Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 14 στ. 378-457
Είπε, κι αυτοί, γρικώντας, πρόθυμα συνάκουσαν το λόγο·
κι οι βασιλιάδες, ο Αγαμέμνονας ατός του κι ο Οδυσσέας
με το Διομήδη τούς παράταζαν, και λαβωμένοι ας ήταν· 380
και τρέχοντας ολούθε τ᾽ άρματα συνάλλαζαν, να βάλει
καλά ο καλός, και τ᾽ αχαμνότερα του πιο αχαμνού να δώσει.
Και το χαλκό ως ντυθήκαν που άστραφτε τρογύρα απ᾽ τα κορμιά τους,
κινούν, κι ο Ποσειδώνας άνοιγε το δρόμο ο κοσμοσείστης,
το άγριο μακρύ σπαθί στο χέρι του το δυνατό κρατώντας, 385
που είν᾽ ίδιο αστροπελέκι, κι άνθρωπος δεν το βαστά κανένας
να το αντικρίσει μες στον πόλεμο· τρομάρα τον πλακώνει.
Κι από την άλλη ο μέγας Έχτορας παράταζε τους Τρώες.
Σφαγή ξανάψαν τότε ανήμερη κι αμάχη ο Ποσειδώνας
ο γαλαζόχαιτος κι ο αντρόκαρδος του Πρίαμου γιος στον κάμπο, 390
τους Τρώες ο δεύτερος συντρέχοντας κι ο πρώτος τους Αργίτες.
Κι η θάλασσα μεμιάς τ᾽ αργίτικα πλημμύρισε καλύβια
και τ᾽ άρμενα, κι αυτοί χτυπιόντουσαν με αλαλητό μεγάλο.
Τόσο δε βόγγει ουδέ της θάλασσας το κύμα απά στην ξέρα,
βαθιά απ᾽ το πέλαο που το σήκωσε βοριάς δριμύς φυσώντας· 395
μηδέ η φωτιά, που ξάφνου εκόρωσε σε όρος απάνω, τόσο
τριζομανάει στο λόγγο, ως ρίχτηκε πολλά να κάψει δέντρα·
τόσο δε σκούζει μήτε κι ο άνεμος σε δρυς ψηλούς φυσώντας,
τότε που με όλη του τη δύναμη μανιάζοντας μουγκρίζει,
όσην οι Τρώες κι οι Αργίτες έβγαλαν φωνή, καθώς χιμούσαν 400
ο ένας στον άλλο απάνω σκούζοντας με χουγιαχτά μεγάλα.
Ο Έχτορας πρώτος τότε ο αντρόκαρδος στον Αίαντα ρίχνει απάνω
με το κοντάρι, αντίκρυ ως έστρεφε, κι ανέσφαλτα τον βρήκε
κει που τα δυο λουριά στο στήθος του, του σκουταριού του τό ᾽να
και του σπαθιού του ασημοκάρφωτου, σταυρώναν τεντωμένα. 405
Έτσι γλιτώνει, μα τον Έχτορα θυμός τον συνεπήρε,
που η γρήγορη ριξιά τού ξέφυγε του κάκου από τα χέρια,
και πίσω εχώθη στους συντρόφους του, του Χάρου να ξεφύγει.
Κι ο μέγας Αίαντας, όπως έφευγεν, ο γιος του Τελαμώνα,
απ᾽ τα κοτρόνια που αντιστύλωναν τα γρήγορα καράβια, 410
κι ως πολεμούσαν, μες στα πόδια τους σωρός κυλούσαν, παίρνει
και ρίχνει απάνω απ᾽ το σκουτάρι του, πλάι στο λαιμό, στο στήθος,
κι η πέτρα ως σβούρα στριφογύριζεν, απάνω του ως χιμούσε.
Πώς ξεπατώνει δρυ απ᾽ τις ρίζες του του Δία τ᾽ αστροπελέκι,
και μυρωδιά από θειάφι γύρα του βαριά πολύ αναδίνει· 415
και δίπλα εκεί κανείς αν βρέθηκε, παράλυσε θωρώντας,
τ᾽ είναι άγριο πράμα τ᾽ αστροπέλεκο του τρανού Δία σαν πέφτει·
παρόμοια κι ο Έχτορας σωριάστηκε μεμιάς στη σκόνη χάμω.
Φεύγει απ᾽ το χέρι το κοντάρι του, του πέφτει και σκουτάρι
και κράνος, και βροντήξαν γύρα του τα ολόχαλκα άρματά του. 420
Κι οι γιοι των Αχαιών εχύθηκαν με χουγιαχτά, θαρρώντας
θα τον τραβήξουν πίσω, κι έριχναν χαλάζι τα κοντάρια.
Μα μήτε από μακριά δε μπόρεσε μήτε κοντά κανένας
το ρήγα να λαβώσει· τι έτρεξαν οι πιο αντρειωμένοι γύρα
και στάθηκαν, ο θείος ο Αγήνορας κι ο Σαρπηδόνας, ρήγας 425
των Λυκιωτών, κι ο Γλαύκος ο άψεγος κι ο Αινείας κι ο Πολυδάμας.
Κι από τους άλλους δεν τον άφησε μηδ᾽ ένας, μόν᾽ μπροστά του
τα στρογγυλά σκουτάρια επύργωσαν· κι οι σύντροφοι τον πήραν
στα χέρια, αλάργα από τον πόλεμο, στα γρήγορα ώσπου φτάσαν
αλόγατά του, πίσω πού ᾽στεκαν απ᾽ της σφαγής την άψη, 430
μπροστά στο αμάξι τους τ᾽ ολόπλουμο, κι ο αμαξολάτης δίπλα.
Στο κάστρο τώρα αυτόν τον έσερναν στα βογγητά του μέσα·
μα σύντας φτάσαν στου ωριορέματου του ποταμού τον πόρο,
στου Σκάμαντρου του βαθιοστρόβιλου, που γιος του Δία λογιόταν,
στη γη απ᾽ τ᾽ αμάξι τον κατέβασαν, κι ως με νερό από πάνω 435
τον περεχύσαν, πήρε ανάσαση και του άνοιξαν τα μάτια·
κάθισε τότε απά στα γόνατα και μαύρο εξέρασε αίμα,
μετά ξανά στη γης ανάγειρε, και νύχτα τού σκεπάζει
μαύρη τα μάτια, τι απ᾽ το χτύπημα δεν τού ᾽χε φύγει ο πόνος.
Κι οι Αργίτες απ᾽ τη μάχη ως ξέκριναν τον Έχτορα να φεύγει, 440
με νέαν ορμή διψώντας πόλεμο πάνω στους Τρώες χυθήκαν.
Ο Αίαντας τότε, ο γοργοπόδαρος υγιός του Οιλέα, πιο απ᾽ όλους
μπροστά πηδάει, στο Σάτνιο ρίχνοντας με μυτερό κοντάρι,
το γιο του Ηνόπου· από πανέμορφη νεράιδα γεννημένο
τον είχε, τότε που βουκόλευε στου Σατνιόη τους όχτους. 445
Κι ως τώρα ο γιος του Οιλέα τον ζύγωσε, τρανός κονταρομάχος,
πα στο λαγγόνι τον εχτύπησε και τον ξαπλώνει χάμω·
κι οι Τρώες κι οι Αργίτες γύρω του άναψαν πεισματωμένη μάχη.
Κι ο Πολυδάμας ο πολέμαρχος να τον γλιτώσει τρέχει,
του Πάνθου ο γιος, και τον Προθήνορα χτυπάει δεξιά στον ώμο, 450
το γιο του Αρήλυκου· κι επέρασε τον ώμο το κοντάρι,
κι αυτός στη γη εσωριάστη σφίγγοντας το χώμα στις παλάμες.
Φώναξε τότε ο Πολυδάμαντας με περισσό καμάρι:
«Θαρρώ και πάλε δεν σφεντόνισε του κάκου το κοντάρι
του γιου του Πάνθου του αντροδύναμου το σιδερένιο χέρι! 455
Κάποιος Αργίτης λέω το δέχτηκε μες στο κορμί, και τώρα
πάνω σ᾽ αυτό ακουμπώντας κίνησε να πάει στον Κάτω Κόσμο.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πίθοντο·
τοὺς δ᾽ αὐτοὶ βασιλῆες ἐκόσμεον οὐτάμενοί περ,
Τυδεΐδης Ὀδυσεύς τε καὶ Ἀτρεΐδης Ἀγαμέμνων· 380
οἰχόμενοι δ᾽ ἐπὶ πάντας ἀρήϊα τεύχε᾽ ἄμειβον·
ἐσθλὰ μὲν ἐσθλὸς ἔδυνε, χέρεια δὲ χείρονι δόσκεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκόν,
βάν ῥ᾽ ἴμεν· ἦρχε δ᾽ ἄρα σφι Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ, 385
εἴκελον ἀστεροπῇ· τῷ δ᾽ οὐ θέμις ἐστὶ μιγῆναι
ἐν δαῒ λευγαλέῃ, ἀλλὰ δέος ἰσχάνει ἄνδρας.
Τρῶας δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἐκόσμει φαίδιμος Ἕκτωρ.
δή ῥα τότ᾽ αἰνοτάτην ἔριδα πτολέμοιο τάνυσσαν
κυανοχαῖτα Ποσειδάων καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ, 390
ἤτοι ὁ μὲν Τρώεσσιν, ὁ δ᾽ Ἀργείοισιν ἀρήγων.
ἐκλύσθη δὲ θάλασσα ποτὶ κλισίας τε νέας τε
Ἀργείων· οἱ δὲ ξύνισαν μεγάλῳ ἀλαλητῷ.
οὔτε θαλάσσης κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον,
ποντόθεν ὀρνύμενον πνοιῇ Βορέω ἀλεγεινῇ· 395
οὔτε πυρὸς τόσσος γε ποτὶ βρόμος αἰθομένοιο
οὔρεος ἐν βήσσῃς, ὅτε τ᾽ ὤρετο καιέμεν ὕλην·
οὔτ᾽ ἄνεμος τόσσον γε περὶ δρυσὶν ὑψικόμοισι
ἠπύει, ὅς τε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων,
ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνὴ 400
δεινὸν ἀϋσάντων, ὅτ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὄρουσαν.
Αἴαντος δὲ πρῶτος ἀκόντισε φαίδιμος Ἕκτωρ οἳ τόν γε προτὶ ἄστυ φέρον βαρέα στενάχοντα. Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πόρον ἷξον ἐϋρρεῖος ποταμοῖο, Ἀργεῖοι δ᾽ ὡς οὖν ἴδον Ἕκτορα νόσφι κιόντα, 440
ἔγχει, ἐπεὶ τέτραπτο πρὸς ἰθύ οἱ, οὐδ᾽ ἀφάμαρτε,
τῇ ῥα δύω τελαμῶνε περὶ στήθεσσι τετάσθην,
ἤτοι ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου ἀργυροήλου· 405
τώ οἱ ῥυσάσθην τέρενα χρόα. χώσατο δ᾽ Ἕκτωρ,
ὅττι ῥά οἱ βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός,
ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων.
τὸν μὲν ἔπειτ᾽ ἀπιόντα μέγας Τελαμώνιος Αἴας
χερμαδίῳ, τά ῥα πολλά, θοάων ἔχματα νηῶν, 410
πὰρ ποσὶ μαρναμένων ἐκυλίνδετο, τῶν ἓν ἀείρας
στῆθος βεβλήκει ὑπὲρ ἄντυγος ἀγχόθι δειρῆς,
στρόμβον δ᾽ ὣς ἔσσευε βαλών, περὶ δ᾽ ἔδραμε πάντῃ.
ὡς δ᾽ ὅθ᾽ ὑπὸ πληγῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῦς
πρόρριζος, δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμὴ 415
ἐξ αὐτῆς, τὸν δ᾽ οὔ περ ἔχει θράσος ὅς κεν ἴδηται
ἐγγὺς ἐών, χαλεπὸς δὲ Διὸς μεγάλοιο κεραυνός,
ὣς ἔπεσ᾽ Ἕκτορος ὦκα χαμαὶ μένος ἐν κονίῃσι·
χειρὸς δ᾽ ἔκβαλεν ἔγχος, ἐπ᾽ αὐτῷ δ᾽ ἀσπὶς ἑάφθη
καὶ κόρυς, ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ. 420
οἱ δὲ μέγα ἰάχοντες ἐπέδραμον υἷες Ἀχαιῶν,
ἐλπόμενοι ἐρύεσθαι, ἀκόντιζον δὲ θαμειὰς
αἰχμάς· ἀλλ᾽ οὔ τις ἐδυνήσατο ποιμένα λαῶν
οὐτάσαι οὐδὲ βαλεῖν· πρὶν γὰρ περίβησαν ἄριστοι,
Πουλυδάμας τε καὶ Αἰνείας καὶ δῖος Ἀγήνωρ 425
Σαρπηδών τ᾽, ἀρχὸς Λυκίων, καὶ Γλαῦκος ἀμύμων.
τῶν δ᾽ ἄλλων οὔ τίς εὑ ἀκήδεσεν, ἀλλὰ πάροιθεν
ἀσπίδας εὐκύκλους σχέθον αὐτοῦ. τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἑταῖροι
χερσὶν ἀείραντες φέρον ἐκ πόνου, ὄφρ᾽ ἵκεθ᾽ ἵππους
ὠκέας, οἵ οἱ ὄπισθε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο 430
ἕστασαν ἡνίοχόν τε καὶ ἅρματα ποικίλ᾽ ἔχοντες·
Ξάνθου δινήεντος, ὃν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς,
ἔνθα μιν ἐξ ἵππων πέλασαν χθονί, κὰδ δέ οἱ ὕδωρ 435
χεῦαν· ὁ δ᾽ ἐμπνύνθη καὶ ἀνέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν,
ἑζόμενος δ᾽ ἐπὶ γοῦνα κελαινεφὲς αἷμ᾽ ἀπέμεσσεν·
αὖτις δ᾽ ἐξοπίσω πλῆτο χθονί, τὼ δέ οἱ ὄσσε
νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα· βέλος δ᾽ ἔτι θυμὸν ἐδάμνα.
μᾶλλον ἐπὶ Τρώεσσι θόρον, μνήσαντο δὲ χάρμης.
ἔνθα πολὺ πρώτιστος Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας
Σάτνιον οὔτασε δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι
Ἠνοπίδην, ὃν ἄρα νύμφη τέκε νηῒς ἀμύμων
Ἤνοπι βουκολέοντι παρ᾽ ὄχθας Σατνιόεντος. 445
τὸν μὲν Ὀϊλιάδης δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν
οὖτα κατὰ λαπάρην· ὁ δ᾽ ἀνετράπετ᾽, ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ αὐτῷ
Τρῶες καὶ Δαναοὶ σύναγον κρατερὴν ὑσμίνην.
τῷ δ᾽ ἐπὶ Πουλυδάμας ἐγχέσπαλος ἦλθεν ἀμύντωρ
Πανθοΐδης, βάλε δὲ Προθοήνορα δεξιὸν ὦμον, 450
υἱὸν Ἀρηϊλύκοιο, δι᾽ ὤμου δ᾽ ὄβριμον ἔγχος
ἔσχεν, ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.
Πουλυδάμας δ᾽ ἔκπαγλον ἐπεύξατο μακρὸν ἀΰσας·
«οὐ μὰν αὖτ᾽ ὀΐω μεγαθύμου Πανθοΐδαο
χειρὸς ἄπο στιβαρῆς ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα, 455
ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροΐ, καί μιν ὀΐω
αὐτῷ σκηπτόμενον κατίμεν δόμον Ἄϊδος εἴσω.»