Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 22 στ. 306-374
Ως είπε τούτα, ξεθηκάρωσε το κοφτερό σπαθί του,
που απ᾽ το πλευρό του δίπλα εκρέμουνταν, το δυνατό, το μέγα,
κι εχύθη ομπρός σκυφτά, αιθερόλαμνος ίδιος αϊτός, που ξάφνου
ψηλάθε από τα μαύρα σύγνεφα χιμάει στον κάμπο κάτω,
γιά κάποιο αρνί ν᾽ αρπάξει αδύναμο γιά και λαγό δειλιάρη· 310
παρόμοια εχύθη σειώντας ο Έχτορας το κοφτερό σπαθί του.
Χιμίζει κι ο Αχιλλέας· τα σπλάχνα του θυμός τα πλημμυρούσε
ανήμερος, κι ομπρός στο στήθος του το πλουμιστό, πανώριο
βάζει σκουτάρι· πάνω εσάλευε το αστραφτερό του κράνος,
το τετρακέρατο, κι ολόγυρα κυμάτιζαν οι τρίχες 315
χρυσές, για φούντα πού ᾽χεν ο Ήφαιστος πυκνές στεριώσει απάνω.
Πώς ξεπροβαίνει στ᾽ άστρα ανάμεσα μες στην καρδιά της νύχτας
ο Αποσπερίτης, τ᾽ ομορφότερο ψηλά στα ουράνια αστέρι·
παρόμοια ο κοφτερός στραφτάλιζε χαλκός, που στο δεξιό του
κουνούσεν ο Αχιλλέας, το θάνατο του Εχτόρου μελετώντας, 320
και τ᾽ όμορφο κορμί του κοίταζε πού κάλλιο να χτυπήσει.
Το άλλο κορμί του ακέριο τ᾽ άρματα τα χάλκινα σκεπάζαν,
τα ώρια, που κούρσεψε, τον Πάτροκλο τον αντρειανό χτυπώντας·
κι άνοιγε μόνο απά στην κλείδωση, λαιμό που δένει κι ώμους,
πλάι στο λαρύγγι, εκεί που ο θάνατος μονοστιγμίς πλακώνει. 325
Κι όπως χιμούσε, ο αρχοντογέννητος εκεί Αχιλλέας τού ρίχνει,
κι απαντικρύ ο χαλός ξεπρόβαλε στον τρυφερό λαιμό του·
μα το λαρύγγι απ᾽ το χαλκόβαρο δεν κόπηκε κοντάρι,
για να μπορεί να δώσει απόκριση, σα θα του εμίλα εκείνος.
Στη γης σωριάστη, κι ο αρχοντόγεννος καυκήθηκε Αχιλλέας: 330
«Έχτορα, αλήθεια, σαν ξαρμάτωνες τον Πάτροκλο, θαρρούσες
θα γλίτωνες, και μένα πού ᾽λειπα δε λόγιασες καθόλου,
ανέμυαλε! Πολύ πιο αντρόκαρδος εγώ ειχα μείνει πίσω
στα βαθουλά καράβια, αργότερα ξεπλερωμή να πάρω,
και σού ᾽λυσα τα γόνα. Ανέσπλαχνα σκυλιά κι αγιούπες σένα 335
θα σύρουν, κι οι Αχαιοί τον Πάτροκλο θα θάψουν τιμημένα.»
Και τότε ο κρανοσείστης Έχτορας μιλά του ξεπνεμένος:
«Έτσι ζωή, γονιούς να χαίρεσαι και νιάτα, σε ξορκίζω,
αχ, μη με αφήσεις σκύλοι αργίτικοι στα πλοία να με σπαράξουν·
μονάχα εσύ χαλκό και μάλαμα για ξαγορά μου δέξου, 340
που θα σου δώσουν πλήθια ο κύρης μου κι η σεβαστή μου η μάνα·
και πίσω το κορμί μου γύρισε στο σπίτι μου, να βάλουν
οι Τρώες μαζί με τις γυναίκες τους φωτιά και να με κάψουν.»
Κι είπε ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος ταυροκοιτάζοντάς τον:
«Μη με ξορκίζεις γιά στα νιάτα μου, γιά στους γονιούς μου, σκύλε! 345
τι όσο με σπρώχνει εμένα η λύσσα μου κι η μάνητά μου, ατός μου
να κόψω, ωμές να φάω τις σάρκες σου, γι᾽ αυτά που μού ᾽χεις κάνει,
τόσο ειναι αλήθεια απ᾽ το κεφάλι σου πως δε θα διώξει ούτ᾽ ένας
τους σκύλους, κι αν ακόμα μού ᾽φερναν εδώ την ξαγορά σου
δέκα φορές πιο πλήθια κι είκοσι, και να μου τάζαν κι άλλα· 350
κι ουδέ κι αν μού ᾽λεε ν᾽ αντιζύγιαζεν ο Πρίαμος το κορμί σου
με μάλαμα, και πάλε η μάνα σου που σ᾽ έχει γεννημένα
δε θα σε βάλει απά στο στρώμα σου να σε μοιρολογήσει,
μονάχα εσένα οι σκύλοι αλάκερο κι οι αγιούπες θα σε φάνε!»
Κι ο μέγας Έχτορας πεθαίνοντας απηλογιά τού δίνει: 355
«Και μόνο που σε βλέπω τό ᾽νιωσα, κι ουδ᾽ ήταν να σου αλλάξω
τη γνώμη, τι καρδιά από σίδερο στα στήθια μέσα κλείνεις.
Μ᾽ απ᾽ αφορμή δικιά μου πρόσεξε μην οι θεοί θυμώσουν
τη μέρα που και σένα, αντρόκαρδος κι ας είσαι, θα χαλάσουν
στο Ζερβοπόρτι ομπρός ο Αλέξαντρος κι ο Απόλλωνας ο Φοίβος.» 360
Ως είπε τούτα, ευτύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,
κι απ᾽ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,
θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που αφήκε αντρειά και νιότη.
Τότε ο Αχιλλέας ο αρχοντογέννητος, νεκρός κι ας ήταν, τού ᾽πε:
«Πέθανε εσύ, και μένα ο θάνατος καλώς να ᾽ρθεί, την ώρα 365
που ο Δίας θα ορίσει κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να μ᾽ ανταμώσει.»
Είπε, κι απ᾽ το κουφάρι ετράβηξε το χάλκινο κοντάρι,
κι ως δίπλα εκεί τ᾽ αφήκε, τ᾽ άρματα του γδύνει από τους ώμους,
αίμα γιομάτα· κι οι άλλοι ολόγυρα μαζώχτηκαν Αργίτες
και θώρουν του Έχτορα θαμάζοντας το ανάριμμα, το διώμα, 370
κι ούτ᾽ ένας το κορμί του εζύγωσε χωρίς να το λαβώσει.
Κι έτσι μιλούσαν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
«Γιά ιδές που αγγίζουμε τον Έχτορα και δεν αγριεύει τώρα,
σαν τότε που μας άναβε άσπλαχνα τη φλόγα στ᾽ άρμενά μας!»
Ὣς ἄρα φωνήσας εἰρύσσατο φάσγανον ὀξύ,
τό οἱ ὑπὸ λαπάρην τέτατο μέγα τε στιβαρόν τε,
οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ᾽ αἰετὸς ὑψιπετήεις,
ὅς τ᾽ εἶσιν πεδίονδε διὰ νεφέων ἐρεβεννῶν
ἁρπάξων ἢ ἄρν᾽ ἀμαλὴν ἤ πτῶκα λαγωόν· 310
ὣς Ἕκτωρ οἴμησε τινάσσων φάσγανον ὀξύ.
ὁρμήθη δ᾽ Ἀχιλεύς, μένεος δ᾽ ἐμπλήσατο θυμὸν
ἀγρίου, πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε
καλὸν δαιδάλεον, κόρυθι δ᾽ ἐπένευε φαεινῇ
τετραφάλῳ· καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι 315
χρύσεαι, ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ θαμειάς.
οἷος δ᾽ ἀστὴρ εἶσι μετ᾽ ἀστράσι νυκτὸς ἀμολγῷ
ἕσπερος, ὃς κάλλιστος ἐν οὐρανῷ ἵσταται ἀστήρ,
ὣς αἰχμῆς ἀπέλαμπ᾽ εὐήκεος, ἣν ἄρ᾽ Ἀχιλλεὺς
πάλλεν δεξιτερῇ φρονέων κακὸν Ἕκτορι δίῳ, 320
εἰσορόων χρόα καλόν, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα.
τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον μὲν ἔχε χρόα χάλκεα τεύχεα,
καλά, τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξε κατακτάς·
φαίνετο δ᾽ ᾗ κληῗδες ἀπ᾽ ὤμων αὐχέν᾽ ἔχουσι,
λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος· 325
τῇ ῥ᾽ ἐπὶ οἷ μεμαῶτ᾽ ἔλασ᾽ ἔγχεϊ δῖος Ἀχιλλεύς,
ἀντικρὺ δ᾽ ἁπαλοῖο δι᾽ αὐχένος ἤλυθ᾽ ἀκωκή·
οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ ἀσφάραγον μελίη τάμε χαλκοβάρεια,
ὄφρα τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν.
ἤριπε δ᾽ ἐν κονίῃς· ὁ δ᾽ ἐπεύξατο δῖος Ἀχιλλεύς· 330
«Ἕκτορ, ἀτάρ που ἔφης Πατροκλῆ᾽ ἐξεναρίζων
σῶς ἔσσεσθ᾽, ἐμὲ δ᾽ οὐδὲν ὀπίζεο νόσφιν ἐόντα,
νήπιε· τοῖο δ᾽ ἄνευθεν ἀοσσητὴρ μέγ᾽ ἀμείνων
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐγὼ μετόπισθε λελείμμην,
ὅς τοι γούνατ᾽ ἔλυσα· σὲ μὲν κύνες ἠδ᾽ οἰωνοὶ 335
ἑλκήσουσ᾽ ἀϊκῶς, τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοί.»
Τὸν δ᾽ ὀλιγοδρανέων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·
«λίσσομ᾽ ὑπὲρ ψυχῆς καὶ γούνων σῶν τε τοκήων,
μή με ἔα παρὰ νηυσὶ κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν,
ἀλλὰ σὺ μὲν χαλκόν τε ἅλις χρυσόν τε δέδεξο, 340
δῶρα τά τοι δώσουσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ,
σῶμα δὲ οἴκαδ᾽ ἐμὸν δόμεναι πάλιν, ὄφρα πυρός με
Τρῶες καὶ Τρώων ἄλοχοι λελάχωσι θανόντα.»
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεὺς·
«μή με, κύον, γούνων γουνάζεο μηδὲ τοκήων· 345
αἲ γάρ πως αὐτόν με μένος καὶ θυμὸς ἀνείη
ὤμ᾽ ἀποταμνόμενον κρέα ἔδμεναι, οἷα ἔοργας,
ὡς οὐκ ἔσθ᾽ ὃς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι,
οὐδ᾽ εἴ κεν δεκάκις τε καὶ εἰκοσινήριτ᾽ ἄποινα
στήσωσ᾽ ἐνθάδ᾽ ἄγοντες, ὑπόσχωνται δὲ καὶ ἄλλα, 350
οὐδ᾽ εἴ κέν σ᾽ αὐτὸν χρυσῷ ἐρύσασθαι ἀνώγοι
Δαρδανίδης Πρίαμος· οὐδ᾽ ὧς σέ γε πότνια μήτηρ
ἐνθεμένη λεχέεσσι γοήσεται, ὃν τέκεν αὐτή,
ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται.»
Τὸν δὲ καταθνῄσκων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ· 355
«ἦ σ᾽ εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλον
πείσειν· ἦ γὰρ σοί γε σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός.
φράζεο νῦν, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι
ἤματι τῷ ὅτε κέν σε Πάρις καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων
ἐσθλὸν ἐόντ᾽ ὀλέσωσιν ἐνὶ Σκαιῇσι πύλῃσιν.» 360
Ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψε,
ψυχὴ δ᾽ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει,
ὃν πότμον γοόωσα, λιποῦσ᾽ ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην.
τὸν καὶ τεθνηῶτα προσηύδα δῖος Ἀχιλλεύς·
«τέθναθι· κῆρα δ᾽ ἐγὼ τότε δέξομαι, ὁππότε κεν δὴ 365
Ζεὺς ἐθέλῃ τελέσαι ἠδ᾽ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι.»
Ἦ ῥα, καὶ ἐκ νεκροῖο ἐρύσσατο χάλκεον ἔγχος,
καὶ τό γ᾽ ἄνευθεν ἔθηχ᾽, ὁ δ᾽ ἀπ᾽ ὤμων τεύχε᾽ ἐσύλα
αἱματόεντ᾽· ἄλλοι δὲ περίδραμον υἷες Ἀχαιῶν,
οἳ καὶ θηήσαντο φυὴν καὶ εἶδος ἀγητὸν 370
Ἕκτορος· οὐδ᾽ ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι
Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν πυρὶ κηλέῳ.»