Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 24 στ. 322-388
Με βιάση ανέβη τότε ο γέροντας στο αμάξι του, και βγήκε
περνώντας μέσα απ᾽ την αυλόπορτα και το βουερό χαγιάτι·
ομπρός τραβούσε ο πολυκάτεχος Ιδαίος, και τα μουλάρια
που σέρναν το καρότσι εκέντριζε· και τ᾽ άλογα ξοπίσω, 325
κυβερνημένα από το γέροντα, που εκράτα το μαστίγι,
γοργά μέσ᾽ απ᾽ το κάστρο εδρόμιζαν. Κι όλοι οι εδικοί με θρήνους
τον ακλουθούσαν, λες και πήγαινε το Χάρο ν᾽ ανταμώσει.
Μ᾽ από την πόλη ως κατηφόρισαν και πιάσαν πια τον κάμπο,
οι άλλοι, γαμπροί και γιοι, πισώστρεψαν και διάγειραν στο κάστρο. 330
Ωστόσο εκείνοι οι δυο σαν πρόβαλαν στον κάμπο, ο μακροβίγλης
ο Δίας τούς είδε και συμπόνεσε το γέροντα θωρώντας,
και στον Ερμή γυρνώντας μίλησε, τον ακριβό το γιο του:
«Ερμή, πολυαγαπάς και χαίρεσαι θνητούς να συντροφεύεις,
κι όποιον σου αρέσει ακούς, στη γνώμη του μετά χαράς συγκλίνεις. 335
Στα βαθουλά τα πλοία τ᾽ αργίτικα τον Πρίαμο τρέχα τώρα
συνέβγαλέ τον, έτσι που άλλος τους να μην τον νιώσει Αργίτης,
και μήτε να τον δει στη στράτα του, πριν φτάσει στου Αχιλλέα.»
Είπε, κι ο Αργοφονιάς τον άκουσεν ευτύς ο ψυχολάτης,
και δίχως άργητα στα πόδια του χρυσά περνάει σαντάλια, 340
πανώρια, αθάνατα, που ανάλαφρα, σαν την πνοή του ανέμου,
τον φέρναν πάνω απ᾽ τις απέραντες στεριές και τα πελάγη·
και πήρε το ραβδί στο χέρι του, που των θνητών τα μάτια
γητεύει σε όσους θέλει κλειώντας τα, κι άλλους ξυπνά απ᾽ τον ύπνο·
με αυτό και τότε ο τρανοδύναμος Αργοφονιάς πετούσε, 345
κι ομπρός στην Τροία και στον Ελλήσποντο σε λίγην ώρα φτάνει.
Και κίνησε με αρχόντου μοιάζοντας υγιό, τα μάγουλά του
μόλις που χνούδισαν, κι η νιότη του στην πιο γλυκιά της ώρα.
Εκείνοι ωστόσο απ᾽ του Ίλου ως πέρασαν το μέγα μνήμα δίπλα,
τ᾽ αλόγατά τους και τις μούλες τους σταμάτησαν να πιούνε 350
στον ποταμό, τι πια περίσσευε στους κάμπους το σκοτάδι.
Και ξαφνικά θωρεί που εσίμωνε και ξεχωρίζει ο κράχτης
τον νέον Ερμή, κι ευτύς γυρίζοντας στον Πρίαμο συντυχαίνει:
«Έχε το νου, σπορά του Δάρδανου, φρόνεση τώρα θέλει·
κάποιον θωρώ, και λέω πως γρήγορα κομμάτια θα μας κάνει. 355
Μόν᾽ έλα βιάσου, κι ας του δίνουμε πα στ᾽ άτια, γιά τα γόνα
παρακαλώντας ας του πιάσουμε, μπας και μας συμπονέσει.»
Είπε, κι ο νους του γέρου εσάστισε, τον έπιασε τρομάρα,
κι ορθές οι τρίχες του σηκώθηκαν πα στο σκεβρό κορμί του,
και στάθη σα χαμένος. Ζύγωσεν ο Πρωτοκλέφτης τότε, 360
στο γέροντα έδωσε το χέρι του, τον ρώτησε και τού ᾽πε:
«Για πού, πατέρα, με τις μούλες σου τραβάς και τ᾽ άλογά σου
μέσα στη νύχτα την αθάνατη, που όλοι οι θνητοί κοιμούνται;
κι ουδέ καθόλου τους ανήμερους φοβήθηκες Αργίτες,
που οχτροί σου φοβεροί κι αντίμαχοι γυρνούν στα μέρη ετούτα; 365
Αν απ᾽ αυτούς κανένας σ᾽ έβλεπε με τόσο βιος που σέρνεις
μες στη γοργή νυχτιά την άφωτη, πώς θα σου ερχόταν τότε;
Πια νιος δεν είσαι συ, και γέροντας ο σύντροφός σου ετούτος,
και δε γλιτώνετε, μανιάζοντας αν σας ριχτεί κανένας.
Όμως κακό από εμέ μη σκιάζεσαι, μόν᾽ θα σε διαφεντέψω, 370
κι αν άλλος σού ριχτεί· τον κύρη μου πολύ μού τον θυμίζεις.»
Κι ο θεοπρόσωπος ο γέροντας του απηλογήθη τότε:
«Έτσι είναι αλήθεια αυτά, καλόπαιδο, καθώς τ᾽ αναθιβάνεις·
μα ένας θεός το χέρι του άπλωσε και τώρα πάνωθέ μου,
που τέτοιο συνεβγάλτη μού ᾽πεψε να βγεί μπροστά μου τώρα, 375
στην ώρα πάνω, μ᾽ έτοιο ανάριμμα, μ᾽ έτοιο αρχοντίσιο διώμα·
κι ακόμα γνωστικά τα λόγια σου· καλότυχοι οι γονιοί σου!»
Κι ο Αργοφονιάς τού απηλογήθηκεν ο ψυχολάτης τότε:
«Τα πού ᾽πες, δίχως άλλο, γέροντα, σωστά και δίκια ειν᾽ όλα,
μόν᾽ έλα τώρα, δώσ᾽ μου απόκριση και πες την πάσα αλήθεια: 380
Το διαλεχτό σου βιος, το αρίφνητο, στα ξένα φευγατίζεις,
σε ανθρώπους μακρινούς, στον πόλεμο να μην τα χάσεις όλα;
γιά παρατάτε κιόλας σύψυχοι της άγιας Τροίας το κάστρο,
πάνω στο φόβο σας, που εχάσατε τον πιο αντρειωμένο τώρα,
το γιο σου, που στη μάχη ούτ᾽ ένας μας δεν τον περνούσε Αργίτης;» 385
Κι ο θεοπρόσωπος ο γέροντας του απηλογήθη τότε:
«Ποιός νά ᾽σαι τάχα εσύ, αρχοντόπουλο, και ποιοί οι γονιοί σου εσένα,
που έτσι καλά του γιου μου του άμοιρου τη μοίρα αναστορίζεις;»
Σπερχόμενος δ᾽ ὁ γεραιὸς ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου,
ἐκ δ᾽ ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου.
πρόσθε μὲν ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην,
τὰς Ἰδαῖος ἔλαυνε δαΐφρων· αὐτὰρ ὄπισθεν 325
ἵπποι, τοὺς ὁ γέρων ἐφέπων μάστιγι κέλευε
καρπαλίμως κατὰ ἄστυ· φίλοι δ᾽ ἅμα πάντες ἕποντο
πόλλ᾽ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θάνατόνδε κιόντα.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν πόλιος κατέβαν, πεδίον δ᾽ ἀφίκοντο,
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἄψορροι προτὶ Ἴλιον ἀπονέοντο, 330
παῖδες καὶ γαμβροί, τὼ δ᾽ οὐ λάθον εὐρύοπα Ζῆν
ἐς πεδίον προφανέντε· ἰδὼν δ᾽ ἐλέησε γέροντα,
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ Ἑρμείαν, υἱὸν φίλον, ἀντίον ηὔδα·
«Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν
ἀνδρὶ ἑταιρίσσαι, καί τ᾽ ἔκλυες ᾧ κ᾽ ἐθέλῃσθα, 335
βάσκ᾽ ἴθι, καὶ Πρίαμον κοίλας ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
ὣς ἄγαγ᾽, ὡς μήτ᾽ ἄρ τις ἴδῃ μήτ᾽ ἄρ τε νοήσῃ
τῶν ἄλλων Δαναῶν, πρὶν Πηλεΐωνάδ᾽ ἱκέσθαι.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε διάκτορος Ἀργειφόντης.
αὐτίκ᾽ ἔπειθ᾽ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα 340
ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ᾽ ὑγρὴν
ἠδ᾽ ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο·
εἵλετο δὲ ῥάβδον, τῇ τ᾽ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει
ὧν ἐθέλει, τοὺς δ᾽ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει·
τὴν μετὰ χερσὶν ἔχων πέτετο κρατὺς Ἀργειφόντης. 345
αἶψα δ᾽ ἄρα Τροίην τε καὶ Ἑλλήσποντον ἵκανε,
βῆ δ᾽ ἰέναι κούρῳ αἰσυμνητῆρι ἐοικώς,
πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦ περ χαριεστάτη ἥβη.
Οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν μέγα σῆμα παρὲξ Ἴλοιο ἔλασσαν,
στῆσαν ἄρ᾽ ἡμιόνους τε καὶ ἵππους, ὄφρα πίοιεν, 350
ἐν ποταμῷ· δὴ γὰρ καὶ ἐπὶ κνέφας ἤλυθε γαῖαν.
τὸν δ᾽ ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδὼν ἐφράσσατο κῆρυξ
Ἑρμείαν, ποτὶ δὲ Πρίαμον φάτο φώνησέν τε·
«φράζεο, Δαρδανίδη· φραδέος νόου ἔργα τέτυκται.
ἄνδρ᾽ ὁρόω, τάχα δ᾽ ἄμμε διαρραίσεσθαι ὀΐω. 355
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ φεύγωμεν ἐφ᾽ ἵππων, ἤ μιν ἔπειτα
γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν, αἴ κ᾽ ἐλεήσῃ.»
Ὣς φάτο, σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, δείδιε δ᾽ αἰνῶς,
ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι,
στῆ δὲ ταφών· αὐτὸς δ᾽ ἐριούνιος ἐγγύθεν ἐλθών, 360
χεῖρα γέροντος ἑλὼν ἐξείρετο καὶ προσέειπε·
«πῇ, πάτερ, ὧδ᾽ ἵππους τε καὶ ἡμιόνους ἰθύνεις
νύκτα δι᾽ ἀμβροσίην, ὅτε θ᾽ εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι;
οὐδὲ σύ γ᾽ ἔδεισας μένεα πνείοντας Ἀχαιούς,
οἵ τοι δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι ἐγγὺς ἔασι; 365
τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν
τοσσάδ᾽ ὀνείατ᾽ ἄγοντα, τίς ἂν δή τοι νόος εἴη;
οὔτ᾽ αὐτὸς νέος ἐσσί, γέρων δέ τοι οὗτος ὀπηδεῖ,
ἄνδρ᾽ ἀπαμύνασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ.
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐδέν σε ῥέξω κακά, καὶ δέ κεν ἄλλον 370
σεῦ ἀπαλεξήσαιμι· φίλῳ δέ σε πατρὶ ἐΐσκω.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
«οὕτω πῃ τάδε γ᾽ ἐστί, φίλον τέκος, ὡς ἀγορεύεις.
ἀλλ᾽ ἔτι τις καὶ ἐμεῖο θεῶν ὑπερέσχεθε χεῖρα,
ὅς μοι τοιόνδ᾽ ἧκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι, 375
αἴσιον, οἷος δὴ σὺ δέμας καὶ εἶδος ἀγητός,
πέπνυσαί τε νόῳ, μακάρων δ᾽ ἔξ ἐσσι τοκήων.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε διάκτορος Ἀργειφόντης·
«ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, γέρον, κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, 380
ἠέ πῃ ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ,
ἦ ἤδη πάντες καταλείπετε Ἴλιον ἱρὴν
δειδιότες· τοῖος γὰρ ἀνὴρ ὤριστος ὄλωλε
σὸς πάϊς· οὐ μὲν γάρ τι μάχης ἐπιδεύετ᾽ Ἀχαιῶν.» 385
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
«τίς δὲ σύ ἐσσι, φέριστε, τέων δ᾽ ἔξ ἐσσι τοκήων;
ὥς μοι καλὰ τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες.»