Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 17 στ. 342-411
Αυτά ειπε, και πηδώντας στάθηκε μπροστά πολύ απ᾽ τους πρώτους·
κάνουν κι αυτοί στροφή και στάθηκαν αντίκρα στους Αργίτες.
Και τότε χτύπησε το Λειώκριτο με το κοντάρι ο Αινείας,
του Αρίσβα τον υγιό, τον άφοβο του Λυκομήδη ακράνη. 345
Μα ο Λυκομήδης τον συμπόνεσε θωρώντας τον να πέφτει,
κι ήρθε, κοντά του εστάθη, κι έριξε το αστραφτερό κοντάρι,
και βρήκε τον τρανό Απισάονα, το γιο του Ιππάσου, απάνω
στο σκώτι, χαμηλά, και τού ᾽λυσε μεμιάς τα γόνα κάτω.
Είχεν ερθεί απ᾽ την παχιοχώματη την Παιονία, και πρώτος 350
λογιόταν στην αντρειά· τον πέρναγεν ο Αστεροπαίος μονάχα.
Μα ως έπεσε νεκρός, τον πόνεσεν ο Αστεροπαίος ο γαύρος,
κι έτσι κι αυτός γραμμή ξεχύθηκε στους Δαναούς με λύσσα·
του κάκου! Αυτοί με τα σκουτάρια τους ταμπουρωμένοι ολούθε,
γύρα απ᾽ τον Πάτροκλο όρθιοι, επρόβελναν μπροστά τους τα κοντάρια. 355
Κι ο Αίας πηγαινορχόταν κι έδινε πολλές αρμήνιες σ᾽ όλους,
πιο πίσω απ᾽ το νεκρό κανένας τους μήτε να φεύγει τώρα,
μήτε μπροστά απ᾽ τους άλλους πόλεμο να στήνει τους Αργίτες,
μόν᾽ να σταθούν σιμά τρογύρα του, κι από κοντά να ρίχνουν.
Τέτοιες ο Αίας ο σαραντάπηχος έδινε διάτες, κι όλη 360
με κόκκινο αίμα η γης μουσκεύουνταν, και πέφταν σωριασμένοι
κι από τους Τρώες νεκροί αξεχώριστα κι απ᾽ τους τρανούς συμμάχους
κι απ᾽ τους Αργίτες· τι αναιμάτωτα δε μάχουνταν και τούτοι·
όμως πολύ λιγότεροι έπεφταν, τι είχαν στο νου τους πάντα
ο ένας του αλλού να παραστέκεται μες στη σφαγή την άγρια. 365
Έτσι σα φλόγα τούτοι εμάχουνταν, κι ουδέ να πεις μπορούσες
ο ήλιος αχάλαστος αν έμενε και το φεγγάρι ακόμα·
τι μες στον κάμπο αντάρα εσκέπαζε τους αντρειωμένους όλους,
γύρω όσοι απ᾽ του Μενοίτιου στέκανε το γιο το σκοτωμένο.
Ωστόσο πέρα οι Τρώες οι επίλοιποι κι οι ξακουσμένοι Αργίτες 370
χτυπιούνταν μες στο φως ανέμποδα, κι απλώνουνταν η λάμψη
του γήλιου καφτερή· δεν έβλεπες ―βουνό και κάμπο ολούθε―
νέφος κανένα· συναλλάζοντας κι αυτοί χτυπιούνταν, μόνο
πώς τις πικρές ριξιές θα ξέφευγαν ο ένας του αλλού προσέχαν·
τι ήταν αλάργα· μα όσοι βρέθηκαν στη μέση εμαρτυρούσαν 375
απ᾽ την αντάρα κι απ᾽ τον πόλεμο, κι απ᾽ το χαλκό κοβόνταν
οι πιο αντρειωμένοι τον ανέσπλαχνο. Δυο μόνο, ο Θρασυμήδης
κι ο Αντίλοχος, τρανοί πολέμαρχοι, δεν είχαν μάθει ακόμα
πως χάθηκε ο άψεγος ο Πάτροκλος· για ζωντανό τον είχαν
και με τους Τρώες να στήνει πόλεμο στους μπροστομάχους μέσα. 380
Μονάχα τους δικούς τους γνοιάζουνταν, μη σκοτωθούν γιά φύγουν,
και πολεμούσαν χώρια, ο Νέστορας ως είχε παραγγείλει,
καθώς από τα μαύρα τ᾽ άρμενα τους έσπρωχνε στη μάχη.
Όμως στους άλλους μέσα ασκώνουνταν φριχτού πολέμου απάλε
τρανό ολημέρα, κι απ᾽ τον κάματο και τον ιδρώτα σ᾽ όλους 385
και πόδια κάτω αλάγιαστα, άπαυτα, και γόνα κι αντικνήμια
και χέρια κι όψες εμολεύουνταν, ως μάχουνταν τρογύρα
στου εγγόνου του Αιακού του γρήγορου τον αντρειωμένο ακράνη.
Πώς όντας πει να δώσει ο μάστορας τρανού βοδιού τομάρι
να το τεντώσουν οι καλφάδες του, με ξίγκι ποτισμένο· 390
κι αυτοί το παίρνουν και, μακραίνοντας, ολούθε το τεντώνουν,
και πίνει το τομάρι το άλειμμα και το νερό του φεύγει,
πολλοί ως τραβούν· κι αυτό τεντώνεται του μάκρους πέρα ως πέρα·
παρόμοια το νεκρό του Πάτροκλου μες σε στενόν αλώνι
τραβούσαν πέρα δώθε· κι έλπιζαν βαθιά μες στην καρδιά τους 395
οι Τρώες πως θα τον παν στο κάστρο τους, κι οι Αργίτες στα καράβια
τα βαθουλά, και ξέσπαε γύρα του τρομαχτικός αγώνας.
Ο Άρης μαθές ο πολεμόχαρος παράπονο δε θά ᾽χε
μήτε η Αθηνά θωρώντας, άμετρος κι ας ήταν ο θυμός της·
τόσο τρανόν αγώνα ξάναψε σε ανθρώπους μέσα κι άτια 400
τη μέρα εκείνη ο Δίας ολόγυρα στον Πάτροκλο. Κι ωστόσο
δεν ήξερε ο Αχιλλέας ο αντρόκαρδος το θάνατό του ακόμα·
πολύ μακριά μαθές απ᾽ τ᾽ άρμενα τα γρήγορα χτυπιούνταν,
κάτω απ᾽ της Τροίας το κάστρο· ουδ᾽ έβαζε στο νου του αυτός ποτέ του
πως θα τον σκότωναν, μόν᾽ έλεγε, στο καστροπόρτι ως φτάσει, 405
ξοπίσω ζωντανός θα γύριζε· δεν τό ᾽λπιζε ποτέ του
το κάστρο να πατήσει δίχως του, κι ουδέ μαζί του ακόμα·
τι έτσι συχνά απ᾽ τη μάνα του άκουγε, κρυφά σαν του μιλούσε,
και του ξεδιάλυνε το θέλημα του Δία του τρισμεγάλου·
για τέτοιο όμως κακό η μητέρα του δεν τού ᾽χε μιλημένα, 410
το πού ᾽χε γίνει τώρα, πού ᾽χασε τον γκαρδιακό του ακράνη.
Ὣς φάτο, καί ῥα πολὺ προμάχων ἐξάλμενος ἔστη·
οἱ δ᾽ ἐλελίχθησαν καὶ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν.
ἔνθ᾽ αὖτ᾽ Αἰνείας Λειώκριτον οὔτασε δουρί,
υἱὸν Ἀρίσβαντος, Λυκομήδεος ἐσθλὸν ἑταῖρον. 345
τὸν δὲ πεσόντ᾽ ἐλέησεν ἀρηΐφιλος Λυκομήδης,
στῆ δὲ μάλ᾽ ἐγγὺς ἰών, καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ,
καὶ βάλεν Ἱππασίδην Ἀπισάονα, ποιμένα λαῶν,
ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων, εἶθαρ δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσεν,
ὅς ῥ᾽ ἐκ Παιονίης ἐριβώλακος εἰληλούθει, 350
καὶ δὲ μετ᾽ Ἀστεροπαῖον ἀριστεύεσκε μάχεσθαι.
Τὸν δὲ πεσόντ᾽ ἐλέησεν ἀρήϊος Ἀστεροπαῖος,
ἴθυσεν δὲ καὶ ὁ πρόφρων Δαναοῖσι μάχεσθαι·
ἀλλ᾽ οὔ πως ἔτι εἶχε· σάκεσσι γὰρ ἔρχατο πάντῃ
ἑσταότες περὶ Πατρόκλῳ, πρὸ δὲ δούρατ᾽ ἔχοντο. 355
Αἴας γὰρ μάλα πάντας ἐπῴχετο πολλὰ κελεύων·
οὔτε τιν᾽ ἐξοπίσω νεκροῦ χάζεσθαι ἀνώγει
οὔτε τινα προμάχεσθαι Ἀχαιῶν ἔξοχον ἄλλων,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἀμφ᾽ αὐτῷ βεβάμεν, σχεδόθεν δὲ μάχεσθαι.
ὣς Αἴας ἐπέτελλε πελώριος, αἵματι δὲ χθὼν 360
δεύετο πορφυρέῳ, τοὶ δ᾽ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον
νεκροὶ ὁμοῦ Τρώων καὶ ὑπερμενέων ἐπικούρων
καὶ Δαναῶν· οὐδ᾽ οἳ γὰρ ἀναιμωτί γε μάχοντο,
παυρότεροι δὲ πολὺ φθίνυθον· μέμνηντο γὰρ αἰεὶ
ἀλλήλοις ἀν᾽ ὅμιλον ἀλεξέμεναι φόνον αἰπύν. 365
Ὣς οἱ μὲν μάρναντο δέμας πυρός, οὐδέ κε φαίης
οὔτε ποτ᾽ ἠέλιον σῶν ἔμμεναι οὔτε σελήνην·
ἠέρι γὰρ κατέχοντο μάχης ἐπί θ᾽ ὅσσον ἄριστοι
ἕστασαν ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ κατατεθνηῶτι.
οἱ δ᾽ ἄλλοι Τρῶες καὶ ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ 370
εὔκηλοι πολέμιζον ὑπ᾽ αἰθέρι, πέπτατο δ᾽ αὐγὴ
ἠελίου ὀξεῖα, νέφος δ᾽ οὐ φαίνετο πάσης
γαίης οὐδ᾽ ὀρέων· μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο,
ἀλλήλων ἀλεείνοντες βέλεα στονόεντα,
πολλὸν ἀφεσταότες. τοὶ δ᾽ ἐν μέσῳ ἄλγε᾽ ἔπασχον 375
ἠέρι καὶ πολέμῳ, τείροντο δὲ νηλέϊ χαλκῷ
ὅσσοι ἄριστοι ἔσαν· δύο δ᾽ οὔ πω φῶτε πεπύσθην,
ἀνέρε κυδαλίμω, Θρασυμήδης Ἀντίλοχός τε,
Πατρόκλοιο θανόντος ἀμύμονος, ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἔφαντο
ζωὸν ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ Τρώεσσι μάχεσθαι. 380
τὼ δ᾽ ἐπιοσσομένω θάνατον καὶ φύζαν ἑταίρων
νόσφιν ἐμαρνάσθην, ἐπεὶ ὣς ἐπετέλλετο Νέστωρ,
ὀτρύνων πόλεμόνδε μελαινάων ἀπὸ νηῶν.
Τοῖς δὲ πανημερίοις ἔριδος μέγα νεῖκος ὀρώρει
ἀργαλέης· καμάτῳ δὲ καὶ ἱδρῷ νωλεμὲς αἰεὶ 385
γούνατά τε κνῆμαί τε πόδες θ᾽ ὑπένερθεν ἑκάστου
χεῖρές τ᾽ ὀφθαλμοί τε παλάσσετο μαρναμένοιιν
ἀμφ᾽ ἀγαθὸν θεράποντα ποδώκεος Αἰακίδαο.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ ταύροιο βοὸς μεγάλοιο βοείην
λαοῖσιν δώῃ τανύειν, μεθύουσαν ἀλοιφῇ· 390
δεξάμενοι δ᾽ ἄρα τοί γε διαστάντες τανύουσι
κυκλόσ᾽, ἄφαρ δέ τε ἰκμὰς ἔβη, δύνει δέ τ᾽ ἀλοιφὴ
πολλῶν ἑλκόντων, τάνυται δέ τε πᾶσα διαπρό·
ὣς οἵ γ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα νέκυν ὀλίγῃ ἐνὶ χώρῃ
εἵλκεον ἀμφότεροι· μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμός, 395
Τρωσὶν μὲν ἐρύειν προτὶ Ἴλιον, αὐτὰρ Ἀχαιοῖς
νῆας ἔπι γλαφυράς· περὶ δ᾽ αὐτοῦ μῶλος ὀρώρει
ἄγριος· οὐδέ κ᾽ Ἄρης λαοσσόος οὐδέ κ᾽ Ἀθήνη
τόν γε ἰδοῦσ᾽ ὀνόσαιτ᾽, οὐδ᾽ εἰ μάλα μιν χόλος ἵκοι·
τοῖον Ζεὺς ἐπὶ Πατρόκλῳ ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων 400
ἤματι τῷ ἐτάνυσσε κακὸν πόνον· οὐδ᾽ ἄρα πώ τι
ᾔδεε Πάτροκλον τεθνηότα δῖος Ἀχιλλεύς·
πολλὸν γὰρ ῥ᾽ ἀπάνευθε νεῶν μάρναντο θοάων,
τείχει ὕπο Τρώων· τό μιν οὔ ποτε ἔλπετο θυμῷ
τεθνάμεν, ἀλλὰ ζωὸν ἐνιχριμφθέντα πύλῃσιν 405
ἂψ ἀπονοστήσειν, ἐπεὶ οὐδὲ τὸ ἔλπετο πάμπαν,
ἐκπέρσειν πτολίεθρον ἄνευ ἕθεν, οὐδὲ σὺν αὐτῷ·
πολλάκι γὰρ τό γε μητρὸς ἐπεύθετο νόσφιν ἀκούων,
ἥ οἱ ἀπαγγέλλεσκε Διὸς μεγάλοιο νόημα.
δὴ τότε γ᾽ οὔ οἱ ἔειπε κακὸν τόσον ὅσσον ἐτύχθη 410
μήτηρ, ὅττι ῥά οἱ πολὺ φίλτατος ὤλεθ᾽ ἑταῖρος.