Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 383-454
Αυτά ειπε ο Ιδομενέας ο αντρόκαρδος, και μες στην άγρια μάχη
τον έσουρνε απ᾽ το πόδι. Πρόβαλε ξεγδικιωτής του τότε
ο Άσιος, πεζός μπροστά από τ᾽ άτια του· κι αυτά φρουμάζαν πίσω 385
στους ώμους του, κι ο αμαξολάτης τους τ᾽ αντίσκοφτε, και κείνος
του Ιδομενέα να ρίξει εγύρευε· μ᾽ αυτός τον βρίσκει πρώτος
κάτω απ᾽ τα γένια, στο καρύδι του, και τον καρφώνει ως πέρα.
Κι αυτός σωριάστη, όπως σωριάζεται γιά δρυς γιά λεύκα χάμω
γιά πεύκο τρισμεγάλο, πού ᾽κοψαν πα στα βουνά οι μαστόροι 390
με τα νιοτρόχιστα τσεκούρια τους, καρένα να το κάνουν·
όμοια κι αυτός ομπρός στο αμάξι του και στ᾽ άλογα ξαπλώθη
βρουχιώντας, με τα νύχια ξύνοντας τη ματωμένη σκόνη.
Κι ο αμαξολάτης τότε σάστισε και το μυαλό του φεύγει·
δεν τόλμησε να στρέψει τ᾽ άλογα κι απ᾽ των οχτρών τα χέρια 395
να τα γλιτώσει, κι έτσι ο Αντίλοχος τον βρήκε ο ψυχωμένος
καταμεσός με το κοντάρι του· κι ουδέ κι ο θώρακάς του
που εφόρα ο χάλκινος τον φύλαξε, μόν᾽ στην κοιλιά του εμπήχτη,
κι αγκομαχώντας από τ᾽ όμορφο κατρακυλίστη αμάξι.
Κι ο Αντίλοχος, ο γιος του αντρόψυχου Νεστόρου, τ᾽ άλογά του 400
από τους Τρώες στους λιονταρόκαρδους Αργίτες τα δρομούσε.
Και τότε ο Δήφοβος λυπήθηκε τον Άσιο, και ζυγώνει
του Ιδομενέα να ρίξει απόκοντα στραφταλιστό κοντάρι.
Μα εκείνος ξέφυγε, το χάλκινο κοντάρι ως είδε αντίκρα,
ο Ιδομενέας, τι στ᾽ ολοστρόγγυλο σκουτάρι πίσω εκρύφτη, 405
που βοϊδοτόμαρα και λιόφωτος χαλκός το ανακουφώναν
καμαρωτά, και το αντιστύλωναν δυο πήχες από μέσα.
Πίσω απ᾽ αυτό εστριμώχτη ολόκορμος, και το χαλκό κοντάρι
περνά από πάνω του κι ακράγγιξε του σκουταριού το γύρο,
κι αυτός κουδούνισε· όμως άδικα του δυνατού χεριού του 410
δεν έφυγε η ριξιά, μόν ᾽πέτυχε μες στην κοιλιά, στο σκώτι,
το γιο του Ιππάσου, τον Υψήνορα, και τού ᾽λυσε τα γόνα.
Με περισσό καμάρι ο Δήφοβος φωνή μεγάλη σέρνει:
«Όχι, δεν κείτεται ανεγδίκιωτος ο Άσιος θαρρώ πια τώρα·
μ᾽ αν στον τρανό τον Άδη εδιάβηκε τον κλειδαμπαρωμένο, 415
βαθιά θ᾽ αναγαλλιάσει, σύντροφο μαζί που του χαρίζω!»
Είπε, κι οι Αργίτες βαριοκάρδισαν το λόγο του ν᾽ ακούσουν,
και πιο πολύ η καρδιά του Αντίλοχου του αντρόψυχου εταράχτη·
μα δεν παράτησε το σύντροφο, κι ας ήταν πικραμένος,
μόν᾽ τρέχει ομπρός του και τον σκέπασε με το σκουτάρι ολούθε· 420
και τότε εσκύψαν και τον σήκωσαν δυο γκαρδιακοί συντρόφοι,
ο αρχοντογέννητος Αλάστορας κι ο Μηκιστέας, του Εχίου
ο γιος, και τον πηγαίναν στ᾽ άρμενα, στα βογγητά του μέσα.
Η ορμή του Ιδομενέα δεν έσβηνεν ωστόσο· στο σκοτάδι
το μαύρο ελαχταρούσε αδιάκοπα κάποιο απ᾽ τους Τρώες να στείλει, 425
γιά, τους Αργίτες διαφεντεύοντας, νεκρός να πέσει ατός του.
Εκεί το γιο του αρχοντογέννητου του Αισήτη, τον Αλκάθο,
τον αντρειανό, τον πολεμόχαρο, που ήταν γαμπρός του Αγχίση―
την πιο μεγάλη ειχε απ᾽ τις κόρες του, την Ιπποδάμεια, πάρει,
που περισσά στο σπίτι ο κύρης της κι η σεβαστή της μάνα 430
την αγαπούσαν, τι ξεχώριζε στη γνώση και στα κάλλη
και στις δουλειές στις συνομήλικες ανάμεσα· για τούτο
την πήρε ο πιο τρανός πολέμαρχος μες στην πλατιά την Τροία.
Αυτόν ο Ποσειδώνας δάμασε κάτω απ᾽ το χέρι τότε
του Ιδομενέα· τα γόνα τού ᾽δεσε, του γήτεψε τα μάτια 435
τ᾽ αστραφτερά, και πια δε δύνουνταν να φύγει, να γλιτώσει.
Κι όπως στεκόταν έτσι ασάλευτος, ίδια κολόνα ή δέντρο
αψηλοφούντωτο, κατάστηθα τον βρήκε το κοντάρι
του Ιδομενέα του πολεμόχαρου, κι ο θώρακας συντρίφτη
ο χάλκινος, που τον διαφέντευεν από το Χάρο ως τότε. 440
Τώρα όμως βούιξε κούφια, ως έσπαζε στου κονταριού το χτύπο.
Πέφτει με πάταχο, και βρέθηκε μπηγμένο το κοντάρι
μες στην καρδιά του, που ως σπαρτάριζε, του κονταριού την άκρη
σιγοκουνούσε, ωσόπου επάγωσε, και τ᾽ άγριο τ᾽ όπλο εστάθη.
Και τότε ο Ιδομενέας εφώναξε με περισσό καμάρι: 445
«Λογαριασμοί σαν τούτον, Δήφοβε, πολύ θαρρώ ν᾽ αξίζουν·
σεις έναν, τρεις εμείς σκοτώσαμε· του κάκου οι καυκησιές σου!
Άμυαλε! Αν θες, ατός σου πρόβαλε, ν᾽ αντικριστείς μαζί μου,
σαν ποιό ηρθε εδώ του Δία δισέγγονο να ιδείς και μοναχός σου.
Ο Δίας το Μίνωα πρώτα εγέννησε, που αφέντεψε την Κρήτη, 450
κι ο Μίνωας πάλε εστάθη του άψεγου του Δευκαλίωνα ο κύρης,
και τούτος πάλε εμένα γέννησε, μες στην πλατιά την Κρήτη
ρήγα τρανό· και τώρα μ᾽ έφεραν δω πέρα τ᾽ άρμενά μου
κακό για σένα και τον κύρη σου και για τους Τρώες τους άλλους.»
Ὣς εἰπὼν ποδὸς ἕλκε κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην
ἥρως Ἰδομενεύς· τῷ δ᾽ Ἄσιος ἦλθ᾽ ἐπαμύντωρ
πεζὸς πρόσθ᾽ ἵππων· τὼ δὲ πνείοντε κατ᾽ ὤμων 385
αἰὲν ἔχ᾽ ἡνίοχος θεράπων· ὁ δὲ ἵετο θυμῷ
Ἰδομενῆα βαλεῖν· ὁ δέ μιν φθάμενος βάλε δουρὶ
λαιμὸν ὑπ᾽ ἀνθερεῶνα, διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν.
ἤριπε δ᾽ ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωΐς,
ἠὲ πίτυς βλωθρή, τήν τ᾽ οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες 390
ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήϊον εἶναι·
ὣς ὁ πρόσθ᾽ ἵππων καὶ δίφρου κεῖτο τανυσθείς,
βεβρυχώς, κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης.
ἐκ δέ οἱ ἡνίοχος πλήγη φρένας, ἃς πάρος εἶχεν,
οὐδ᾽ ὅ γ᾽ ἐτόλμησεν, δηΐων ὑπὸ χεῖρας ἀλύξας, 395
ἂψ ἵππους στρέψαι, τὸν δ᾽ Ἀντίλοχος μενεχάρμης
δουρὶ μέσον περόνησε τυχών· οὐδ᾽ ἤρκεσε θώρηξ
χάλκεος, ὃν φορέεσκε, μέσῃ δ᾽ ἐν γαστέρι πῆξεν.
αὐτὰρ ὁ ἀσθμαίνων εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου,
ἵππους δ᾽ Ἀντίλοχος, μεγαθύμου Νέστορος υἱός, 400
ἐξέλασε Τρώων μετ᾽ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς.
Δηΐφοβος δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθεν Ἰδομενῆος,
Ἀσίου ἀχνύμενος, καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος
Ἰδομενεύς· κρύφθη γὰρ ὑπ᾽ ἀσπίδι πάντοσ᾽ ἐΐσῃ, 405
τὴν ἄρ᾽ ὅ γε ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ
δινωτὴν φορέεσκε, δύω κανόνεσσ᾽ ἀραρυῖαν·
τῇ ὕπο πᾶς ἐάλη, τὸ δ᾽ ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος,
καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν
ἔγχεος· οὐδ᾽ ἅλιόν ῥα βαρείης χειρὸς ἀφῆκεν, 410
ἀλλ᾽ ἔβαλ᾽ Ἱππασίδην Ὑψήνορα, ποιμένα λαῶν,
ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων, εἶθαρ δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσε.
Δηΐφοβος δ᾽ ἔκπαγλον ἐπεύξατο, μακρὸν ἀΰσας·
«οὐ μὰν αὖτ᾽ ἄτιτος κεῖτ᾽ Ἄσιος, ἀλλά ἕ φημι
εἰς Ἄϊδός περ ἰόντα πυλάρταο κρατεροῖο 415
γηθήσειν κατὰ θυμόν, ἐπεί ῥά οἱ ὤπασα πομπόν.»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀργείοισι δ᾽ ἄχος γένετ᾽ εὐξαμένοιο,
Ἀντιλόχῳ δὲ μάλιστα δαΐφρονι θυμὸν ὄρινεν·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἀχνύμενός περ ἑοῦ ἀμέλησεν ἑταίρου,
ἀλλὰ θέων περίβη καί οἱ σάκος ἀμφεκάλυψε. 420
τὸν μὲν ἔπειθ᾽ ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι,
Μηκιστεύς, Ἐχίοιο πάϊς, καὶ δῖος Ἀλάστωρ,
νῆας ἔπι γλαφυρὰς φερέτην βαρέα στενάχοντα.
Ἰδομενεὺς δ᾽ οὐ λῆγε μένος μέγα, ἵετο δ᾽ αἰεὶ
ἠέ τινα Τρώων ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι, 425
ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς.
ἔνθ᾽ Αἰσυήταο διοτρεφέος φίλον υἱόν,
ἥρω᾽ Ἀλκάθοον, γαμβρὸς δ᾽ ἦν Ἀγχίσαο,
πρεσβυτάτην δ᾽ ὤπυιε θυγατρῶν, Ἱπποδάμειαν,
τὴν περὶ κῆρι φίλησε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ 430
ἐν μεγάρῳ· πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην ἐκέκαστο
κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν ἰδὲ φρεσί· τοὔνεκα καί μιν
γῆμεν ἀνὴρ ὤριστος ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ·
τὸν τόθ᾽ ὑπ᾽ Ἰδομενῆϊ Ποσειδάων ἐδάμασσε
θέλξας ὄσσε φαεινά, πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα· 435
οὔτε γὰρ ἐξοπίσω φυγέειν δύνατ᾽ οὔτ᾽ ἀλέασθαι,
ἀλλ᾽ ὥς τε στήλην ἢ δένδρεον ὑψιπέτηλον
ἀτρέμας ἑσταότα στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ
ἥρως Ἰδομενεύς, ῥῆξεν δέ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα
χάλκεον, ὅς οἱ πρόσθεν ἀπὸ χροὸς ἤρκει ὄλεθρον· 440
δὴ τότε γ᾽ αὖον ἄϋσεν ἐρεικόμενος περὶ δουρί.
δούπησεν δὲ πεσών, δόρυ δ᾽ ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει,
ἥ ῥά οἱ ἀσπαίρουσα καὶ οὐρίαχον πελέμιζεν
ἔγχεος· ἔνθα δ᾽ ἔπειτ᾽ ἀφίει μένος ὄβριμος Ἄρης·
Ἰδομενεὺς δ᾽ ἔκπαγλον ἐπεύξατο, μακρὸν ἀΰσας· 445
«Δηΐφοβ᾽, ἦ ἄρα δή τι ἐΐσκομεν ἄξιον εἶναι
τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι; ἐπεὶ σύ περ εὔχεαι οὕτω·
δαιμόνι᾽, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἐναντίον ἵστασ᾽ ἐμεῖο,
ὄφρα ἴδῃ οἷος Ζηνὸς γόνος ἐνθάδ᾽ ἱκάνω,
ὃς πρῶτον Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον· 450
Μίνως δ᾽ αὖ τέκεθ᾽ υἱὸν ἀμύμονα Δευκαλίωνα,
Δευκαλίων δ᾽ ἐμὲ τίκτε πολέσσ᾽ ἄνδρεσσιν ἄνακτα
Κρήτῃ ἐν εὐρείῃ· νῦν δ᾽ ἐνθάδε νῆες ἔνεικαν
σοί τε κακὸν καὶ πατρὶ καὶ ἄλλοισι Τρώεσσιν.»