Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 18 στ. 310-387
Αυτά ειπεν ο Έχτορας, και χούγιαξαν οι Τρώες συναγρικώντας, 310
οι ανέμυαλοι! Το νου τους σάλεψε τότε η Αθηνά η Παλλάδα,
που πήγαν κι άκουσαν τον Έχτορα, στραβή κι ας είχε γνώμη,
όμως κανείς τον Πολυδάμαντα, που γνωστικά εμιλούσε.
Δειπνούν μετά μέσα στο στράτεμα· κι οι Αργίτες απ᾽ την άλλη
με βόγγους και φωνές τον Πάτροκλο θρηνούσαν όλη νύχτα. 315
Και πρώτος ο Αχιλλέας εκίνησε πικρό το μοιρολόγι,
τα χέρια τ᾽ αντροφόνα απλώνοντας στου σύντροφού του απάνω
τα στήθη, κι όλο πικροστέναζε, σα λιόντας μακροχήτης,
που σε ρουμάνι αφήκε μόνα τους τα λιονταρόπουλά του,
κι αλαφοκυνηγός τού τ᾽ άρπαξε, κι αυτός μετά μανιάζει· 320
μες στα λαγκάδια τρέχει ψάχνοντας του κυνηγού τ᾽ αχνάρια,
κάπου αν τον βρει μαθές, κι ανήμερη φουντώνει λύσσα εντός του·
όμοια κι αυτός βαριά στενάζοντας μιλάει στους Μυρμιδόνες:
«Ωχού μου, ξιπασμένο πού ᾽βγαλα τη μέρα εκείνη λόγο,
που τον τρανό Μενοίτιο γκάρδιωνα, στο αρχοντικό μας μέσα, 325
τάχα την Τροία που ο γιος του θά ᾽παιρνε, και πίσω στην Οπούντα
με ταιριασμένο θα τον έφερνα λαχίδι από τα κούρσα.
Μα των θνητών ο Δίας δεν τέλεψε ποτέ τις γνώμες όλες·
τι είναι γραφτό ν᾽ αλικοβάψουμε την ίδια γη κι οι δυο μας,
στην Τροίαν εδώ· κι εγώ δε μέλλεται στο σπίτι μας να γείρω, 330
να με δεχτεί ο Πηλέας χαρούμενος, ο γέρο αλογολάτης,
μήτε κι η μάνα η Θέτη· ο τάφος μου με καρτερεί εδώ πέρα.
Όμως στη γης αφού ειναι, Πάτροκλε, να μπώ μετά από σένα,
δε θα σε θάψω εγώ πριν του Έχτορα πιο πρώτα εδώ να φέρω,
του αντρόκαρδου φονιά σου, τ᾽ άρματα μαζί με το κεφάλι· 335
κι ακόμα δώδεκα αρχοντόπουλα μπροστά από την πυρά σου
των Τρώων θα σφάξω, τι μου φρένιασε τα σπλάχνα ο σκοτωμός σου.
Μπρος στα γερακομύτικα άρμενα θα κείτεσαι έτσι ωστόσο,
και γύρα σου θα κλαιν βαθύζωνες της Δαρδανίας γυναίκες
και της Τρωάδας, ολομούσκευτες στα δάκρυα νύχτα μέρα, 340
αυτές που εμείς οι δυο παλεύοντας με το μακρύ κοντάρι
και την αντρειά μας τις κερδίσαμε, πλούσια πατώντας κάστρα.»
Είπε o Αχιλλέας ο αρχοντογέννητος, και πρόσταξε να στήσουν
πα στη φωτιά μεγάλο τρίποδο λεβέτι οι σύντροφοί του,
γοργά να πλύνουν απ᾽ τον Πάτροκλο το ματωμένο λύθρο. 345
Κι αυτοί το λουτρολέβετο έστησαν στη λαμπαδούσα φλόγα,
νερό το γέμισαν, και κάτωθε πήραν δαυλιά κι ανάψαν.
Κι η φλόγα την κοιλιά περίζωσε του λεβετιού, και πήρε
να χλιαίνει το νερό· σαν έβρασε στο αστραφτερό μπακίρι,
τον λούσαν έπειτα, τον άλειψαν με μυρωμένο λάδι, 350
και με αλοιφή ως απάνω εννιάχρονη γεμίσαν τις πληγές του·
μετά σε στρώμα τον εξάπλωσαν, ψιλό σεντόνι ρίχνουν,
κι ακέριο αποκορφής τον σκέπασαν, και μια αντρομίδα απάνω·
κι ολονυχτίς θρηνούσαν έπειτα τον Πάτροκλο με βόγγους
οι Μυρμιδόνες, στο φτερόποδο τον Αχιλλέα τρογύρα. 355
Και τότε ο Δίας στην Ήρα εμίλησε, πού ᾽χε αδερφή και ταίρι:
«Ήρα βοϊδόματη, τον πέτυχες και πάλε το σκοπό σου,
και το φτερόποδο ξεσήκωσες τον Αχιλλέα, σα νά ᾽ταν
τους Αχαιούς τους μακρομάλληδες νά ᾽χες γεννήσει ατή σου.»
Και τότε η σεβαστή τού απάντησε βοϊδόματη Ήρα κι είπε: 360
«Υγιέ του Κρόνου τρομερότατε, τί λόγια αυτά που κρένεις;
Μπορεί σε κάποιον κι ένας άνθρωπος να κάνει ό,τι ποθήσει,
πού ᾽ναι θνητός και μες στα φρένα του λειψοί ᾽ναι οι στοχασμοί του.
Και πώς εγώ, που απ᾽ τις αθάνατες η πιο τρανή λογιέμαι
και για τα δυο, και για τη φύτρα μου και που δικό σου ταίρι 365
με λένε, κι όλους τους αθάνατους εσύ τους αφεντεύεις,
να μην μπορώ στους Τρώες που εμίσησα το χαλασμό να φέρω;»
Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι οι δυο, κι ωστόσο
η Θέτη η χιοναστράγαλη έφτανε στο αρχοντικό του Ηφαίστου,
που απ᾽ όλων των θεών ξεχώριζε, στραφταλιστό, αναιώνιο, 370
κι όλο χαλκό, που ο Κουτσοπόδαρος τό ᾽χε φτιαγμένο ατός του.
Να πηγαινόρχεται τον πέτυχε στα φυσερά ιδρωμένος
με βιάση, τι είκοσι μαστόρευε μονοφοράς τριπόδια,
στο στέριο γύρω αρχονταρίκι του να στέκουν τοίχο τοίχο.
Μαλαματένιες ρόδες άρμοζε στου καθενού τον πάτο, 375
μες στων θεών μοναχοσάλευτα τη σύναξη να μπαίνουν
και πίσω να γυρνούν στο σπίτι του ―που να σαστίζει ο νους σου!
Στο τέλος της δουλειάς του εβρίσκουνταν· τα πλουμιστά μονάχα
τ᾽ αφτιά απομέναν· τούτα ετοίμαζε και τα καρφιά χτυπούσε.
Κι ως έτσι αυτά ο θεός μαστόρευε με τη σοφή του τέχνη, 380
έφτασε η Θέτη, η χιοναστράγαλη θεά, στο αρχοντικό του.
Πρώτη την είδε η Χάρη βγαίνοντας η στραφτομαντιλούσα,
η λιόγεννη του Κουτσοπόδαρου του ξακουστού γυναίκα·
σφίγγει το χέρι της, την έκραξε κι αυτά τής λέει τα λόγια:
«Τί τάχα να σε φέρνει σπίτι μας, μακρομαντούσα Θέτη, 385
σεβάσμια κι ακριβή; Δεν έρχεσαι συχνά εδώ πέρα αλήθεια.
Μόν᾽ έλα, ας μπούμε μέσα, ακλούθα μου, να σε φιλέψω πού ᾽ρθες.»
Ὣς Ἕκτωρ ἀγόρευ᾽, ἐπὶ δὲ Τρῶες κελάδησαν, 310
νήπιοι· ἐκ γάρ σφεων φρένας εἵλετο Παλλὰς Ἀθήνη.
Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπῄνησαν κακὰ μητιόωντι,
Πουλυδάμαντι δ᾽ ἄρ᾽ οὔ τις, ὃς ἐσθλὴν φράζετο βουλήν.
δόρπον ἔπειθ᾽ εἵλοντο κατὰ στρατόν· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
παννύχιοι Πάτροκλον ἀνεστενάχοντο γοῶντες, 315
τοῖσι δὲ Πηλεΐδης ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο,
χεῖρας ἐπ᾽ ἀνδροφόνους θέμενος στήθεσσιν ἑταίρου,
πυκνὰ μάλα στενάχων ὥς τε λὶς ἠϋγένειος,
ᾧ ῥά θ᾽ ὑπὸ σκύμνους ἐλαφηβόλος ἁρπάσῃ ἀνὴρ
ὕλης ἐκ πυκινῆς· ὁ δέ τ᾽ ἄχνυται ὕστερος ἐλθών, 320
πολλὰ δέ τ᾽ ἄγκε᾽ ἐπῆλθε μετ᾽ ἀνέρος ἴχνι᾽ ἐρευνῶν,
εἴ ποθεν ἐξεύροι· μάλα γὰρ δριμὺς χόλος αἱρεῖ·
ὣς ὁ βαρὺ στενάχων μετεφώνεε Μυρμιδόνεσσιν·
«ὢ πόποι, ἦ ῥ᾽ ἅλιον ἔπος ἔκβαλον ἤματι κείνῳ
θαρσύνων ἥρωα Μενοίτιον ἐν μεγάροισι· 325
φῆν δέ οἱ εἰς Ὀπόεντα περικλυτὸν υἱὸν ἀπάξειν
Ἴλιον ἐκπέρσαντα, λαχόντα τε ληΐδος αἶσαν.
ἀλλ᾽ οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ·
ἄμφω γὰρ πέπρωται ὁμοίην γαῖαν ἐρεῦσαι
αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ, ἐπεὶ οὐδ᾽ ἐμὲ νοστήσαντα 330
δέξεται ἐν μεγάροισι γέρων ἱππηλάτα Πηλεὺς
οὐδὲ Θέτις μήτηρ, ἀλλ᾽ αὐτοῦ γαῖα καθέξει.
νῦν δ᾽ ἐπεὶ οὖν, Πάτροκλε, σεῦ ὕστερος εἶμ᾽ ὑπὸ γαῖαν,
οὔ σε πρὶν κτεριῶ, πρίν γ᾽ Ἕκτορος ἐνθάδ᾽ ἐνεῖκαι
τεύχεα καὶ κεφαλήν, μεγαθύμου σοῖο φονῆος· 335
δώδεκα δὲ προπάροιθε πυρῆς ἀποδειροτομήσω
Τρώων ἀγλαὰ τέκνα, σέθεν κταμένοιο χολωθείς.
τόφρα δέ μοι παρὰ νηυσὶ κορωνίσι κείσεαι αὔτως,
ἀμφὶ δὲ σὲ Τρῳαὶ καὶ Δαρδανίδες βαθύκολποι
κλαύσονται νύκτας τε καὶ ἤματα δάκρυ χέουσαι, 340
τὰς αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ,
πιείρας πέρθοντε πόλεις μερόπων ἀνθρώπων.»
Ὣς εἰπὼν ἑτάροισιν ἐκέκλετο δῖος Ἀχιλλεὺς
ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, ὄφρα τάχιστα
Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον αἱματόεντα. 345
οἱ δὲ λοετροχόον τρίποδ᾽ ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ,
ἐν δ᾽ ἄρ᾽ ὕδωρ ἔχεαν, ὑπὸ δὲ ξύλα δαῖον ἑλόντες.
γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε, θέρμετο δ᾽ ὕδωρ·
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ,
καὶ τότε δὴ λοῦσάν τε καὶ ἤλειψαν λίπ᾽ ἐλαίῳ, 350
ἐν δ᾽ ὠτειλὰς πλῆσαν ἀλείφατος ἐννεώροιο·
ἐν λεχέεσσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν
ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, καθύπερθε δὲ φάρεϊ λευκῷ.
παννύχιοι μὲν ἔπειτα πόδας ταχὺν ἀμφ᾽ Ἀχιλῆα
Μυρμιδόνες Πάτροκλον ἀνεστενάχοντο γοῶντες· 355
Ζεὺς δ᾽ Ἥρην προσέειπε κασιγνήτην ἄλοχόν τε·
«ἔπρηξας καὶ ἔπειτα, βοῶπις πότνια Ἥρη,
ἀνστήσασ᾽ Ἀχιλῆα πόδας ταχύν· ἦ ῥά νυ σεῖο
ἐξ αὐτῆς ἐγένοντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοί.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη· 360
«αἰνότατε Κρονίδη, ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες.
καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι,
ὅς περ θνητός τ᾽ ἐστὶ καὶ οὐ τόσα μήδεα οἶδε·
πῶς δὴ ἔγωγ᾽, ἥ φημι θεάων ἔμμεν ἀρίστη,
ἀμφότερον, γενεῇ τε καὶ οὕνεκα σὴ παράκοιτις 365
κέκλημαι, σὺ δὲ πᾶσι μετ᾽ ἀθανάτοισιν ἀνάσσεις,
οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κοτεσσαμένη κακὰ ῥάψαι;»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
Ἡφαίστου δ᾽ ἵκανε δόμον Θέτις ἀργυρόπεζα
ἄφθιτον ἀστερόεντα, μεταπρεπέ᾽ ἀθανάτοισι, 370
χάλκεον, ὅν ῥ᾽ αὐτὸς ποιήσατο κυλλοποδίων.
τὸν δ᾽ εὗρ᾽ ἱδρώοντα ἑλισσόμενον περὶ φύσας
σπεύδοντα· τρίποδας γὰρ ἐείκοσι πάντας ἔτευχεν
ἑστάμεναι περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο,
χρύσεα δέ σφ᾽ ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν, 375
ὄφρα οἱ αὐτόματοι θεῖον δυσαίατ᾽ ἀγῶνα
ἠδ᾽ αὖτις πρὸς δῶμα νεοίατο, θαῦμα ἰδέσθαι.
οἱ δ᾽ ἤτοι τόσσον μὲν ἔχον τέλος, οὔατα δ᾽ οὔ πω
δαιδάλεα προσέκειτο· τά ῥ᾽ ἤρτυε, κόπτε δὲ δεσμούς.
ὄφρ᾽ ὅ γε ταῦτα πονεῖτο ἰδυίῃσι πραπίδεσσι, 380
τόφρα οἱ ἐγγύθεν ἦλθε θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα.
τὴν δὲ ἴδε προμολοῦσα Χάρις λιπαροκρήδεμνος
καλή, τὴν ὤπυιε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις·
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«τίπτε, Θέτι τανύπεπλε, ἱκάνεις ἡμέτερον δῶ 385
αἰδοίη τε φίλη τε; πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις.
ἀλλ᾽ ἕπεο προτέρω, ἵνα τοι πὰρ ξείνια θείω.»