θεῶν δ᾽ ἀπόεικε κελεύθου,
μηδ᾽ ἔτι σοῖσι πόδεσσιν ὑποστρέψειας Ὄλυμπον,
ἀλλ᾽ αἰεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε καί ἑ φύλασσε,
εἰς ὅ κέ σ᾽ ἢ ἄλοχον ποιήσεται ἢ ὅ γε δούλην.
κεῖσε δ᾽ ἐγὼν οὐκ εἶμι —νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη— 410
κείνου πορσανέουσα λέχος· Τρῳαὶ δέ μ᾽ ὀπίσσω
πᾶσαι μωμήσονται· ἔχω δ᾽ ἄχε᾽ ἄκριτα θυμῷ.»
Τὴν δὲ χολωσαμένη προσεφώνεε δῖ᾽ Ἀφροδίτη·
«μή μ᾽ ἔρεθε, σχετλίη, μὴ χωσαμένη σε μεθείω,
τὼς δέ σ᾽ ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλα φίλησα, 415
μέσσῳ δ᾽ ἀμφοτέρων μητίσομαι ἔχθεα λυγρά,
Τρώων καὶ Δαναῶν, σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι.»