Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 23 στ. 287-348
Είπε ο Αχιλλέας, κι ευτύς μαζώχτηκαν οι αλογολάτες γύρα·
τρανός ασκώθη ρήγας, ο Εύμηλος, ο ακριβογιός του Αδμήτου,
πρώτος απ᾽ όλους, που το ταίρι του στ᾽ αλόγατα δεν είχε.
Ξοπίσω του πετάχτη ο αντρόψυχος γιος του Τυδέα Διομήδης, 290
κι έζευε ευτύς του Τρώα τ᾽ αλόγατα, που μια φορά ειχε αρπάξει
του Αινεία, μα αυτόν τον ίδιο ο Απόλλωνας τον γλίτωσε με δόλο.
Μετά ο ξανθός, αρχοντογέννητος Μενέλαος εσηκώθη,
ο γιος του Ατρέα, τα φτεροπόδαρα φαριά του για να ζέψει,
μαζί με το δικό του Πόδαργο, την Αίθη, μια φοράδα, 295
που του Αγαμέμνονα την έδωκεν ο Εχέπωλος για δώρο,
ο γιος του Αγχίση, τι δεν ήθελε στην Τροία να πάει μαζί του,
μόνο να μένει εκεί να χαίρεται· τι τού ᾽χε ο Δίας δοσμένο
μεγάλο βιος, και στην απλόχωρη τη Σικυώνα εζούσε.
Αυτή ήταν πού ᾽ζεψε, τη φόρα της μεβιάς κοντοκρατώντας. 300
Τέταρτος έζεψεν ο Αντίλοχος τα ωριότριχα άλογά του,
ο αρχοντικός υγιός του Νέστορα, του ρήγα του αντρειωμένου·
κι ήταν της Πύλος τ᾽ άτια γέννημα, που τού ᾽σερναν τ᾽ αμάξι
γοργά. Κι ο κύρης του ζυγώνοντας για το καλό του τότε
μιλούσε γνωστικά, κι ας ήτανε κι ο γιος του μυαλωμένος: 305
«Κι αν είσαι ακόμα νιος, Αντίλοχε, μα ο Δίας κι ο Ποσειδώνας
σε αγάπησαν, και τ᾽ άτια σού ᾽μαθαν να κυβερνάς με τέχνες
λογής λογής· μπορούσαν νά ᾽λειπαν λοιπόν οι συβουλές μου.
Καλά κατέχεις πώς το αμάξι σου να στρίψεις στα σημάδια·
όμως περίσσια οκνά ειναι τ᾽ άτια σου, και λέω πως θα την πάθεις. 310
Των άλλων τ᾽ άλογα πιο γρήγορα, μ᾽ ατοί τους δεν κατέχουν
να σοφιστούνε τέχνες πιότερες απ᾽ ό,τι εσύ στο νου τους.
Μόν᾽ έλα, γιε μου, και στα φρένα σου στοχάσου τέχνες τώρα
λογής λογής, μέσα απ᾽ τα χέρια σου μην τα βραβεία ξεφύγουν.
Ο νους τον κάνει, κι όχι η δύναμη, τον άξιο το λοτόμο· 315
ο νους τον καπετάνιο το άρμενο στο πέλαο το κρασάτο
να κουμαντάρει, σύντας οι άνεμοι το δέρνουν πέρα δώθε·
ο νους και τον που τρέχει στ᾽ άλογα βοηθά και πρώτος φτάνει·
τι ο που θαρρεύεται στα γρήγορα κι αμάξια και φαριά του
και κάνει ανέγνοιαστος απόγυρους μεγάλους δώθε κείθε, 320
χάνουν τον ίσιο δρόμο τ᾽ άτια του και κρατημό δεν έχουν.
Μα ο που λαλεί φαριά πιο μπόσικα και ξέρει πώς κερδίζουν,
στήνει τα μάτια στο ακροσήμαδο, ξυστά το φέρνει βόλτα,
κι ουδέ στιγμή ξεχνάει τα νιόλουρα με σιγουριά να σέρνει,
κι όλο γραμμή τραβάει κοιτάζοντας τον μπροστινό του πάντα. 325
Σου λέω και το σημάδι ξάστερα, που θα το ιδείς κι ατός σου:
Ως μιαν οργιά απ᾽ το χώμα κούτσουρο ξερό ψηλά προβαίνει,
καν δρυ καν πεύκου ―τα βροχόνερα δεν τό ᾽χουν σαπημένο·
δυο πέτρες το κρατούν ζερβόδεξα λευκές, εκεί που ο δρόμος
γωνιάζει, κι όμως η αλογόστρατα παντού στρωτή τρογύρα. 330
Κάποιου το μνήμα θά ᾽ν᾽ που πέθανε σε χρόνια περασμένα,
γιά κι ακροσήμαδο που τό ᾽στησαν παλιών καιρών ανθρώποι·
αυτό ειναι το σημάδι πού ᾽βαλε τώρα ο Αχιλλέας ο γαύρος.
Κι εσύ τ᾽ αμάξια και τ᾽ αλόγατα ξυστά αποδίπλα πέρνα,
και το κορμί σου στο καλόπλεχτο το αμάξι γέρνε μέσα, 335
ζερβά σου λίγο, και νυμάτιζε και το δεξιό φαρί σου,
και μπήξε του φωνή, λασκάροντας στα χέρια σου τα γκέμια.
Μα το ζερβό σου βάλε το άλογο να στρίψει το σημάδι
ξυστά, που να θαρρείς πως πάνω του το κεφαλάρι αγγίζει
της στέριας ρόδας σου· όμως πρόσεξε στην πέτρα μη χτυπήσεις, 340
να μη λαβώσεις και τ᾽ αλόγατα και σπάσεις και τ᾽ αμάξι,
τρανή στους άλλους αναγάλλιαση, ντροπή στον ίδιο εσένα.
Έχε ανοιχτά λοιπόν τα μάτια σου, καλέ μου, και φυλάξου·
τι μια και στρίψεις το ακροσήμαδο λαλώντας τ᾽ άλογά σου,
δε θα σε φτάσει ούτ᾽ ένας τρέχοντας, μηδέ θα σε περάσει, 345
με τον Αρείονα ακόμα πίσω σου κι αν έτρεχε το γαύρο,
το άτι του Αδράστου το φτερόποδο, που από θεούς κρατούσε,
μηδέ με τ᾽ άτια του Λαομέδοντα, που εδώ στην Τροία θραφήκαν.»
Ὣς φάτο Πηλεΐδης, ταχέες δ᾽ ἱππῆες ἄγερθεν.
ὦρτο πολὺ πρῶτος μὲν ἄναξ ἀνδρῶν Εὔμηλος,
Ἀδμήτου φίλος υἱός, ὃς ἱπποσύνῃ ἐκέκαστο·
τῷ δ᾽ ἐπὶ Τυδεΐδης ὦρτο κρατερὸς Διομήδης, 290
ἵππους δὲ Τρῳοὺς ὕπαγε ζυγόν, οὕς ποτ᾽ ἀπηύρα
Αἰνείαν, ἀτὰρ αὐτὸν ὑπεξεσάωσεν Ἀπόλλων.
τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀτρεΐδης ὦρτο ξανθὸς Μενέλαος
διογενής, ὑπὸ δὲ ζυγὸν ἤγαγεν ὠκέας ἵππους,
Αἴθην τὴν Ἀγαμεμνονέην τὸν ἑόν τε Πόδαργον· 295
τὴν Ἀγαμέμνονι δῶκ᾽ Ἀγχισιάδης Ἐχέπωλος
δῶρ᾽, ἵνα μή οἱ ἕποιθ᾽ ὑπὸ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν,
ἀλλ᾽ αὐτοῦ τέρποιτο μένων· μέγα γάρ οἱ ἔδωκε
Ζεὺς ἄφενος, ναῖεν δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν εὐρυχόρῳ Σικυῶνι·
τὴν ὅ γ᾽ ὑπὸ ζυγὸν ἦγε, μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν. 300
Ἀντίλοχος δὲ τέταρτος ἐΰτριχας ὁπλίσαθ᾽ ἵππους,
Νέστορος ἀγλαὸς υἱὸς ὑπερθύμοιο ἄνακτος,
τοῦ Νηληϊάδαο· Πυλοιγενέες δέ οἱ ἵπποι
ὠκύποδες φέρον ἅρμα· πατὴρ δέ οἱ ἄγχι παραστὰς
μυθεῖτ᾽ εἰς ἀγαθὰ φρονέων νοέοντι καὶ αὐτῷ· 305
«Ἀντίλοχ᾽, ἤτοι μέν σε νέον περ ἐόντα φίλησαν
Ζεύς τε Ποσειδάων τε, καὶ ἱπποσύνας ἐδίδαξαν
παντοίας· τῶ καί σε διδασκέμεν οὔ τι μάλα χρεώ·
οἶσθα γὰρ εὖ περὶ τέρμαθ᾽ ἑλισσέμεν· ἀλλά τοι ἵπποι
βάρδιστοι θείειν· τῶ τ᾽ οἴω λοίγι᾽ ἔσεσθαι. 310
τῶν δ᾽ ἵπποι μὲν ἔασιν ἀφάρτεροι, οὐδὲ μὲν αὐτοὶ
πλείονα ἴσασιν σέθεν αὐτοῦ μητίσασθαι.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ σύ, φίλος, μῆτιν ἐμβάλλεο θυμῷ
παντοίην, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα.
μήτι τοι δρυτόμος μέγ᾽ ἀμείνων ἠὲ βίηφι· 315
μήτι δ᾽ αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ
νῆα θοὴν ἰθύνει ἐρεχθομένην ἀνέμοισι·
μήτι δ᾽ ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο.
ἀλλ᾽ ὃς μέν θ᾽ ἵπποισι καὶ ἅρμασιν οἷσι πεποιθὼς
ἀφραδέως ἐπὶ πολλὸν ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα, 320
ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον, οὐδὲ κατίσχει·
ὃς δέ κε κέρδεα εἰδῇ ἐλαύνων ἥσσονας ἵππους,
αἰεὶ τέρμ᾽ ὁρόων στρέφει ἐγγύθεν, οὐδέ ἑ λήθει
ὅππως τὸ πρῶτον τανύσῃ βοέοισιν ἱμᾶσιν,
ἀλλ᾽ ἔχει ἀσφαλέως καὶ τὸν προὔχοντα δοκεύει. 325
σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ᾽ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει.
ἕστηκε ξύλον αὖον ὅσον τ᾽ ὄργυι᾽ ὑπὲρ αἴης,
ἢ δρυὸς ἢ πεύκης· τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ,
λᾶε δὲ τοῦ ἑκάτερθεν ἐρηρέδαται δύο λευκὼ
ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, λεῖος δ᾽ ἱππόδρομος ἀμφίς· 330
ἤ τευ σῆμα βροτοῖο πάλαι κατατεθνηῶτος,
ἢ τό γε νύσσα τέτυκτο ἐπὶ προτέρων ἀνθρώπων,
καὶ νῦν τέρματ᾽ ἔθηκε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς.
τῷ σὺ μάλ᾽ ἐγχρίμψας ἐλάαν σχεδὸν ἅρμα καὶ ἵππους,
αὐτὸς δὲ κλινθῆναι ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ 335
ἦκ᾽ ἐπ᾽ ἀριστερὰ τοῖιν· ἀτὰρ τὸν δεξιὸν ἵππον
κένσαι ὁμοκλήσας, εἶξαί τέ οἱ ἡνία χερσίν.
ἐν νύσσῃ δέ τοι ἵππος ἀριστερὸς ἐγχριμφθήτω,
ὡς ἄν τοι πλήμνη γε δοάσσεται ἄκρον ἱκέσθαι
κύκλου ποιητοῖο· λίθου δ᾽ ἀλέασθαι ἐπαυρεῖν, 340
μή πως ἵππους τε τρώσῃς κατά θ᾽ ἅρματα ἄξῃς·
χάρμα δὲ τοῖς ἄλλοισιν, ἐλεγχείη δὲ σοὶ αὐτῷ
ἔσσεται· ἀλλά, φίλος, φρονέων πεφυλαγμένος εἶναι.
εἰ γάρ κ᾽ ἐν νύσσῃ γε παρεξελάσῃσθα διώκων,
οὐκ ἔσθ᾽ ὅς κέ σ᾽ ἕλῃσι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ, 345
οὐδ᾽ εἴ κεν μετόπισθεν Ἀρίονα δῖον ἐλαύνοι,
Ἀδρήστου ταχὺν ἵππον, ὃς ἐκ θεόφιν γένος ἦεν,
ἢ τοὺς Λαομέδοντος, οἳ ἐνθάδε γ᾽ ἔτραφεν ἐσθλοί.»