Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 2 στ. 333-393
Είπε, κι οι Αργίτες βροντοφώναξαν, κι αντιλαλήσαν άγρια
απ᾽ τις τρανές φωνές τους τ᾽ άρμενα τα βαθουλά τρογύρα,
ως στου Οδυσσέα τα λόγια εσύγκλιναν του αρχοντογεννημένου. 335
Σηκώθη τότε κι είπε ο Νέστορας, ο γέρο αλογολάτης:
«Ωχού, παιδιά πως είστε θά ᾽λεγα, γιά δέστε πώς μιλάτε,
άπλερα ακόμα, που για πόλεμο δεν έχουν να γνοιαστούνε.
Και τί θα μείνει από τις σύβασες και τους παλιούς μας όρκους;
Θα παν λοιπόν του ανέμου οι γνώμες μας κι οι αντρίστικες βουλές μας 340
κι οι ακράτες μας σπονδές και τ᾽ άδολα χεροσφιξίματά μας;
τι νά, λογομαχούμε ανώφελα και τρόπο δεν μπορούμε
να βρούμε γλιτωμού, κι ας μένουμε τόσα εδώ πέρα χρόνια.
Υγιέ του Ατρέα, μα εσύ με αλύγιστη βουλή, καθώς και πρώτα,
τράβα μπροστά και σε άγριους πόλεμους κυβέρνα τους Αργίτες, 345
κι αυτούς παράτα τους να τρώγουνται, τον έναν δυο, που αλάργα
από τους άλλους θα στοχάζουνταν ―δουλειές του ανέμου ετούτες!―
στο Άργος να γείρουν, μην κατέχοντας, αληθινό ειναι τάχα
γιά ψεύτικο του Δία το τάξιμο του βροντοσκουταράτου.
Εγώ σας λέω, μαζί μας σύγκλινε του Κρόνου ο γιος ο γαύρος 350
τη μέρα εκείνη που στα γρήγορα καράβια τους οι Αργίτες
μπαίναν, στους Τρώες το μαύρο θάνατο και το χαμό να φέρουν·
κι άστραφτε ο Δίας δεξιά, καλότυχα σημάδια δείχνοντάς μας.
Ας μη βιαστεί λοιπόν κανένας μας να γείρει στην πατρίδα,
πριν κάποιου Τρώα το ταίρι αρπάζοντας πλαγιάσει στο πλευρό της, 355
να γδικηθεί τα λαχταρίσματα, τους θρήνους της Ελένης.
Μα όποιος καλά και σώνει βάλθηκε να γείρει στην πατρίδα,
στο καλοκούβερτο καράβι του γιά ας βάλει χέρι, αν θέλει
ο Χάρος να τον βρει κι η Μοίρα του πιο πρώτα από τους άλλους!
Μα τώρα ατός σου, ρήγα, λόγιασ᾽ το και γρίκα και τους άλλους· 360
του πεταμού δε θά ᾽ναι ο λόγος μου, πού ᾽χεις ν᾽ ακούσεις τώρα:
τους άντρες χώρισε, Αγαμέμνονα, φυλές φυλές και φάρες,
φάρα από φάρα νά ᾽χει βόηθηση κι η μια φυλή απ᾽ την άλλη.
Αν έτσι τό ᾽κανες και σ᾽ άκουγαν οι Αργίτες, θα μπορούσες
μες στους στρατιώτες και στους άρχοντες να ξέρεις ποιός κιοτεύει 365
και ποιός ατρόμητος· τι ξέχωρα θα πολεμάει καθένας·
να ιδείς, από θεού το θέλημα το κάστρο δε θα πάρεις,
γιά κι ο στρατός δειλιάει και πόλεμο να κάνει δεν κατέχει.»
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας του απηλογήθη τότε:
«Αλήθεια, τους Αργίτες, γέροντα, ξανά νικάς στη γνώμη. 370
Νά ᾽ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα, και συ, Αθηνά μου, νά ᾽χα
σαν τούτον δέκα συβουλάτορες Αργίτες, δε θ᾽ αργούσε
το κάστρο τότε να γονάτιζε του Πρίαμου του ρηγάρχη,
γοργά πεσμένο μες στα χέρια μας, στην άκρη του σπαθιού μας.
Μα ο γιος του Κρόνου πίκρες μού ᾽δωκεν ο βροντοσκουταράτος 375
σε ξεσυνέριες ανωφέλευτες κι αμάχες ρίχνοντάς με.
Έτσι ο Αχιλλέας κι εγώ επιαστήκαμε για μια κοπέλα τώρα
με άσκημα λόγια, όμως εθύμωσα πρώτος εγώ μαζί του.
Μ᾽ αν πάλε κάποτε μονιάσουμε, δε θα μπορέσουν τότε
οι Τρώες ουδέ στιγμή από πάνω τους τη συφορά να διώξουν. 380
Μα σύρτε τώρα, γιοματίσετε, στη μάχη για να μπούμε.
Καλά ακονίστε τα κοντάρια σας, καλά και τα σκουτάρια
γνοιαστείτε τα, καλά και στα γοργά φαριά να φάνε δώστε,
καλά τ᾽ αμάξια σας κοιτάχτε τα, για πόλεμο σιαχτείτε,
ολημερίς ν᾽ αντροπαλέψουμε σε φρενιασμένο αγώνα· 385
τι αναπαμό δεν είναι νά ᾽χουμε καθόλου, ουδέ μιας ώρας,
ως να χωρίσει η νύχτα πέφτοντας τα λυσσασμένα ασκέρια.
Θα ιδρώσει το λουρί στο στήθος μας του σκουταριού, που σκέπει
τους άντρες· στο κοντάρι ολόγυρα το χέρι θ᾽ αποστάσει,
θα ιδρώσουν τ᾽ άλογά μας σέρνοντας τα τορνεμένα αμάξια. 390
Μα όποιον ιδώ μακριά απ᾽ τον πόλεμο να κοντοστέκει ξάργου,
δίπλα στα πλοία τα δρεπανόγυρτα του κάκου θα γυρέψει
να μου γλιτώσει· τα όρνια γρήγορα θα τόνε φαν κι οι σκύλοι!»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀργεῖοι δὲ μέγ᾽ ἴαχον, ἀμφὶ δὲ νῆες
σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν,
μῦθον ἐπαινήσαντες Ὀδυσσῆος θείοιο· 335
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«ὦ πόποι, ἦ δὴ παισὶν ἐοικότες ἀγοράασθε
νηπιάχοις, οἷς οὔ τι μέλει πολεμήϊα ἔργα.
πῇ δὴ συνθεσίαι τε καὶ ὅρκια βήσεται ἥμιν;
ἐν πυρὶ δὴ βουλαί τε γενοίατο μήδεά τ᾽ ἀνδρῶν, 340
σπονδαί τ᾽ ἄκρητοι καὶ δεξιαί, ᾗς ἐπέπιθμεν·
αὔτως γὰρ ἐπέεσσ᾽ ἐριδαίνομεν, οὐδέ τι μῆχος
εὑρέμεναι δυνάμεσθα, πολὺν χρόνον ἐνθάδ᾽ ἐόντες.
Ἀτρεΐδη, σὺ δ᾽ ἔθ᾽ ὡς πρὶν ἔχων ἀστεμφέα βουλὴν
ἄρχευ᾽ Ἀργείοισι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας, 345
τούσδε δ᾽ ἔα φθινύθειν, ἕνα καὶ δύο, τοί κεν Ἀχαιῶν
νόσφιν βουλεύωσ᾽ —ἄνυσις δ᾽ οὐκ ἔσσεται αὐτῶν—
πρὶν Ἄργοσδ᾽ ἰέναι, πρὶν καὶ Διὸς αἰγιόχοιο
γνώμεναι εἴ τε ψεῦδος ὑπόσχεσις, εἴ τε καὶ οὐκί.
φημὶ γὰρ οὖν κατανεῦσαι ὑπερμενέα Κρονίωνα 350
ἤματι τῷ, ὅτε νηυσὶν ἐν ὠκυπόροισιν ἔβαινον
Ἀργεῖοι Τρώεσσι φόνον καὶ κῆρα φέροντες·
ἀστράπτων ἐπιδέξι᾽, ἐναίσιμα σήματα φαίνων.
τῶ μή τις πρὶν ἐπειγέσθω οἶκόνδε νέεσθαι,
πρίν τινα πὰρ Τρώων ἀλόχῳ κατακοιμηθῆναι, 355
τείσασθαι δ᾽ Ἑλένης ὁρμήματά τε στοναχάς τε.
εἰ δέ τις ἐκπάγλως ἐθέλει οἶκόνδε νέεσθαι,
ἁπτέσθω ἧς νηὸς ἐϋσσέλμοιο μελαίνης,
ὄφρα πρόσθ᾽ ἄλλων θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ.
ἀλλά, ἄναξ, αὐτός τ᾽ εὖ μήδεο πείθεό τ᾽ ἄλλῳ· 360
οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται, ὅττι κεν εἴπω·
κρῖν᾽ ἄνδρας κατὰ φῦλα, κατὰ φρήτρας, Ἀγάμεμνον,
ὡς φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ, φῦλα δὲ φύλοις.
εἰ δέ κεν ὣς ἕρξῃς καί τοι πείθωνται Ἀχαιοί,
γνώσῃ ἔπειθ᾽ ὅς θ᾽ ἡγεμόνων κακὸς ὅς τέ νυ λαῶν 365
ἠδ᾽ ὅς κ᾽ ἐσθλὸς ἔῃσι· κατὰ σφέας γὰρ μαχέονται·
γνώσεαι δ᾽ εἰ καὶ θεσπεσίῃ πόλιν οὐκ ἀλαπάξεις,
ἦ ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων·
«ἦ μὰν αὖτ᾽ ἀγορῇ νικᾷς, γέρον, υἷας Ἀχαιῶν. 370
αἲ γὰρ Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον
τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Ἀχαιῶν·
τῶ κε τάχ᾽ ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος
χερσὶν ὑφ᾽ ἡμετέρῃσιν ἁλοῦσά τε περθομένη τε.
ἀλλά μοι αἰγίοχος Κρονίδης Ζεὺς ἄλγε᾽ ἔδωκεν, 375
ὅς με μετ᾽ ἀπρήκτους ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει.
καὶ γὰρ ἐγὼν Ἀχιλεύς τε μαχεσσάμεθ᾽ εἵνεκα κούρης
ἀντιβίοις ἐπέεσσιν, ἐγὼ δ᾽ ἦρχον χαλεπαίνων·
εἰ δέ ποτ᾽ ἔς γε μίαν βουλεύσομεν, οὐκέτ᾽ ἔπειτα
Τρωσὶν ἀνάβλησις κακοῦ ἔσσεται, οὐδ᾽ ἠβαιόν. 380
νῦν δ᾽ ἔρχεσθ᾽ ἐπὶ δεῖπνον, ἵνα ξυνάγωμεν Ἄρηα.
εὖ μέν τις δόρυ θηξάσθω, εὖ δ᾽ ἀσπίδα θέσθω,
εὖ δέ τις ἵπποισιν δεῖπνον δότω ὠκυπόδεσσιν,
εὖ δέ τις ἅρματος ἀμφὶς ἰδὼν πολέμοιο μεδέσθω,
ὥς κε πανημέριοι στυγερῷ κρινώμεθ᾽ Ἄρηϊ. 385
οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται, οὐδ᾽ ἠβαιόν,
εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν.
ἱδρώσει μέν τευ τελαμὼν ἀμφὶ στήθεσφιν
ἀσπίδος ἀμφιβρότης, περὶ δ᾽ ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται·
ἱδρώσει δέ τευ ἵππος ἐΰξοον ἅρμα τιταίνων. 390
ὃν δέ κ᾽ ἐγὼν ἀπάνευθε μάχης ἐθέλοντα νοήσω
μιμνάζειν παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν, οὔ οἱ ἔπειτα
ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνας ἠδ᾽ οἰωνούς.»