Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 12 στ. 400-471
Ο Τεύκρος κι ο Αίας χιμούν απάνω του, και με σαγίτα ο πρώτος 400
το αστραφτερό λουρί στα στήθια του γύρω χτυπάει, που εκράτει
ψηλά τ᾽ ολόκορμο σκουτάρι του· μα ο Δίας, για να μην πέσει
στων καραβιών τις πρύμνες, έδιωξε το Χάρο από το γιο του.
Χιμίζει κι ο Αίας και, πετυχαίνοντας, στη μέση το σκουτάρι
τού τρύπησε και τον αντίσκοψε, με όσην ορμή κι αν είχε. 405
Κι απ᾽ το μπροστήθι πισωδρόμισε μια στάλα, μα δεν είπε
να φύγει, τι η καρδιά του τό ᾽λπιζε τρανή να πάρει δόξα.
Γυρνώντας στους ισόθεους φώναξε Λυκιώτες τότε κι είπε:
«Πού πήγε τώρα το κουράγιο σας, Λυκιώτες, και τραβιέστε;
Με όσην αντρειά κι αν έχω, δύσκολο να σπάσω εγώ μονάχος 410
το καστροτείχι και για τ᾽ άρμενα να σας ανοίξω δρόμο.
Μαζί μου ελάτε· με τους πιότερους πιο κι η δουλειά προκόβει.»
Είπε, κι εκείνοι, από του ρήγα τους τα λόγια φοβισμένοι,
όλοι στο ρήγα και πρωτόγερο τρογύρα εστριμωχτήκαν.
Κι οι Αργίτες αντικρύ δυνάμωναν τις φάλαγγες, ξοπίσω 415
απ᾽ το τειχί τους, αναντιάζοντας βαριά δουλειά μπροστά τους·
τι μήτε πια οι Λυκιώτες οι άτρομοι των Δαναών μπορούσαν
να σπάσουν το τειχί κι ως τ᾽ άρμενα το δρόμο τους ν᾽ ανοίξουν,
μήτε κι οι Αργίτες οι πολέμαρχοι μπορούσαν τους Λυκιώτες
να διώξουν πίσω απ᾽ το καστρότειχο, μια κι ήταν πια κοντά του. 420
Πώς δυο χωριάτες για το σύνορο μαλώνουν, και στα χέρια
κρατούν κορδέλα για το μέτρημα, σε μεσιακό χωράφι,
σε μια της γης λουρίδα στέκοντας, πώς να μοιράσουν δίκια·
τόσο κι εκείνοι λίγο εχώριζαν, κι απάνω απ᾽ τα μπροστήθια
ο ένας του αλλού να σπάζουν άρχισαν στο απανωκόρμι γύρα 425
τα καλοστρόγγυλα σκουτάρια τους και τ᾽ αλαφρά τους σκούδα.
Κι ήταν πολλοί που απ᾽ τον ανέσπλαχνο χαλκό στο κρέας χτυπιούνταν,
είτε αν κανείς γυρνούσε, ως μάχουνταν, και γύμνωνε την πλάτη,
κι άλλοι πολλοί που τα σκουτάρια τους τρυπιούνταν απαντίκρυ.
Κι ολούθε το αίμα γύρα εράντιζε και πύργους και μπροστήθια, 430
αίμα τρωικό μαζί κι αργίτικο κι από τα δυο τ᾽ ασκέρια.
Μα κι έτσι οι Τρώες του κάκου εμάχουνταν να διώξουν τους Αργίτες·
τι αυτοί κρατούσαν, απαράλλαχτα με ζυγαριάς παλάντζες,
που την κρατάει μια τίμια αργάτισσα ψηλά, κι ισοζυγιάζει
μαλλί και βάρια, φτωχοπόρεψη να δώσει στα παιδιά της· 435
όμοια και κείνων αντιζύγιαζε τότε η σφαγή κι η μάχη,
ωσόπου ο Δίας τρανή στον Έχτορα, το γιο του Πρίαμου, δόξα
χαρίτωσε, και πρώτος πήδηξε στο καστροτείχι μέσα,
κι έτσι στους Τρώες μιλεί φωνάζοντας, να τον ακούσουν όλοι:
«Αλογατάδες Τρώες, απάνω τους! Το καστροτείχι σπάστε 440
των Δαναών, και τα καράβια τους με ανήλεη φλόγα κάφτε!»
Έτσι τους γκάρδιωσε, κι ακούγοντας εκείνοι εξεχυθήκαν
όλοι μαζί πα στο καστρότειχο, και στ᾽ αγκωνάρια πάνω
πατούσαν, μυτερά στα χέρια τους κοντάρια όλοι κρατώντας.
Μια πέτρα τότε πήρεν ο Έχτορας, που κείτουνταν στις πόρτες 445
μπροστά, κοντόχοντρη στη ρίζα της και σουβλερή από πάνω·
άντρες αντάμα δυο ―του τόπου τους οι πιο γεροί― απ᾽ το χώμα
σε αμάξι πάνω δεν τη σήκωναν, απ᾽ όσους τώρα ζούνε
θνητοί στη γη, μα εκείνος εύκολα την έπαιζε και μόνος,
τι ο γιος του Κρόνου από το βάρος της την είχε ξαλαφρώσει. 450
Πώς κουβαλάει βοσκός κουρόμαλλο κριγιού με δίχως κόπο,
κι ως το κρατάει με τό ᾽να χέρι του, καθόλου δε βαραίνει·
παρόμοια κουβαλούσε κι ο Έχτορας την πέτρα, να τη ρίξει
γραμμή πα στα σανίδια πού ᾽κλειναν τη δίφυλλη την πόρτα,
την αψηλή, τη στεριοκάμωτη· κι απανωτοί από μέσα 455
δυο μάνταλοι γερά τη στύλωναν, με σφήνα στεριωμένοι.
Κι ως σίμωσε, τα πόδια του άνοιξε, κι αντιστυλώνοντάς τα,
νά ᾽χει η ριξιά του φόρα, πέτυχε καταμεσίς την πόρτα·
και σπάζει τους στροφούς ζερβόδεξα, κι η πέτρα πέφτει μέσα
από το βάρος, κι αντιλάλησαν οι πόρτες, κι ουδ᾽ οι σύρτες 460
βαστήξαν πια, μόνο σκορπίστηκαν οι τάβλες δώθε κείθε
απ᾽ την ορμή της πέτρας· κι ο Έχτορας, με μάτι ξαγριεμένο,
σα μαύρη νύχτα μέσα επήδηξε, κι απ᾽ το χαλκό τον άγριο,
πού ᾽χε ζωστεί τρογύρα του, έλαμπε, και δυο κοντάρια εκράτα.
Κι ως πέρασε την πόρτα, αντίμαχος να του σταθεί κανένας 465
δεν μπόρειε εξόν θεός, και ξάστραφταν τα μάτια του ίδια φλόγες.
Γυρνάει στων Τρώων το ασκέρι κι έσυρε φωνή, να καβαλήσουν
πηδώντας το τειχί· στο λόγο του συνάκουσαν εκείνοι,
κι άλλοι πηδήξαν το καστρότειχο, κι άλλοι χυθήκαν μέσα
στις στέριες πόρτες δίχως άργητα· κι οι Δαναοί σκορπίσαν 470
στα πλοία τα βαθουλά, και τάραχος τρανός ασκώθη ολούθε.
Τὸν δ᾽ Αἴας καὶ Τεῦκρος ὁμαρτήσανθ᾽ ὁ μὲν ἰῷ 400
βεβλήκει τελαμῶνα περὶ στήθεσσι φαεινὸν
ἀσπίδος ἀμφιβρότης· ἀλλὰ Ζεὺς κῆρας ἄμυνε
παιδὸς ἑοῦ, μὴ νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι δαμείη·
Αἴας δ᾽ ἀσπίδα νύξεν ἐπάλμενος, οὐδὲ διὰ πρὸ
ἤλυθεν ἐγχείη, στυφέλιξε δέ μιν μεμαῶτα. 405
χώρησεν δ᾽ ἄρα τυτθὸν ἐπάλξιος· οὐδ᾽ ὅ γε πάμπαν
χάζετ᾽, ἐπεί οἱ θυμὸς ἐέλπετο κῦδος ἀρέσθαι.
κέκλετο δ᾽ ἀντιθέοισιν ἑλιξάμενος Λυκίοισιν·
«ὦ Λύκιοι, τί τ᾽ ἄρ᾽ ὧδε μεθίετε θούριδος ἀλκῆς;
ἀργαλέον δέ μοί ἐστι καὶ ἰφθίμῳ περ ἐόντι 410
μούνῳ ῥηξαμένῳ θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον·
ἀλλ᾽ ἐφομαρτεῖτε· πλεόνων δέ τι ἔργον ἄμεινον.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν
μᾶλλον ἐπέβρισαν βουληφόρον ἀμφὶ ἄνακτα.
Ἀργεῖοι δ᾽ ἑτέρωθεν ἐκαρτύναντο φάλαγγας 415
τείχεος ἔντοσθεν, μέγα δέ σφισι φαίνετο ἔργον·
οὔτε γὰρ ἴφθιμοι Λύκιοι Δαναῶν ἐδύναντο
τεῖχος ῥηξάμενοι θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον,
οὔτε ποτ᾽ αἰχμηταὶ Δαναοὶ Λυκίους ἐδύναντο
τείχεος ἂψ ὤσασθαι, ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν. 420
ἀλλ᾽ ὥς τ᾽ ἀμφ᾽ οὔροισι δύ᾽ ἀνέρε δηριάασθον
μέτρ᾽ ἐν χερσὶν ἔχοντες, ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ,
ὥ τ᾽ ὀλίγῳ ἐνὶ χώρῳ ἐρίζητον περὶ ἴσης,
ὣς ἄρα τοὺς διέεργον ἐπάλξιες· οἱ δ᾽ ὑπὲρ αὐτέων
δῄουν ἀλλήλων ἀμφὶ στήθεσσι βοείας 425
ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα.
πολλοὶ δ᾽ οὐτάζοντο κατὰ χρόα νηλέϊ χαλκῷ,
ἠμὲν ὅτεῳ στρεφθέντι μετάφρενα γυμνωθείη
μαρναμένων, πολλοὶ δὲ διαμπερὲς ἀσπίδος αὐτῆς.
πάντῃ δὴ πύργοι καὶ ἐπάλξιες αἵματι φωτῶν 430
ἐρράδατ᾽ ἀμφοτέρωθεν ἀπὸ Τρώων καὶ Ἀχαιῶν.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς ἐδύναντο φόβον ποιῆσαι Ἀχαιῶν,
ἀλλ᾽ ἔχον ὥς τε τάλαντα γυνὴ χερνῆτις ἀληθής,
ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει
ἰσάζουσ᾽, ἵνα παισὶν ἀεικέα μισθὸν ἄρηται· 435
ὣς μὲν τῶν ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο πτόλεμός τε,
πρίν γ᾽ ὅτε δὴ Ζεὺς κῦδος ὑπέρτερον Ἕκτορι δῶκε
Πριαμίδῃ, ὃς πρῶτος ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν.
ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Τρώεσσι γεγωνώς·
«ὄρνυσθ᾽, ἱππόδαμοι Τρῶες, ῥήγνυσθε δὲ τεῖχος 440
Ἀργείων καὶ νηυσὶν ἐνίετε θεσπιδαὲς πῦρ.»
Ὣς φάτ᾽ ἐποτρύνων, οἱ δ᾽ οὔασι πάντες ἄκουον,
ἴθυσαν δ᾽ ἐπὶ τεῖχος ἀολλέες· οἱ μὲν ἔπειτα
κροσσάων ἐπέβαινον ἀκαχμένα δούρατ᾽ ἔχοντες,
Ἕκτωρ δ᾽ ἁρπάξας λᾶαν φέρεν, ὅς ῥα πυλάων 445
ἑστήκει πρόσθε, πρυμνὸς παχύς, αὐτὰρ ὕπερθεν
ὀξὺς ἔην· τὸν δ᾽ οὔ κε δύ᾽ ἀνέρε δήμου ἀρίστω
ῥηϊδίως ἐπ᾽ ἄμαξαν ἀπ᾽ οὔδεος ὀχλίσσειαν,
οἷοι νῦν βροτοί εἰσ᾽· ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος.
τόν οἱ ἐλαφρὸν ἔθηκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω. 450
ὡς δ᾽ ὅτε ποιμὴν ῥεῖα φέρει πόκον ἄρσενος οἰὸς
χειρὶ λαβὼν ἑτέρῃ, ὀλίγον τέ μιν ἄχθος ἐπείγει,
ὣς Ἕκτωρ ἰθὺς σανίδων φέρε λαᾶν ἀείρας,
αἵ ῥα πύλας εἴρυντο πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας,
δικλίδας ὑψηλάς· δοιοὶ δ᾽ ἔντοσθεν ὀχῆες 455
εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει.
στῆ δὲ μάλ᾽ ἐγγὺς ἰών, καὶ ἐρεισάμενος βάλε μέσσας,
εὖ διαβάς, ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη,
ῥῆξε δ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοτέρους θαιρούς· πέσε δὲ λίθος εἴσω
βριθοσύνῃ, μέγα δ᾽ ἀμφὶ πύλαι μύκον, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ὀχῆες 460
ἐσχεθέτην, σανίδες δὲ διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη
λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἔσθορε φαίδιμος Ἕκτωρ
νυκτὶ θοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια· λάμπε δὲ χαλκῷ
σμερδαλέῳ, τὸν ἕεστο περὶ χροΐ, δοιὰ δὲ χερσὶ
δοῦρ᾽ ἔχεν· οὔ κέν τίς μιν ἐρύκακεν ἀντιβολήσας 465
νόσφι θεῶν, ὅτ᾽ ἐσᾶλτο πύλας· πυρὶ δ᾽ ὄσσε δεδήει.
κέκλετο δὲ Τρώεσσιν ἑλιξάμενος καθ᾽ ὅμιλον
τεῖχος ὑπερβαίνειν· τοὶ δ᾽ ὀτρύνοντι πίθοντο.
αὐτίκα δ᾽ οἱ μὲν τεῖχος ὑπέρβασαν, οἱ δὲ κατ᾽ αὐτὰς
ποιητὰς ἐσέχυντο πύλας· Δαναοὶ δὲ φόβηθεν 470
νῆας ἀνὰ γλαφυράς, ὅμαδος δ᾽ ἀλίαστος ἐτύχθη.