Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 15 στ. 377-441
Είπε, κι αφήκεν ο βαθύγνωμος ο Δίας βροντή μεγάλη,
την προσευκή του γέρου ως άκουσε, πού ᾽χε ο Νηλέας γεννήσει.
Μα οι Τρώες, του Δία το χτύπο ως γρίκηξαν του βροντοσκουταράτου,
με νέαν ορμή, διψώντας πόλεμο, χυθήκαν στους Αργίτες. 380
Πώς στην πλατύδρομη τη θάλασσα τρανό χιμάει το κύμα
την κουπαστή καβαλικεύοντας του καραβιού, ως το σπρώχνει
του ανέμου η φόρα, που τα κύματα ψηλά σηκώνει ολόρθα·
όμοια κι οι Τρώες απ᾽ το καστρότειχο με άγριον αχό χιμούσαν,
και προσπερνώντας το με τ᾽ άτια τους στις πρύμνες πλάι χτυπιούνταν 385
στήθος με στήθος με τα δίκοπα κοντάρια ―από τ᾽ αμάξια
τούτοι, κι εκείνοι στα καράβια τους ανεβασμένοι απάνω,
κι είχαν κοντάρια χαλκομύτικα, μακριά πολύ και στέρια,
μες στα καράβια τους, στις θάλασσες να κονταροχτυπιούνται.
Ο Πάτροκλος, όση ώρα εμάχουνταν οι Τρώες με τους Αργίτες 390
αλάργα απ᾽ τα γοργά πλεούμενα, στο καστροτείχι απόξω,
μες στου καλόκαρδου του Ευρύπυλου καθόταν το καλύβι,
και με τα λόγια του τον εύφραινε· και στην πικρή πληγή του
μαλαχτικά βοτάνια απίθωνε, να πάψει ο μαύρος πόνος.
Μα ως ξέκρινε τους Τρώες να χύνουνται στο καστροτείχι απάνω, 395
και τους Αργίτες ξεφωνίζοντας στα πόδια να το βάζουν,
σέρνει φωνή μεγάλη σκούζοντας και τα μεριά χτυπώντας
με τ᾽ ανοιχτά του χεροπάλαμα, κι αυτά τού λέει με κλάμα:
«Πια δε βαστώ καθόλου, Ευρύπυλε, κι ας έχεις τόση ανάγκη,
εδώ να μείνω, τι μας έζωσε βαρύς αλήθεια αγώνας. 400
Μόν᾽ βάλε τώρα τον ακράνη σου να σου περνάει την ώρα,
κι εγώ στον Αχιλλέα, στον πόλεμο για να τον σπρώξω, τρέχω.
Το σπλάχνο του ποιός ξέρει αν θ᾽ άγγιζα μιλώντας του, αν μ᾽ εβόηθα
κάποιος θεός· τι αξίζει η φώτιση σαν έρχεται από φίλο.»
Είπε, και παίρνει δρόμο τρέχοντας· κι οι Δαναοί κρατιούνταν 405
στους Τρώες που τους χτυπούσαν άσειστοι· μα πάλε να τους διώξουν
μακριά απ᾽ τ᾽ άρμενα δε δύνουνταν, κι ας ήταν και πιο λίγοι.
Ωστόσο μήτε οι Τρώες τις φάλαγγες των Δαναών να σπάσουν
μπορούσαν και να φτάσουν στ᾽ άρμενα σιμά και στα καλύβια,
Όπως μαδέρι ισιώνει σε άρμενο μιαν άκρη ως άλλη η στάφνη 410
σε άξιου μαστόρου χέρια, η φώτιση της Αθηνάς που κάνει
τα μυστικά που κρύβει η τέχνη του καλά να τα κατέχει·
όμοια κι αυτών μαθές σοζύγιαζε τότε η σφαγή κι η μάχη.
Κι όπως καθένας σε άλλο ολόγυρα καράβι επολεμούσε,
ο Έχτορας ήρθε ομπρός στον Αίαντα τον ξακουστό κι εστάθη. 415
Για ένα καράβι οι δυο τους μάχουνταν, μα δεν μπορούσαν μήτε
ο ένας το πλοίο να κάψει διώχνοντας τον Αίαντα, μήτε τούτος
να στρέψει πίσω πια τον Έχτορα, πού ᾽χε θεό προλάτη.
Κι ο γαύρος Αίαντας τον Καλήτορα, το γιο του Κλύτιου, βρίσκει
στο στήθος με κοντάρι, ως έφερνε φωτιά για το καράβι· 420
πέφτει στη γη βροντώντας, κι ο δαυλός τού ξέφυγε απ᾽ το χέρι.
Κι ο μέγας Έχτορας, ως ξέκρινε νεκρό πεσμένο χάμω
στις σκόνες μέσα εκεί τον ξάδερφο στο μαύρο ομπρός καράβι,
σέρνει φωνή τους Τρώες γκαρδιώνοντας και τους Λυκιώτες όλους:
«Τρώες και Λυκιώτες κι όλοι οι Δάρδανοι, τρανοί κονταρομάχοι, 425
τη μάχη τέτοιαν ώρα δύσκολη μην παρατάτε ακόμα,
μόνο γλιτώστε τον Καλήτορα, μην τύχει και του πάρουν,
στο αρμενοστάσι ομπρός ως έπεσεν, οι Αργίτες τ᾽ άρματά του.»
Είπε, κι απά στον Αίαντα τίναξε το λαμπερό κοντάρι,
μα ξαστοχάει, και το Λυκόφρονα τον Κυθηριώτη βρίσκει, 430
το γιο του Μάστορα, που σύντροφο τον είχεν ο Αίας κοντά του
κρατήσει, τι είχε στ᾽ άγια Κύθηρα σκοτώσει εκείνος κάποιον.
Αυτόν, στον Αίαντα δίπλα ως έστεκε, στην κεφαλή, στ᾽ αφτί του
ψηλά, χτυπάει με το κοντάρι του κι ανάσκελα στη σκόνη
χάμω απ᾽ του πλοίου την πρύμνα εκύλησε, κι ελύθη η δύναμή του. 435
Κι ο Αίαντας πάγωσε, και μίλησε γυρνώντας του αδερφού του:
«Τεύκρο καλέ μου, τώρα ο σύντροφος σκοτώθηκε ο πιστός μας,
ο γιος του Μάστορα απ᾽ τα Κύθηρα, που ήρθε σε μας να μείνει,
και σε ίδια σέβαση τον είχαμε με τους γονιούς μας πάντα.
Ο αντρόκαρδος τον σκότωσε Έχτορας. Μα οι γοργοθανατούσες 440
πού ειναι σαγίτες και το τόξο σου, του Απόλλωνα το δώρο;»
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, μέγα δ᾽ ἔκτυπε μητίετα Ζεύς,
ἀράων ἀΐων Νηληϊάδαο γέροντος.
Τρῶες δ᾽ ὡς ἐπύθοντο Διὸς κτύπον αἰγιόχοιο,
μᾶλλον ἐπ᾽ Ἀργείοισι θόρον, μνήσαντο δὲ χάρμης. 380
οἱ δ᾽ ὥς τε μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο
νηὸς ὑπὲρ τοίχων καταβήσεται, ὁππότ᾽ ἐπείγῃ
ἲς ἀνέμου· ἡ γάρ τε μάλιστά γε κύματ᾽ ὀφέλλει·
ὣς Τρῶες μεγάλῃ ἰαχῇ κατὰ τεῖχος ἔβαινον,
ἵππους δ᾽ εἰσελάσαντες ἐπὶ πρύμνῃσι μάχοντο 385
ἔγχεσιν ἀμφιγύοις αὐτοσχεδόν, οἱ μὲν ἀφ᾽ ἵππων,
οἱ δ᾽ ἀπὸ νηῶν ὕψι μελαινάων ἐπιβάντες
μακροῖσι ξυστοῖσι, τά ῥά σφ᾽ ἐπὶ νηυσὶν ἔκειτο
ναύμαχα κολλήεντα, κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ.
Πάτροκλος δ᾽ ἧος μὲν Ἀχαιοί τε Τρῶές τε 390
τείχεος ἀμφεμάχοντο θοάων ἔκτοθι νηῶν,
τόφρ᾽ ὅ γ᾽ ἐνὶ κλισίῃ ἀγαπήνορος Εὐρυπύλοιο
ἧστό τε καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις, ἐπὶ δ᾽ ἕλκεϊ λυγρῷ
φάρμακ᾽ ἀκέσματ᾽ ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῖχος ἐπεσσυμένους ἐνόησε 395
Τρῶας, ἀτὰρ Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φόβος τε,
ᾤμωξέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ
χερσὶ καταπρηνέσσ᾽, ὀλοφυρόμενος δ᾽ ἔπος ηὔδα·
«Εὐρύπυλ᾽, οὐκέτι τοι δύναμαι χατέοντί περ᾽ ἔμπης
ἐνθάδε παρμενέμεν· δὴ γὰρ μέγα νεῖκος ὄρωρεν· 400
ἀλλὰ σὲ μὲν θεράπων ποτιτερπέτω, αὐτὰρ ἔγωγε
σπεύσομαι εἰς Ἀχιλῆα, ἵν᾽ ὀτρύνω πολεμίζειν.
τίς δ᾽ οἶδ᾽ εἴ κέν οἱ σὺν δαίμονι θυμὸν ὀρίνω
παρειπών; ἀγαθὴ δὲ παραίφασίς ἐστιν ἑταίρου.»
Τὸν μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰπόντα πόδες φέρον· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ 405
Τρῶας ἐπερχομένους μένον ἔμπεδον, οὐδὲ δύναντο
παυροτέρους περ ἐόντας ἀπώσασθαι παρὰ νηῶν·
οὐδέ ποτε Τρῶες Δαναῶν ἐδύναντο φάλαγγας
ῥηξάμενοι κλισίῃσι μιγήμεναι ἠδὲ νέεσσιν.
ἀλλ᾽ ὥς τε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει 410
τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος, ὅς ῥά τε πάσης
εὖ εἰδῇ σοφίης ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης,
ὣς μὲν τῶν ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο πτόλεμός τε·
ἄλλοι δ᾽ ἀμφ᾽ ἄλλῃσι μάχην ἐμάχοντο νέεσσιν,
Ἕκτωρ δ᾽ ἄντ᾽ Αἴαντος ἐείσατο κυδαλίμοιο. 415
τὼ δὲ μιῆς περὶ νηὸς ἔχον πόνον, οὐδὲ δύναντο
οὔθ᾽ ὁ τὸν ἐξελάσαι καὶ ἐνιπρῆσαι πυρὶ νῆα
οὔθ᾽ ὁ τὸν ἂψ ὤσασθαι, ἐπεί ῥ᾽ ἐπέλασσέ γε δαίμων.
ἔνθ᾽ υἷα Κλυτίοιο Καλήτορα φαίδιμος Αἴας,
πῦρ ἐς νῆα φέροντα, κατὰ στῆθος βάλε δουρί· 420
δούπησεν δὲ πεσών, δαλὸς δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
Ἕκτωρ δ᾽ ὡς ἐνόησεν ἀνεψιὸν ὀφθαλμοῖσιν
ἐν κονίῃσι πεσόντα νεὸς προπάροιθε μελαίνης,
Τρωσί τε καὶ Λυκίοισιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας·
«Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταί, 425
μὴ δή πω χάζεσθε μάχης ἐν στείνεϊ τῷδε,
ἀλλ᾽ υἷα Κλυτίοιο σαώσατε, μή μιν Ἀχαιοὶ
τεύχεα συλήσωσι νεῶν ἐν ἀγῶνι πεσόντα.»
Ὣς εἰπὼν Αἴαντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ.
τοῦ μὲν ἅμαρθ᾽, ὁ δ᾽ ἔπειτα Λυκόφρονα, Μάστορος υἱόν, 430
Αἴαντος θεράποντα Κυθήριον, ὅς ῥα παρ᾽ αὐτῷ
ναῖ᾽, ἐπεὶ ἄνδρα κατέκτα Κυθήροισι ζαθέοισι,
τόν ῥ᾽ ἔβαλεν κεφαλὴν ὑπὲρ οὔατος ὀξέϊ χαλκῷ,
ἑσταότ᾽ ἄγχ᾽ Αἴαντος· ὁ δ᾽ ὕπτιος ἐν κονίῃσι
νηὸς ἄπο πρύμνης χαμάδις πέσε, λύντο δὲ γυῖα. 435
Αἴας δὲ ῥίγησε, κασίγνητον δὲ προσηύδα·
«Τεῦκρε πέπον, δὴ νῶϊν ἀπέκτατο πιστὸς ἑταῖρος
Μαστορίδης, ὃν νῶϊ Κυθηρόθεν ἔνδον ἐόντα
ἶσα φίλοισι τοκεῦσιν ἐτίομεν ἐν μεγάροισι·
τὸν δ᾽ Ἕκτωρ μεγάθυμος ἀπέκτανε. ποῦ νύ τοι ἰοὶ 440
ὠκύμοροι καὶ τόξον, ὅ τοι πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων;»