Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 11 στ. 368-445
Ως είπε τούτα, τον Αγάστροφο τον αντρειωμένο γδύνει.
Στο ρήγα το Διομήδη ο Αλέξαντρος, της ομορφομαλλούσας
Ελένης ο άντρας, το δοξάρι του τραβάει να ρίξει τότε, 370
γερμένος στην κολόνα, πού ᾽στεκε στου Ίλου το μνήμα πάνω,
του γιου του Δάρδανου, πρωτόγερου σε περασμένα χρόνια.
Πάνω στην ώρα εκείνος έβγαζε το θώρακα απ᾽ τα στήθη
του Αγάστροφου κι από τους ώμους του το ξομπλιαστό σκουτάρι
και το βαρύ το κράνος· μ᾽ άξαφνα τανυεί το τόξο ο Πάρης 375
και τον χτυπάει ―τι από το χέρι του δεν ξέφυγε η σαγίτα
του κάκου― στο δεξιό ποδάρι του, στο χτένι, κι απαντίκρυ
περνώντας η σαγίτα εμπήχτηκε στη γη. Κι αυτός πετάχτη
με γέλιο απ᾽ τη χωσιά χαρούμενος, και με καμάρι τού ᾽πε:
«Σε πέτυχα! Άδικα η σαγίτα μου δεν πήγε. Νά ᾽ταν μόνο 380
στο κατωκοίλι να πετύχαινα, να σ᾽ έστελνα στον Άδη.
Έτσι απ᾽ τα τόσα θα ξανάσαιναν κακά κι οι Τρώες, που ομπρός σου
λιγοκαρδούν, ως αρνοκάτσικα σαν αντικρίζουν λιόντα.»
Τότε ο τρανός Διομήδης άσκιαχτος του απηλογήθη κι είπε:
«Γυναικοπλάνε κι ατσαλόγλωσσε, του δοξαριού τεχνίτη 385
μονάχα! αν σου βαστούσε αντίκρα μου να μετρηθείς στο απάλε,
δε θα φελούσαν τα δοξάρια σου μηδέ οι πολλές σαγίτες.
Τώρα στο χτένι με τσαγκρούνισες και το καυκιέσαι κιόλα.
Μωρό παιδί, γυναίκα αν μού ᾽ριχνε, τόσο ψηφώ και σένα!
Του τιποτένιου, του λαγόκαρδου κούφια η ριξιά ειναι πάντα. 390
Μένα η δικιά μου ωστόσο αλλιώτικη· ν᾽ αγγίξει μόνο κάποιον,
κι είναι πικρή στον που τη δέχεται και τη ζωή του χάνει.
Τα δυο της μάγουλα η γυναίκα του ξεσκίζει, τα παιδιά του
κλαίνε ορφανά, κι εκείνος, βάφοντας μ᾽ αίμα τη γη, σαπίζει,
κι όρνια τον περιζώνουν πιότερα παρά μοιρολογήτρες.» 395
Αυτά ειπε, κι ο Οδυσσέας ζυγώνοντας γοργά ο κονταρομάχος
στέκει μπροστά· κι αυτός, καθίζοντας, τη γρήγορη σαγίτα
τραβά απ᾽ το πόδι· κι ως αβάσταχτοι τον έζωσαν οι πόνοι,
πηδάει στο αμάξι ευτύς, και πρόσταξε του αμαξολάτη, τ᾽ άτια
στα βαθουλά να τρέξει τ᾽ άρμενα, τι εβάραινε η καρδιά του. 400
Μονάχος ο Οδυσσέας απόμεινε, του κονταριού ο τεχνίτης,
κανείς Αργίτης άλλος· όλοι τους στα πόδια τό ᾽χαν βάλει.
Βαρυγκομώντας τότε μίλησε στην πέρφανη καρδιά του:
«Τί θα γενώ; Κακό ειναι, αλίμονο, μεγάλο, φοβισμένος
να φύγω ομπρός τους, μα χειρότερο να σκοτωθώ εδώ πέρα 405
μονάχος. Οι άλλοι Αργίτες σκόρπισαν από του Δία το χέρι.
Όμως γιατί η καρδιά μου κάθεται και τ᾽ αναδεύει ετούτα;
Το ξέρω, μοναχά οι λιγόκαρδοι ξεκόβουν απ᾽ τη μάχη·
μα όποιου το λέει η καρδιά, στον πόλεμο πρεπό ᾽ναι να κρατήσει
αδείλιαστος· μπορεί και σκότωσε, μπορεί και τον σκοτώσαν.» 410
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,
νά τους, μπροστά του κιόλας έφτασαν οι Τρώες οι κονταράδες
κι ολόγυρα τον κλείσαν ―κι έσκαβαν τον ίδιο τους το λάκκο.
Πώς κάπρο κυνηγούν ολόγυρα σκυλιά και ψυχωμένοι
αγριμολόοι, κι εκείνος βγαίνοντας απ᾽ το βαθύ ρουμάνι 415
τ᾽ άσπρα ακονίζει δόντια ανάμεσα στις γυριστές μασέλες,
κι όλοι τρογύρα πέφτουν πάνω του και τον ακούν που τρίζει
τα δόντια, μα κρατούν ασάλευτοι, κι ας τον τρομάζουν όλοι·
όμοια και τότε οι Τρώες εχίμιξαν στον ακριβό του Δία,
τον Οδυσσέα· κι αυτός τον άψεγο Δηοπίτη πρώτα πρώτα 420
στον ώμο εχτύπησε, χιμίζοντας με μυτερό κοντάρι.
Το Θόωνα και τον Έννομο έπειτα νεκρούς στο χώμα ρίχνει·
μετά τρυπάει το Χερσιδάμαντα στα μαλακά, απ᾽ τ᾽ αμάξι
καθώς πηδούσε, στο σκουτάρι του το αφαλωτό από κάτω.
Κι αυτός στη γη σωριάστη σφίγγοντας το χώμα στις παλάμες. 425
Αυτούς εκεί τους απαράτησε, μετά το γιο του Ιππάσου,
τον αδερφό του Σώκου του άψεγου, το Χάροπα σκοτώνει.
Κι ο ισόθεος Σώκος ήρθε τρέχοντας για να τον διαφεντέψει·
πήγε λοιπόν και στάθη δίπλα του, κι έτσι μιλεί και κρένει:
«Περίλαμπρε Οδυσσέα, που κίντυνα και δόλους δε χορταίνεις, 430
γιά θά ᾽χεις να καυκιέσαι σήμερα τους δυο τους γιους του Ιππάσου,
τέτοιους λεβέντες, πως εσκότωσες και πήρες τ᾽ άρματά τους,
γιά εγώ με το κοντάρι ρίχνοντας θα πάρω τη ζωή σου!»
Αυτά ειπε, και στο ολούθε ισόκυκλο χτυπά σκουτάρι απάνω·
τρυπάει το δυνατό κοντάρι του το αστραφτερό σκουτάρι 435
και μέσα χώνεται στο θώρακα τον πολυξομπλιασμένο,
κι απ᾽ τα πλευρά τού σκίζει αλάκερο το δέρμα, μα η Παλλάδα
δεν άφησε Αθηνά στα σπλάχνα του να μπεί να τα θερίσει.
Κι ως τό ᾽νιωσε ο Οδυσσέας, για θάνατο πως η πληγή δεν ήταν,
πισωποδίζει λίγο, κι έπειτα σέρνει φωνή στο Σώκο: 440
«Άμοιρε εσύ, χαμός ανέλπιστος που σε πλακώνει τώρα!
Αν μένα μ᾽ έκανες τον πόλεμο να πάψω με τους Τρώες,
όμως και συ από μένα θάνατο και μαύρη μοίρα θά ᾽βρεις
τη μέρα αυτή· τι απ᾽ το κοντάρι μου πεσμένος θα χαρίσεις
δόξα σε με, στον καλοφόραδο τον Άδη τη ζωή σου.» 445
Ἦ, καὶ Παιονίδην δουρικλυτὸν ἐξενάριζεν.
αὐτὰρ Ἀλέξανδρος, Ἑλένης πόσις ἠϋκόμοιο,
Τυδεΐδῃ ἔπι τόξα τιταίνετο, ποιμένι λαῶν, 370
στήλῃ κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ
Ἴλου Δαρδανίδαο, παλαιοῦ δημογέροντος.
ἤτοι ὁ μὲν θώρηκα Ἀγαστρόφου ἰφθίμοιο
αἴνυτ᾽ ἀπὸ στήθεσφι παναίολον ἀσπίδα τ᾽ ὤμων
καὶ κόρυθα βριαρήν· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε 375
καὶ βάλεν, οὐδ᾽ ἄρα μιν ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός,
ταρσὸν δεξιτεροῖο ποδός· διὰ δ᾽ ἀμπερὲς ἰὸς
ἐν γαίῃ κατέπηκτο· ὁ δὲ μάλα ἡδὺ γελάσσας
ἐκ λόχου ἀμπήδησε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·
«βέβληαι, οὐδ᾽ ἅλιον βέλος ἔκφυγεν· ὡς ὄφελόν τοι 380
νείατον ἐς κενεῶνα βαλὼν ἐκ θυμὸν ἑλέσθαι.
οὕτω κεν καὶ Τρῶες ἀνέπνευσαν κακότητος,
οἵ τέ σε πεφρίκασι λέονθ᾽ ὡς μηκάδες αἶγες.»
Τὸν δ᾽ οὐ ταρβήσας προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
«τοξότα, λωβητήρ, κέρᾳ ἀγλαέ, παρθενοπῖπα, 385
εἰ μὲν δὴ ἀντίβιον σὺν τεύχεσι πειρηθείης,
οὐκ ἄν τοι χραίσμῃσι βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί·
νῦν δέ μ᾽ ἐπιγράψας ταρσὸν ποδὸς εὔχεαι αὔτως.
οὐκ ἀλέγω, ὡς εἴ με γυνὴ βάλοι ἢ πάϊς ἄφρων·
κωφὸν γὰρ βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος οὐτιδανοῖο. 390
ἦ τ᾽ ἄλλως ὑπ᾽ ἐμεῖο, καὶ εἴ κ᾽ ὀλίγον περ ἐπαύρῃ,
ὀξὺ βέλος πέλεται, καὶ ἀκήριον αἶψα τίθησι.
τοῦ δὲ γυναικὸς μέν τ᾽ ἀμφίδρυφοί εἰσι παρειαί,
παῖδες δ᾽ ὀρφανικοί· ὁ δέ θ᾽ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων
πύθεται, οἰωνοὶ δὲ περὶ πλέες ἠὲ γυναῖκες.» 395
Ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ Ὀδυσεὺς δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν
ἔστη πρόσθ᾽· ὁ δ᾽ ὄπισθε καθεζόμενος βέλος ὠκὺ
ἐκ πόδος ἕλκ᾽, ὀδύνη δὲ διὰ χροὸς ἦλθ᾽ ἀλεγεινή.
ἐς δίφρον δ᾽ ἀνόρουσε, καὶ ἡνιόχῳ ἐπέτελλε
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐλαυνέμεν· ἤχθετο γὰρ κῆρ. 400
Οἰώθη δ᾽ Ὀδυσεὺς δουρικλυτός, οὐδέ τις αὐτῷ
Ἀργείων παρέμεινεν, ἐπεὶ φόβος ἔλλαβε πάντας·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«ὤ μοι ἐγώ, τί πάθω; μέγα μὲν κακὸν αἴ κε φέβωμαι
πληθὺν ταρβήσας· τὸ δὲ ῥίγιον αἴ κεν ἁλώω 405
μοῦνος· τοὺς δ᾽ ἄλλους Δαναοὺς ἐφόβησε Κρονίων.
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός;
οἶδα γὰρ ὅττι κακοὶ μὲν ἀποίχονται πολέμοιο,
ὃς δέ κ᾽ ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι, τὸν δὲ μάλα χρεὼ
ἑστάμεναι κρατερῶς, ἤ τ᾽ ἔβλητ᾽ ἤ τ᾽ ἔβαλ᾽ ἄλλον.» 410
Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
τόφρα δ᾽ ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον ἀσπιστάων,
ἔλσαν δ᾽ ἐν μέσσοισι, μετὰ σφίσι πῆμα τιθέντες.
ὡς δ᾽ ὅτε κάπριον ἀμφὶ κύνες θαλεροί τ᾽ αἰζηοὶ
σεύωνται, ὁ δέ τ᾽ εἶσι βαθείης ἐκ ξυλόχοιο 415
θήγων λευκὸν ὀδόντα μετὰ γναμπτῇσι γένυσσιν,
ἀμφὶ δέ τ᾽ ἀΐσσονται, ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων
γίγνεται, οἱ δὲ μένουσιν ἄφαρ δεινόν περ ἐόντα,
ὥς ῥα τότ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσῆα Διῒ φίλον ἐσσεύοντο
Τρῶες· ὁ δὲ πρῶτον μὲν ἀμύμονα Δηϊοπίτην 420
οὔτασεν ὦμον ὕπερθεν ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί,
αὐτὰρ ἔπειτα Θόωνα καὶ Ἔννομον ἐξενάριξε.
Χερσιδάμαντα δ᾽ ἔπειτα, καθ᾽ ἵππων ἀΐξαντα,
δουρὶ κατὰ πρότμησιν ὑπ᾽ ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης
νύξεν· ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ. 425
τοὺς μὲν ἔασ᾽, ὁ δ᾽ ἄρ᾽ Ἱππασίδην Χάροπ᾽ οὔτασε δουρὶ
αὐτοκασίγνητον εὐηφενέος Σώκοιο.
τῷ δ᾽ ἐπαλεξήσων Σῶκος κίεν, ἰσόθεος φώς,
στῆ δὲ μάλ᾽ ἐγγὺς ἰὼν καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν
«ὦ Ὀδυσεῦ πολύαινε, δόλων ἆτ᾽ ἠδὲ πόνοιο, 430
σήμερον ἢ δοιοῖσιν ἐπεύξεαι Ἱππασίδῃσι,
τοιώδ᾽ ἄνδρε κατακτείνας καὶ τεύχε᾽ ἀπούρας,
ἤ κεν ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσῃς.»
Ὣς εἰπὼν οὔτησε κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην.
διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε φαεινῆς ὄβριμον ἔγχος, 435
καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο,
πάντα δ᾽ ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαθεν, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔασε
Παλλὰς Ἀθηναίη μιχθήμεναι ἔγκασι φωτός.
γνῶ δ᾽ Ὀδυσεὺς ὅ οἱ οὔ τι τέλος κατακαίριον ἦλθεν,
ἂψ δ᾽ ἀναχωρήσας Σῶκον πρὸς μῦθον ἔειπεν· 440
«ἆ δείλ᾽, ἦ μάλα δή σε κιχάνεται αἰπὺς ὄλεθρος.
ἤτοι μέν ῥ᾽ ἔμ᾽ ἔπαυσας ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι·
σοὶ δ᾽ ἐγὼ ἐνθάδε φημὶ φόνον καὶ κῆρα μέλαιναν
ἤματι τῷδ᾽ ἔσσεσθαι, ἐμῷ δ᾽ ὑπὸ δουρὶ δαμέντα
εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχὴν δ᾽ Ἄϊδι κλυτοπώλῳ.» 445